Ανακαλώ μ’ ευκολία στη μνήμη

τα χρόνια τότε που παιδί ακόμα –κορίτσι–

πολλά μοναχικά βράδια,

όταν ντυνόταν ο ουρανός τα μαύρα του,

και άπειρα χρυσά στίγματα γυάλιζαν στο απέραντο

και το μεγάλο νυχτερινό φανάρι φώτιζε την πλάση,

κοιτούσα εκείνο το εκτυφλωτικό φεγγάρι

καθώς με τη μελαγχολία της παιδικής ηλικίας

φανταζόμουν τον μελλοντικό μεγάλο μου έρωτα

υπήκοο της ίδιας σελήνης,

κάτω απ’ τον ίδιο ουρανό με μένα

να μαγεύεται την ίδια ώρα απ’ τα ίδια άστρα.

 

Θυμάμαι νύχτες ξάστερες, καλοκαιρινές,

στα πρώτα μου νιάτα ­–τα ωραία–

όταν κρυφά στο μπαλκόνι, μ’ ένα μοναδικό

πακέτο Marlboro γεύση μέντα

–αγορασμένο ένα ανοιξιάτικο βράδυ

από περίπτερο της Πανεπιστημίου–

φυσούσα τον καπνό να διαλυθεί παιχνιδίζοντας

πλάι στην εικόνα του ίδιου φεγγαριού,

που απαράλλαχτα κι αδιάφορα

αστράφτει με δανεικό φως, δισεκατομμύρια χρόνια τώρα.

Κι από κάτω ασυγχώρητοι οι άνθρωποι,

κορμιά που φεύγουν –πάντα φεύγουν.

 

Απόψε δεν μπόρεσα να δω

την πανσέληνο καθαρά.

Ο Βρετανικός ουρανός συννεφιασμένος,

δεν άφησε το φεγγάρι να λάμψει

με τη μεγαλοπρέπεια της ελλειπτικής του τροχιάς.

Δεν ξέρω ποιον, σε ποια γωνιά της γης,

που μου ‘χει ταγμένο το μέλλον.

κρατάει αιχμάλωτο τούτο το βράδυ το ίδιο φεγγάρι,

Είμαστε οι άνθρωποι μοναχικά πλάσματα,

ξεχασμένα πάνω σ’ ένα βράχο λουσμένο στο φως,

μόνιμα υποκείμενο της παλίρροιας,

που περιφέρεται άοκνα στο σύμπαν.

Τίποτ’ άλλο.