Το φως της λάμπας ήταν εκτυφλωτικό. Έπρεπε να κρατάει τα μάτια χαμηλά, γιατί έτσι κι επιχειρούσε να τα σηκώσει στην ευθεία τότε αμέσως θάμπωναν και την πονούσαν. Η καρέκλα άβολη, ξύλινη, κάθισμα με τριμμένη δερματίνη∙ πουθενά ν’ ακουμπήσει τα πόδια. Το σιδερένιο τραπέζι μπροστά της λεκιασμένο από τον καιρό και τη χρήση, σιχαινόταν να τ’ αγγίξει. Πάνω του αραδιασμένα μια σειρά από αντικείμενα: μια αποξηραμένη ανθοδέσμη τυλιγμένη σε πράσινη ψάθα∙ ένα μικρούτσικο, πλακέ, μαύρο κουτάκι με ξυλομπογιές∙ μια μεγάλη στρογγυλή γυάλα, άδεια από νερό ή ψάρι, γεμάτη με βότσαλα, κοχύλια και το ακρωτηριασμένο κεφάλι ενός κέρινου Βούδα∙ ένα σετ κίτρινα εσώρουχα Hello Kitty∙ ένας μαύρος πλεχτός σκούφος του Πολεμικού Ναυτικού∙ μια στοίβα βιβλία. Δεν ήταν δεμένη, αλλά το ένιωθε πως δεν την έπαιρνε να κινηθεί. Κοίταξε αριστερά την αντανάκλασή της στο μεγάλο τζάμι. Χλωμή, αδυνατισμένη, με μαύρους κύκλους κάτω απ’ τα μάτια. Μαλλιά τρεις μέρες άλουστα, σε αλογοουρά. Φορούσε το μαύρο της πουλόβερ, αυτό που είχε κεντημένη με καλλιγραφικά γράμματα τη λέξη «LonDon» και κόκκινες καρδούλες. Όχι ακριβώς η τελευταία λέξη της μόδας. Έκλεισε τα μάτια να μην την τυφλώσει η λάμπα και έριξε το κεφάλι πίσω. Ένιωθε τους δυο άντρες που κάθονταν απ’ την άλλη πλευρά του τραπεζιού να γίνονται ανυπόμονοι. Ο ένας ψηλός, με γυαλιά, φορούσε κοτλέ παντελόνι, πουκάμισο και σακάκι χωρίς γραβάτα∙ συγκαταβατικός. Ο άλλος, μετρίου αναστήματος, με μαύρο τζιν και μαύρο μακό, γένια μερικών ημερών κι ένα σαρκαστικό μειδίαμα στα χείλη. Δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα απ’ τα μάτια τους, το βλέμμα τους κενό κι ανέκφραστο, κοιτούσαν μόνο μπροστά κι έμοιαζε σαν να μην την βλέπουν καν.
«Άντε. Πάμε πάλι∙ 18 Μαρτίου 2007, πώς άρχισε; Όσες πιο πολλές λεπτομέρειες μπορείς να θυμηθείς».
Είχε κουραστεί να λέει τα ίδια και τα ίδια. Ένιωθε λες και τα είχε ήδη πει εκατομμύρια φορές∙ χωρίς σταματημό, χωρίς ανάσα. Κατέβασε το κεφάλι και ξανάνοιξε τα μάτια. Το στόμα της ήταν ξερό, και είχε μια άσχημη μεταλλική γεύση.
Ξανάπιασε την ιστορία απ’ την αρχή: «Στις εντεκάμισι το βράδυ χτύπησε το τηλέφωνο∙ το κινητό μου. Το περίμενα. Του είχα τηλεφωνήσει εγώ νωρίτερα, δεν θυμάμαι για ποιο λόγο». Έκανε παύση. «Μου είπε… μου είπε: ‘Λέω να πάω μέχρι την Μάκρη, έρχεσαι;’. Κανονικά θα είχα πει όχι, είχα κάθε λόγο να πω όχι και κανένα λόγο να πω ναι. ‘Ναι’, του είπα. Μου είπε πως θα περάσει σε είκοσι λεπτά να με πάρει».
«Και τότε;», την ρώτησε ο ψηλός ανυπόμονα.
