Αποσπάσματα από την συλλογή «Fables des Origines» του Henry Michaux, εκδόσεις Le Disque Vert, Οκτώβρης 1923.
Μετάφραση απ’ τα Γαλλικά: Εβίτα Λύκου
1. Η Καταγωγή των Ενδυμάτων
Ιδού η Μνία, η γυναίκα του Ντουμ, καθισμένη στο χώμα.
Τρώει ένα λάχανο.
Έτσι λοιπόν ορμάει ο ονίσκος.
Σκαρφαλώνει σ’ ένα όρθιο χόρτο, φθάνει στο τρίχωμα της γάμπας (με τα πολυάριθμα πόδια του, περπατά σε πολλές τρίχες συγχρόνως).
Τώρα εισβάλει στον κόλπο.
Ντουμ!
Ο Ντουμ έτρεξε∙
Ο Ντουμ σκότωσε όλους τους μάγους της φυλής, γιατί αυτοί έστειλαν το πνεύμα της φωτιάς ανάμεσα στα πόδια της γυναίκας του.
Έπειτα είπε: «Μνία τί έχεις;».
Η Μνία ανασύρει τον ονίσ
κο με τα δάχτυλά της.
Ιδού η απαρχή. Από ‘δω και στο εξής οι γυναίκες φορούν τη φούστα.
Αλλά στον οίκο των Οουίς, τα κορίτσια και οι άντρες παραμένουν γυμνοί.
2. Ο Θεός κι ο Κόσμος
Στην αρχή δεν υπήρχε παρά ο Θεός κι οι δαίμονες.
Αυτοί αναγνωρίζονταν απ’ την δική τους, ξεχωριστή μυρωδιά και απ’ τους συριγμούς που ακούγονταν όταν μετακινούνταν.
Ήταν αόρατοι.
Κι έτσι κρύβονται απ’ το Θεό.
«Κανέ! Μαπέλ! Ντελό!». Ο Θεός φωνάζει ξανά «Κανέ! Μαπέλ! Ντελό!».
Έχουν κρυφτεί ο ένας πίσω απ’ τον άλλο, στοιχισμένοι, κόντρα στην δυνατή μυρωδιά του Σωρ.
Κανένας δαίμονας δεν έρχεται.
Ο Θεός θυμώνει.
Κάνει να φυσήξει ένας τρομερός άνεμος για να κυνηγήσει τους δαίμονές του.
Μόνο ο Ναάν έρχεται.
Οι άλλοι αντιστέκονται.
Ο άνεμος γίνεται όλο και πιο δυνατός, αυτοί αντιστέκονται, συνθλίβονται, συστέλλονται.
Στο τέλος, απ’ τη δύναμη της αντίστασης, έγιναν πέτρα. Αυτή είναι η καταγωγή της γης.
Έπειτα, ο Θεός δημιούργησε τα δέντρα και τα ζώα για να την κατοικίσουν.
3. Καταγωγή της Οικίας
Το δάσος καίγεται εδώ και τέσσερις μέρες.
Τα ζώα ξεφεύγουν και φτάνουν στην πεδιάδα.
Οι άνθρωποι βρίσκονται καθισμένοι πίσω τους∙
Νιώθουν πως κάτι τους γαργαλάει τα μπράτσα.
«Ίσως είναι οι ψύλλοι»∙ και τρώνε ο ένας τ’ αλλουνού.
Μα ύστερα ο καθένας: «ακόμα γαργαλιέμαι» (κι αυτό γιατί δεν σκαρφαλώνουν πια στα ψηλά κλαδιά).
Σπρώχνουν, αρπάζουν, πετούν τα κλαδιά, τα καρφώνουν στο χώμα.
Το βράδυ ο ένας έχει ανέβει πάνω στον άλλο και πλέκουν, και ξανά οι άνθρωποι βάλθηκαν να σκαρφαλώσουν. Έτσι δεν αισθάνονται πια γαργάλημα στα μπράτσα.
Κατά τη διάρκεια της θύελλας, είδαν πως αυτή [η κατασκευή] ήταν ακλόνητη απέναντι στη βροχή και τον άνεμο.
Θα χτίσουν μια καλύβα, δεν θα ξαναγυρίσουν πια στο δάσος.
4. Το Ένδυμα είναι μια Απάτη
Ο Ντουά, ο αρχηγός, πέρασε κάτω απ’ τις λεύκες, ο τίγρης πέρασε μέσα απ’ τους θάμνους.
Ύστερα ο τίγρης πέρασε κάτω απ’ τις βελανιδιές, ο Ντουά πέρασε μέσα απ’ το λιβάδι.
Τώρα φτάνουν μαζί στη δροσοπηγή.