«Έτρεξα στο μπάνιο∙ έκανα ένα ντους, ξύρισα τα πόδια μου, φόρεσα καθαρά εσώρουχα, ένα σλιπ μπεζ, με φούξια και γαλάζιες και πράσινες ρίγες, ένα φανελάκι μαύρο, με δαντέλα στο ντεκολτέ και το χοντρό πράσινο το πουλόβερ μου, εκείνο που τσιμπάει άσχημα. Γι’ αυτό φορούσα το φανελάκι∙ τσιμπάει άσχημα αυτό το πουλόβερ. Και το τζιν μου το levis, το είχα ήδη σχεδόν λιώσει τότε. Κι εκείνες τις μπότες τις χακί. Χακί; Όχι ακριβώς. Δεν νομίζω ότι υπάρχει όνομα γι’ αυτό το χρώμα. Πρασινοειδές. Ήταν ίσιες, μαλακές, με στρογγυλή μύτη, και λουριά στο πλάι, και…».
«Παρακάτω», την έκοψε αυτός με το μακό απότομα.
«Ύστερα ήρθε κάτω απ’ το σπίτι μου. Κατέβηκα στο δρόμο, μπήκα στο αυτοκίνητο –είχε το παλιό αυτοκίνητο– και φύγαμε. Δεν θυμάμαι τη διαδρομή, δεν την θυμάμαι καθόλου. Θυμάμαι μόνο να φτάνουμε στην παραλία. Σε μια παραλία, δεν ξέρω την περιοχή τόσο καλά. Αριστερά μας το ξωκλήσι πάνω στο βράχο. Δεξιά ο μόλος. Μπροστά μας η θάλασσα. Νομίζω καθίσαμε στο αυτοκίνητο στην αρχή. Μπορεί να έκλαψα λίγο, δεν θυμάμαι. Ύστερα μου είπε ‘Πάμε να περπατήσουμε’. Άφησα τα πράγματά μου στ’ αυτοκίνητο και βγήκαμε έξω. Ήμουν ντυμένη βαριά, αλλά έκανε κρύο. Έτρεμα. Περπατήσαμε μέχρι το μόλο. Έλεγα συνεχώς τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια, αυτά που έλεγα τότε. Καμιά πρωτοτυπία. Μετά κουράστηκα. Καθίσαμε λίγο κάτω στο τσιμέντο. Ήμουν τόσο κουρασμένη∙ απ’ όλες τις απόψεις∙ ξάπλωσα κατάχαμα και κοιτούσα τον ουρανό∙ ήταν κατασκότεινος, δεν έβλεπα αστέρια. Ξάπλωσε δίπλα μου, κεφάλι με κεφάλι. Ένιωθα τη ζεστασιά απ’ το κορμί του. ‘Θέλω να βγάλω τα ρούχα μου και να βουτήξω στη θάλασσα’, είπα. Το εννοούσα… πως το ήθελα. Μου είπε: ‘Αν βουτήξεις στη θάλασσα τώρα θα πάθεις καρδιακή προσβολή και θα πνιγείς’. Δεν μ’ ένοιαζε. Το στριφογύρισα στο μυαλό μου πολύ ώρα. Αλλά δεν βούτηξα∙ φυσικά δεν βούτηξα. Σηκωθήκαμε από κάτω, προχωρήσαμε μέχρι το εκκλησάκι. Μου άνοιξε την πόρτα και μπήκαμε μέσα. Ίσως ανάψαμε ένα κερί. Ήταν σαρακοστή, η εκκλησία ήταν διακριτικά στολισμένη∙ γύρω απ’ τις εικόνες είχαν πλεγμένα λουλούδια που μοσχοβολούσαν. Φρέζες. Άσπρες φρέζες. Καθίσαμε πλάι-πλάι. Ακόμα έλεγα τα ίδια, τα ίδια απίστευτα στριφογύριζαν στο μυαλό μου. Το κεφάλι μου κόντευε να σπάσει. Κάτσαμε εκεί για ώρες. Μου κρατούσε το χέρι, κρύωνα, είχε πολύ κρύο».
«Πότε έγινε ο έλεγχος;», την ρώτησε αυτός με τα γένια.
«Ναι, ο έλεγχος. Ήταν… τρεις και μισή; Κοντά τέσσερις το πρωί, κάπου εκεί τέλος πάντων. Η πόρτα της εκκλησίας άνοιξε και μπήκαν δυο αστυνομικοί, νομίζω∙ ήταν τελείως σκοτεινά, και δεν ένιωθα καλά. Τρόμαξα, αλαφιάστηκα. Εκείνος δεν ταράχτηκε καθόλου. ‘Καλημέρα σας, όλα καλά;’, τους είπε με απόλυτη ψυχραιμία. Κόμπιασαν, κοντοστάθηκαν, τα ‘χασαν εκείνοι πιο πολύ από εμάς. ‘Καλά, όλα καλά. Δικό σας είναι το αμάξι έξω;’, μας ρώτησαν, εκείνος πάλι εντελώς φυσικά απάντησε: ‘Ναι, δικό μας, υπάρχει κάποιο πρόβλημα;’. Πάλι δεν ήξεραν τί να πουν. ‘Όχι, όχι, κανένα πρόβλημα, κανένα’, μάλλον με κάποιο τρόπο υπονόησαν ότι έπρεπε να φύγουμε. Εκείνος τους χαιρέτισε ευγενικά και έφυγαν αυτοί αντί για μας».
«Τί είχε γίνει;», πίεσε ο ψηλός.
«Τίποτα. Τίποτα δεν είχε συμβεί ακόμα. Δεν υπήρχε κανένας ουσιαστικό λόγος για τον έλεγχο. Απλά καθόμασταν εκεί, δεν ενοχλούσαμε κανέναν. Όταν έφυγαν η αδρεναλίνη μου είχε χτυπήσει κόκκινο. Με ρώτησε αν με τρόμαξαν. Είπα ότι πρέπει ίσως να φύγουμε, εκείνος μου είπε πως δεν υπάρχει λόγος να βιαστούμε. Μα ήταν ήδη σχεδόν τέσσερις το πρωί. Έκατσα πάλι. Συνεχίσαμε να μιλάμε. Και μετά δεν ξέρω πώς έγινε. Δεν ξέρω να σας πω πώς έγινε. Με πήρε αγκαλιά. Ήταν για παρηγοριά, τίποτα άλλο. Με φίλησε στο μάγουλο, τον φίλησα κι εγώ, ξανά, κάποιου το πρόσωπο γύρισε μερικές μοίρες. Το δικό του; Το δικό μου; Δεν ξέρω να σας πω. Θυμάμαι ότι τον φίλησα στην άκρη των χειλιών. Και μετά απλά βρεθήκαμε να φιλιόμαστε κανονικά. Δεν ξέρω πώς έγινε. Έγινε απλά. Όπως αναπνέεις. Δεν είναι πως δεν το είχα σκεφτεί∙ δεν θα πω πως δεν μου είχε περάσει απ’ το μυαλό, αλλά δεν έγινε σκόπιμα. Απλά συνέβη. Με κρατούσε και με φίλαγε. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ όσο ζω. Δεν έζησα ποτέ τίποτα πιο ωραίο. Δεν υπήρξε ποτέ πιο ωραίο πρώτο φιλί. Ό,τι κι αν έγινε μετά, αυτό δεν θα το ξεχάσω∙ δεν μπορώ να το ξεχάσω».
«Κι ύστερα;». Το έβλεπες, είχαν κι αυτοί κουραστεί. Τα είχαν ήδη ακούσει πολλές φορές και άκρη δεν έβγαινε.
«Ύστερα σηκωθήκαμε όρθιοι∙ φιλιόμασταν ακόμα. Και ξαφνικά κάτι παράξενο έγινε. Ένιωσα να μην μ’ αγγίζει ενώ με φιλούσε ακόμα. Τραβήχτηκα να δω τί συμβαίνει. Με τα χέρια ψηλά διηύθυνε μια αόρατη ορχήστρα. Γέλασα, είχα μήνες να γελάσω έτσι. Μου είπε ότι δεν το πιστεύει, ότι δεν μπορεί να το πιστέψει πως με κρατάει στα χέρια του. Δεν νομίζω πως απάντησα κάτι. Μου έδωσε ένα από τα λουλούδια που στόλιζαν την εικόνα της Παναγίας. Το έχω ακόμα φυλαγμένο».
«Και μετά;».
«Μετά έπρεπε να γυρίσουμε σπίτι. Είχαμε ήδη μείνει έξω απ’ τα εγκόσμια πολύ. Ξημέρωνε η 19η Μαρτίου 2007». Κατέβασε πάλι το κεφάλι. Δεν ήθελε να πει άλλο τίποτα.
«Σας ψάχνανε». Δεν ήταν ερώτηση.