Ο Ντουά εκτοξεύει με άνεση μια βαριά πέτρα.
Ο τίγρης σκέπτεται: είμαι νεκρός, και μπήγει τα σκληρά του νύχια στο στομάχι του Ντουά.
Πέφτουν.
Ο Ντουά σπρώχνει τ’ άντερά του μέσα και δένει το στομάχι του με κληματσίδες.
Το στομάχι φούσκωσε και χαράχτηκε με μελανιές, και οι κληματσίδες διαλύθηκαν.
Ο Ντουά λέει: δεν μπορώ να γυρίσω στη φυλή μου με τα σημάδια του τίγρη στο στομάχι μου.
Σκέφτεται επίσης ότι δεν θα ήθελε να πάει να αντλήσει νερό απ’ το ποτάμι με τις γυναίκες, ούτε να τον εμπαίζουν οι νεότεροι αδερφοί του, και τρώει το βοτάνι που τα καθαρίζει όλα.
Με τη γούνα του τίγρη κρύβει την τρύπα στο στομάχι του.
Επιστρέφει στο χωριό, διατάζει να χτυπήσουν το ταμπούρλο.
Όλοι τρέχουν. Λέει: «Είμαι ο αρχηγός σας».
Όλοι: «Είσαι ο αρχηγός μας».
–«Ο αρχηγός μοναχά θα φοράει τη γούνα του τίγρη, οι υπόλοιποι θα παραμείνουν γυμνοί».
Και είπε ξανά –«Πηγαίνετε τώρα, ο αρχηγός θα μείνει μόνος».
Και φύγαν.
Αργότερα έκοψε το λαιμό του με μια πέτρα: μετά απ’ αυτό είδαν την τρύπα στο στομάχι του.
5. Το Ένδυμα είναι μια Απάτη
Τρεις αδερφοί, ο Φι, ο Νταφί κι ο Νταφιντά, κατοικούν στο χωριό με τις ψηλές καλύβες.
Ο Φι περπατώντας απομακρύνεται και φτάνει στις χαμηλές καλύβες.
Πηγαίνει στον αρχηγό.
Βλέπει τη γυναίκα του.
Την επιθυμεί (κι αυτό το βλέπουν όλοι, καθώς είναι γυμνός).
Ο αρχηγός σκοτώνει τον Φι.
Ο Νταφί ακολουθώντας στη λάσπη τις πατημασιές του αδερφού του, φτάνει στο χωριό.
Ένα κεφάλι είναι καρφωμένο σ’ ένα παλούκι. Τρομάζει.
Κατόπιν έρχεται ο Νταφιντά, ο Νταφιντά που, με μια ασπίδα από φλοιό στο στομάχι του, βγαίνει να κυνηγήσει φίδια.
Να ‘τον που φτάνει στο χωριό με τις χαμηλές καλύβες, μπροστά ο αρχηγός, η ασπίδα από φλοιό στο στομάχι του.
Λοιπόν! Τώρα πάει να ξεγελάσει τον αρχηγό και να κατακτήσει τη γυναίκα του αρχηγού.
Κι εσείς οι υπόλοιποι τώρα γνωρίζετε επίσης την ιστορία. Να μην εμπιστεύεστε τον λευκό, γιατί ο λευκός άνθρωπος πλησιάζει ντυμένος.
6. Η Καταγωγή των Μικροβίων
Στην απαρχή των απαρχών, ο Θεός ρώτησε τον πατέρα των ανθρώπων ποιο ζώο επιθυμεί να έχει κοντά του.
«Πφφ!», είπε ο πατέρας των ανθρώπων, «όσο πιο μικρό τόσο το καλύτερο».
«Καλώς», είπε ο Θεός και του έδωσε τον ψύλλο.
Και από τότε τον ρουφάν οι ψύλλοι∙ ο μαύρος άνθρωπος, δεν είπε τίποτα, αλλά μια μέρα, ο λευκός άνθρωπος κουρασμένος, ζήτησε απ’ το Θεό να πάρει τους ψύλλους.
Ο Θεός είπε: «Ποιο ζώο θέλεις κοντά σου;».
«Όσο πιο μικρό τόσο το καλύτερο», είπε ο λευκός άνδρας, πιστεύοντας πως δεν υπάρχει ζώο πιο μικρό απ’ τον ψύλλο.
«Καλώς», είπε ο Θεός, και οι μάγοι των λευκών είπαν πως ο Θεός έβαλε πάνω στα κορμιά τους ζώα τόσο πολύ μικρά που μόνο εκείνοι μαθαίνουν να τα διακρίνουν, και αν αυτά τα ζώα συναθροιστούν στο στήθος, εμποδίζουν τον λευκό άντρα ν’ αναπνεύσει και τον κάνουν να πεθάνει.