«Σας είπα, είχα αφήσει τα πράγματά μου στο αυτοκίνητο, το τηλέφωνό μου ήταν εκεί. Όταν βγήκαμε απ’ την εκκλησία το βρήκα κλειστό, βλέπετε, οι γονείς μου είχαν τηλεφωνήσει άπειρες φορές. Προσπάθησα να το ανοίξω αλλά η μπαταρία ήταν νεκρή. Πήρα απ’ το δικό του τηλέφωνο στο σπίτι μου. Μου απάντησε η μητέρα μου με μια επίφοβη, απειλητική παγερότητα. Μου είπε να γυρίσω σπίτι αμέσως και πως θα τα λέγαμε εκεί. Ο καθένας μπορεί να καταλάβει τί σημαίνει αυτό».
«Εκείνος πώς αντέδρασε;».
«Δεν νομίζω ότι εκείνος μπορούσε να καταλάβει. Νομίζω πως ήταν ευτυχισμένος χωρίς όριο. Ίσως κάνω λάθος. Απλά ερμηνεύω. Αλλά είμαι σίγουρη, δεν μπορούσε να καταλάβει. Με πήγε σπίτι φυσικά. Είχε πάει έξι το πρωί, ή ίσως κι ακόμα πιο αργά. Ο δρόμος είχε πήξει απ’ την κίνηση. Έφτασα σπίτι μετά τις επτά. Με περίμενε η ίδια παγωμένη σιωπή. Μομφή. Συγκαλυμμένη απειλή. Πώς τόλμησα να τους ανησυχήσω έτσι; Πώς τόλμησα. Πάντα αυτό ήταν το θέμα. Πώς τόλμησα εκείνο, ή το άλλο. Εννοώ… για μένα πάντα αυτό ήταν το θέμα. Μετά η μητέρα μου με έστειλε να τρίψω το μπάνιο. Για τιμωρία; Τιμωρία ναι. Και κόντευα τα είκοσι δυο τότε. Έτριβα τα πλακάκια με μια οδοντόβουρτσα και δεν μ’ ενοχλούσε. Το μυαλό μου ήταν για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό ανάλαφρο. Τραγουδούσα, Let’s Live for Today∙ φωναχτά. Αργότερα εκείνη τη μέρα ήρθε με το ταχυδρομείο η απόρριψη της αίτησής μου για μεταπτυχιακές σπουδές στην Οξφόρδη. Δεν μ’ ένοιαξε καθόλου. Δεν με άγγιξε το γεγονός, το προσπέρασα σαν να μην είχε καμιά σημασία. Του το είπα πιο μετά στο τηλέφωνο. Μου είπε ότι δεν θα μπορούσε να μην χαρεί που δεν φεύγω. Δεν ήξερε ότι ο χρόνος ήδη μέτραγε αντίστροφα. Δεν είμαι σίγουρη ότι το ήξερα κι εγώ εκείνη τη στιγμή».
«Αλλά έφυγες», είπε ο ψηλός.
«Πολύ αργότερα. Έφυγα, ναι, δεν υπήρχε άλλος δρόμος για μένα εκτός απ’ αυτόν που είχα σχεδιάσει μέσα στο κεφάλι μου. Μόνο να φεύγω ήξερα. Δεν είχα μάθει αλλιώς. Δεν πίστευα στην ευτυχία. Η προοπτική της ευτυχίας απειλούσε να με καταπιεί. Άνοιγε την πόρτα στην προοπτική της αποτυχίας κι αυτή η αποτυχία μπορούσε τόσο εύκολα να με συνθλίψει. Την φοβόμουν τόσο την αποτυχία. Γι’ αυτό φοβόμουν και την ευτυχία». Ήταν πια εντελώς εξαντλημένη, με δυσκολία κρατούσε το κεφάλι της στη θέση του.
«Έχω εδώ μια δήλωσή σου: ‘Εγώ του χρόνου θα φύγω∙ δεν μπορώ να είμαι δεμένη με τίποτα εδώ’. Το είπες;».
«Ναι, το είπα, αλλά όχι εκείνη τη μέρα. Αργότερα, μήνες μετά. Είμασταν στο κρεβάτι γυμνοί∙ μπλε τοίχοι, όλο το δωμάτιο ένα μπλε φως. Με κρατούσε αγκαλιά. Τότε το είπα πρώτη φορά. Μου απάντησε ότι έχουμε ακόμα καιρό. ‘Βλέπουμε’. Δεν ήθελα ν’ ακούσω τίποτα. Δεν ήμουν σε θέση». Η φωνή της έσπασε. Ένιωσε τα μάτια να υγραίνουν λίγο∙ κατάπιε τα δάκρυα και συνέχισε. «Όμως αυτό έγινε μετά. Εκείνη τη μέρα, 19 Μαρτίου, κοιμήθηκα λίγο και το απόγευμα βρεθήκαμε. Στην Ακρόπολη, στο σταθμό του μετρό. Ανέβαινα με την κυλιόμενη σκάλα και με περίμενε εκεί, μπροστά απ’ τις προθήκες με τα αρχαιολογικά ευρήματα. Κάναμε μια βόλτα, περπατήσαμε λίγο στην Αρεοπαγίτου, καθίσαμε σ’ ένα πεζούλι. Κρατιόμασταν χέρι-χέρι. Φιλιόμασταν. Λέγαμε αστεία. Είχε ελαφρύνει η καρδιά μου. Μετά περάσαμε απ’ το σπίτι του, πήραμε το αυτοκίνητο και καταλήξαμε στην Γλυφάδα∙ φάγαμε μια κρέπα, κάτι με μπισκότο, και σοκολάτα, και σαντιγί. Και ύστερα πάλι στ’ αμάξι. Παρκαρισμένο μπροστά από κάτι δεντράκια στην παραλιακή. Είχα καθίσει πάνω του, στη θέση του οδηγού και τον φιλούσα. Είχε πάρει φωτιά το σώμα μου∙ δεν είχα ξανανιώσει έτσι, ποτέ πριν. Μετά με πήγε σπίτι πάλι. Ήμουν ήδη υπό επιτήρηση λόγω της προηγούμενης νύχτας. Λες κι έχω περάσει όλη τη ζωή μου σε επιτήρηση. Τα πάντα να με πιέζουν πάντα από παντού και πάντα να πρέπει να συμμορφωθώ με τα όρια που θέτουν οι άλλοι…».
«Ωραία. Αρκεί», την διέκοψε ξανά ο ψηλός. «Πάμε λίγο πίσω. Πες μας για τη μέρα που τον γνώρισες». Ακούστηκε σαν εντολή. Ήταν εντολή.
«Λοιπόν… ήταν απόγευμα, λίγο μετά τις πέντε, στις 22 Νοεμβρίου του 2005. Στην αίθουσα 209, στο Πάντειο. Κάτι είχε συμβεί νωρίτερα και είχα αργήσει για τη συνάντηση∙ ήμουν θυμωμένη, έξαλλη από θυμό. Έξω ήταν εντελώς σκοτεινά, κι έβρεχε. Ήμουν ντυμένη στα μαύρα, κατάμαυρα. Μέσα στο δερμάτινο παλτό μου έκρυβα ένα φούξια αρκουδάκι, το είχα σκεπάσει για να μην βραχεί. Μπήκα μέσα στην αίθουσα μεγαλοπρεπώς, τα τακούνια μου χτυπούσαν στο πάτωμα, και δήλωσα μεγαλόφωνα ότι είμαι έξω φρενών. Προχώρησα και τον είδα. Είχαμε μιλήσει λίγο πριν στο τηλέφωνο, του είχα δώσει οδηγίες για να μας βρει. Πήγα και συστήθηκα: ‘Γεια, είσαι ο…; Είμαι…’. Απολογήθηκα για την τσαντίλα. Εκείνη την ώρα μου έφταιγε όλος ο κόσμος, αλλά δεν έφταιγε εκείνος. Έπειτα έκατσα οκλαδόν σε ένα έδρανο κρατώντας το αρκουδάκι στην αγκαλιά μου για παρηγοριά. Έτσι τον γνώρισα».
«Ήταν αυτή η πρώτη φορά;».