«Εμείς λέμε: το πιο μεγάλο ζώο είναι το καλύτερο, και το πιο μεγάλο ζώο είναι ο ελέφαντας, και ο ελέφαντας είναι ο καλύτερος». Και ο ελέφαντας είναι κοντά μας.
7. Ο Λευκός είναι Ψεύτης
Η Λεοπάρδαλη!
Γρήγορα ο ουραγκοτάγκος ορμά σ’ έναν δέντρο, κρέμεται, από τα πίσω σκαρφαλώνει προς τα πάνω.
Ωχ! (δεν προσέχει)∙ το κεφάλι του χτυπάει στο πιο χαμηλό κλαρί.
Θα πονέσει, και τότε αυτό θα συμβεί… Τί;
Αυτό συμβαίνει την επαύριο: το χειμερινό του τρίχωμα πέφτει, ύστερα το θερινό του τρίχωμα.
Τώρα είναι γυμνός και έχει γίνει άνθρωπος.
«Αυτοί είναι βέβαια οι προγόνοι της φυλής σας, είπε ένας λευκός που άκουγε.
Λευκέ άντρα, απάντησαν οι ιερομάντεις μας, η γλώσσα σου ψεύδεται.
Στις δικές μας χώρες δεν υπάρχουν ουραγκοτάγκοι.
Αυτός ο άνθρωπος είναι πρόγονος των Οουγκί απ’ τους Ουολώφ».
8. Το Μερμήγκι και τ’ Αστέρι
Ένα μερμήγκι περπατούσε προς ένα αστέρι.
Ένας άνθρωπος το βρήκε στο δρόμο του.
«Πού πας;», το ρώτησε, και το συνέθλιψε.
Μάλιστα!
Ήταν ένας μέθυσος αλλά να… τώρα:
Τί θα είχε γίνει αυτό το μερμήγκι;
9. Η Καταγωγή των Μικρών Ποδιών στις Κινέζες Γυναίκες
Ο Σεν πηγαίνει στο συζυγικό κρεβάτι, έχοντας επιθυμία για τη γυναίκα του.
Τώρα, η γυναίκα του Σεν απουσιάζει∙ ιδού η καταγωγή των μικρών ποδιών στις Κινέζες γυναίκες∙ διότι, αφηγούνται, πως ο Σεν θύμωσε τόσο πολύ που έκλεισε σε δερμάτινα σακούλια τα μικρά πόδια των κοριτσιών του σπιτιού του.
Δεν μπόρεσαν όλη τους τη ζωή να τα ξεφορτωθούν.
Τα πόδια τους δεν μεγαλώνουν πια. Μένουν στο σπίτι και ο Σεν έχει όσες γυναίκες επιθυμεί.
Πολλοί άνδρες μιμήθηκαν τον Σεν.
10. Η Καταγωγή των Ηπείρων
Εν αρχή ο Θεός δημιούργησε τη γη∙ πάνω της τοποθέτησε τη ζωή.
Ό,τι πλησίαζε η ζωή ζωντάνευε∙ έγινε ο άνθρωπος.
Αλλά οι λαοί έγιναν τόσο πολυάριθμοι ώστε η μισή γη αποσχίστηκε και την κατάπιε το νερό.
Ο Θεός στοχάστηκε κι έτσι δημιούργησε το θάνατο. Όταν το βάρος των λαών γίνεται πολύ μεγάλο, τότε ο θάνατος έρχεται και σκοτώνει.
11. Η Καταγωγή της Μαντείας
Ο Ντιβά κράτησε το κεφάλι της γυναίκας του μέσα στον καπνό ενός χλωρού ξύλου. Την έπνιξε για να την φάει.
Καθώς ακόνιζε την πέτρα πάνω στην πέτρα για να την τεμαχίσει, να που τον πιάνει φόβος. Γιατί εκείνη δεν έχει πια την όψη ούτε ζωντανής ούτε πεθαμένης.
Και εκείνη είπε στον Ντιβά τις κρυφές πράξεις κι ότι ήταν αυτός που σκότωσε τον Αμπντά προχθές, στο δάσος, και το μέλλον, και ότι ο θάνατός του θα έρθει πριν ο ήλιος κοιμηθεί.
Και άλλοι άνθρωποι ήρθαν, έμαθαν αυτά τα πράγματα, και άλλα πράγματα που έκαναν πίσω απ’ τα δέντρα.
Και από τότε, ο Ντουά φοβάται, οι μαύροι φοβούνται, όλοι οι άνθρωποι φοβούνται.
Γιατί υπάρχει κάποιος που είναι καλά κρυμμένος και μας βλέπει.