«Όχι, δεν ήταν η πρώτη φορά, μα την πρώτη φορά δεν τη θυμάμαι. Τη θυμόταν εκείνος… Κάποτε μου την αφηγήθηκε. Γενάρης του 2004. Νομίζω 15 Ιανουαρίου. Στο Πάντειο και τότε, στην αίθουσα Σάκης Καράγιωργας. Είχε έρθει για να παρακολουθήσει μια απ’ τις προβολές της Κινηματογραφικής Λέσχης. Ίσως ήταν Η Φλόγα που Τρεμοσβήνει του Λουί Μαλ, αλλά μπορεί να κάνω και λάθος. Φορούσα μια μαύρη φούστα κι ένα κόκκινο πουλόβερ, εκείνος μου το θύμισε. Είχαμε μόλις πάρει πίσω βαθμολογημένες τις τελευταίες μας εργασίες και ήμουν πανευτυχής με το αποτέλεσμα. Πρέπει η ευτυχία να έλαμπε στο πρόσωπό μου, να ακτινοβολούσα ολόκληρη, αλλιώς δεν ξέρω πώς μπορούσε να το θυμάται τόσα χρόνια μετά. Σταμάτησα να μιλήσω σε μια κοινή μας γνωστή. Εκεί με είδε. Δεν πιστεύω ότι μας σύστησε κανείς. Δεν το λες γνωριμία αυτό».
«Και το καλοκαίρι του 2006…»
«Όχι! Δεν πηγαίνω εκεί. Για το καλοκαίρι του 2006 δεν θα μιλήσω. Δεν έχει σχέση με την υπόθεση άλλωστε. Όχι. Το καλοκαίρι του 2006 ανήκει αλλού». Ίσιωσε την πλάτη της, και κοίταξε τον ψηλό κατευθείαν στα μάτια. Δεν σκόπευε να υποχωρήσει σ’ αυτό. Οι δυο άντρες ζύγισαν τις πιθανότητες. Την αναγκαιότητα. Ξανακοίταξαν τα χαρτιά τους. Δεν υπήρχε λόγος να το πιέσουν. Καμιά φορά πρέπει να πηγαίνεις με τα νερά του μάρτυρα.
«Του είπες ότι δεν ήσουν ποτέ ερωτευμένη μαζί του».
«Το είπα. Έχω πει πολλά πράγματα, κάποια που ίσχυαν τότε και δεν ισχύουν πια, κάποια που δεν ίσχυαν ποτέ, υπάρχουν πολλά πράγματα απλά δεν τα είπα μέχρι που ήταν αργά. Έχουν περάσει τέσσερα χρόνια και σας αφηγούμαι το πρώτο μας φιλί με εμμονική λεπτομέρεια. Μετράει αυτό λιγότερο από εκείνη τη δήλωσή μου; Δεν ξέρω». Μετά απ’ αυτό έπεσε μια σιωπή παγωμένη. Ματιές ανταλλάσσονταν, αλλά κανείς δεν μιλούσε.
«Νομίζεις ότι αυτό αρκεί;».
«Όχι. Όχι, φαντάζομαι δεν αρκεί. Δεν έχει σημασία τώρα πια. Αλλά δεν ζήτησα άφεση από εσάς. Δεν ζήτησα άφεση από κανέναν. Τα λάθη μου τα πληρώνω μόνη μου. Ό,τι είπα, κι ό,τι έκανα το έχω βρει μπροστά μου. Πάντα μπροστά μου. Γιατί μου το κάνετε αυτό; Τί νόημα έχει; Κανένα νόημα πια. Αφήστε με. Αφήστε με». Έκλαιγε. Όχι δυνατά, με τίποτα θεαματικούς λυγμούς. Αυτό το κακόμοιρο κλάμα, που τα δάκρυα τρέχουν χωρίς να μπορείς να τα συγκρατήσεις, που ξεχύνονται από τις άκρες των ματιών και στάζουν απ’ το πηγούνι, η μια θολή, αλμυρή σταγόνα πίσω απ’ την άλλη.
«Ήρεμα. Δεν στο κάνουμε εμείς αυτό. Εμείς κάνουμε μόνο ερωτήσεις. Εσύ θυμάσαι». Αυτός με τα γυαλιά. Τον κοίταξε με μίσος. Έσφιξε τις γροθιές της μέχρι που τα νύχια της μπήχτηκαν στο κρέας. «Ήρεμα», της είπε ξανά. «Δεν θέλεις να βγει η κατάσταση εκτός ελέγχου. Πες μας για τον Δεκέμβρη του 2007».
«Ήταν κόλαση». Έφτυσε τις λέξεις μέσα απ’ τα δόντια της. «Κόλαση. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Δεν έτρωγα. Θυμάμαι… προχωρούσα στο δρόμο, στην άκρη του δρόμου, κάτω απ’ το πεζοδρόμιο πάντα, έβλεπα τα διερχόμενα αμάξια και προσευχόμουν ‘Θεέ μου, κάνε αυτό το αυτοκίνητο να στρίψει τώρα καταπάνω μου, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ’. Αλλά ποτέ δεν έστριβε. Κι εγώ ήμουν πολύ αδύναμη για να κάνω την κίνηση που ευχόμουν πράξη. Δεν ήταν το ένστικτο αυτοσυντήρησης που με κρατούσε. Ήταν μια πλήρης παραίτηση. Ήμουν τόσο παραιτημένη απ’ τα πάντα που δεν μπορούσα ούτε το τέλος να δώσω, μόνο να εύχομαι να έρθει μοναχό του. Δεν μπορούσα να επικοινωνήσω. Δεν ήθελα να προσπαθώ. Δεν μπορούσα να κάνω κάτι να τ’ αλλάξω. Κάθε μέρα που ξεκινούσε ήταν ένας εφιάλτης. Κάθε στιγμή της ημέρας∙ χωρίς καμία εξαίρεση».
«Και λοιπόν; Τί έκανες;», την ρώτησε ήρεμα αυτός με τα γένια.
«Αρπάχτηκα απ’ τα μαλλιά μου. Απ’ την μόνη διέξοδο που μπόρεσα να βρω. Δεν είμαι υπερήφανη γι’ αυτό. Ήθελα αυτή η σχέση να τελειώσει, και δεν ήμουν ικανή να το κάνω με κανέναν άλλο τρόπο. Είχα προσπαθήσει ξανά και είχα σταθεί παντελώς ανίκανη. Με πονούσε πάρα πολύ. Έμπαινε μέσα στο μυαλό μου. Δεν ήθελα κανέναν μέσα στο μυαλό μου τότε. Δεν ήθελα να εξαρτώμαι από κανέναν. Ήθελα να είμαι μόνη μου. Διάλεξα τον χειρότερο δυνατό τρόπο να το κάνω. Το μετάνιωσα σχεδόν αμέσως, αμέσως μόλις το είχα καταστήσει αναπόφευκτο. Θυμάμαι εκείνο το βράδυ που ήρθε κάτω απ’ το σπίτι μου και ζήτησε να μου μιλήσει. Κατέβηκα με τη νυχτικιά και μια μπλε ρόμπα∙ μου είπε ότι μ’ αγαπάει. Δεν χρειαζόταν. Δεν υπήρχε αμφιβολία γι’ αυτό. Μου το έλεγε πάντα, και τον τελευταίο καιρό του απαντούσα μόνο ‘Το ξέρω’. Μου είπε ότι θέλει να είναι μαζί μου. Να προσπαθήσουμε ξανά. Δεν μπορούσα. Με ξεπερνούσε. Δεν μπορούσα. Προσπάθησε να με φιλήσει. Ήμουν τόσο ψυχρή. Δεν γινόταν. Με ρώτησε… Του είπα. Δεν το είπα από κακία. Το είπα για να σταματήσει να προσπαθεί. Βγήκα απ’ τ’ αυτοκίνητο και γύρισα σπίτι μου. Δεν πατούσα σταθερά. Ήμουν μισή. Ήμουν κομμάτια. Ήρθαν οι γιορτές. Δεν μπορούσα να το χωνέψω. Του το είχα υποσχεθεί: ‘Εγώ δεν θα σε χωρίσω πριν τα Χριστούγεννα’. Δεν μπόρεσα να κρατήσω ούτε μια υπόσχεση. Τον πήρα τηλέφωνο στις 26 Δεκεμβρίου. Τον ρώτησα τί κάνει. Μου είπε ότι είναι με φίλους, στο βουνό. Ότι είναι καλά. Δεν ακουγόταν καλά. Μου έκλεισε το τηλέφωνο και έκλαιγα για όλο το υπόλοιπο βράδυ. Όλο το βράδυ. Ήμουν μισός άνθρωπος. Και δεν μπορούσα καν να το παραδεχτώ. Την Πρωτοχρονιά με πήρε τηλέφωνο μόλις γύρισε ο χρόνος. Ακόμα και τότε. Ήταν στη δουλειά, ξέκλεψε μερικά λεπτά απ’ το σερβίρισμα για να μου ευχηθεί. Σκέψου. Δεν πίστευα ότι θα φτάσει πρωτοχρονιά που να μην είναι ο πρώτος που θα μου ευχηθεί καλή χρονιά, δεν θα το είχα πιστέψει ποτέ». Έκλαιγε με λυγμούς τώρα, ανεξέλεγκτα.
«Μισό λεπτό, μισό λεπτό. Ηρέμησε». Ο ψηλός στράφηκε στον άντρα με τα γένια: «Φέρε της ένα ποτήρι νερό». Ο άντρας με τα γένια βγήκε απ’ το δωμάτιο για λίγο και επέστρεψε με ένα ποτήρι νερό. Το ακούμπησε μπροστά της. Εκείνη το πήρε και ήπιε μια γουλιά απότομα. Πνίγηκε κι άρχισε να βήχει. Πήρε ώρα να την ηρεμήσουν. «Καλύτερα τώρα; Ωραία. Πες μου τί έγινε τον Φλεβάρη του 2008. Ήταν 21 Φεβρουαρίου;».
«Ναι, έτσι νομίζω. Είχα φύγει, γύρισα, δεν ήμουν πολύ καλύτερα. Κάπως πιο ήρεμη. Δεν ένιωθα πια την πίεση του Δεκέμβρη. Μου έλειπε αφόρητα. Κάθε μέρα, σαν να μου έλειπε ένα κομμάτι απ’ το σώμα μου. Τον είχα δει μόνο μια φορά πριν απ’ αυτό, μαζί με ένα φίλο του πήγαμε βόλτα στο Σούνιο ένα βράδυ. Ο φίλος του είχε πιάσει μια βαριά φιλοσοφική συζήτηση απ’ το πίσω κάθισμα. Μόνος του. Δεν νομίζω ότι κανείς μας του έδινε ιδιαίτερη σημασία. Εγώ καθόμουν δίπλα του, στη θέση του συνοδηγού όπου ήταν η θέση μου. Ήθελα ν’ απλώσω το χέρι όπως πάντα να τον αγγίξω και δεν μπορούσα. Με σκότωνε αυτό. Το σκεφτόμουν σ’ όλη τη διαδρομή. Ο φίλος του μιλούσε για το μηδέν και το τίποτα, κι εγώ ήθελα μόνο να βάλω το χέρι μου πάνω απ’ το δικό του στο μοχλό των ταχυτήτων. Παρίστανα πως ήμουν συγκροτημένη και ψύχραιμη. Αρχίδια ήμουνα. Ύστερα εκείνο το βράδυ, 21 Φεβρουαρίου πρέπει να ήταν, κανονίσαμε να βγούμε. Είχε προηγηθεί μια άσχημη συζήτηση μερικές μέρες πριν. Είχα για άλλη μια φορά πει πράγματα που δεν έπρεπε. Ποτέ δεν έμαθα να κρατάω το στόμα μου κλειστό. Ήρθε να με πάρει πάλι απ’ το σπίτι μου. Μπήκα στο αυτοκίνητο, ξεκινήσαμε, έστριψε δεξιά και πάλι δεξιά, αριστερά και δεξιά και βγήκε στην Ηφαίστου, οδήγησε ίσια κάτω και σταμάτησε στο κόκκινο φανάρι πριν βγει στην Πέτρου Ράλλη. Γύρισα και τον κοίταξα… Δεν μπορώ».
«Συνέχισε».
«Δεν μπορώ, μην μου το κάνετε αυτό».
«Συνέχισε».
«Είχε μια πιπιλιά στο λαιμό. Εμφανή. Το πρώτο πράγμα που είδα μόλις βρεθήκαμε στην φωτισμένη λεωφόρο».
«Τί έκανες;».
«Τίποτα. Δεν ξέρω, γύρισα το κεφάλι μου απ’ την άλλη. Κόντεψαν να με πιάσουν τα κλάματα. Μου ανέβηκε το στομάχι στο στόμα. Το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν ν’ ανοίξω την πόρτα τ’ αυτοκινήτου και να πηδήξω στην άσφαλτο. Το χέρι μου πήγε προς το χερούλι. Δεν έκανα τίποτα. Αλλά θα ήθελα να το είχα κάνει. Μόνο αυτό ήθελα εκείνη τη στιγμή».
«Γιατί;».
«Ξέρω. Δεν είχα δικαίωμα. Δεν είχα. Το ξέρω καλά, το ήξερα και τότε. Αλλά δεν μπορούσα να τ’ αντέξω».
«Γιατί;».
«Δεν καταλαβαίνετε; Αυτός ο άντρας ήταν δικός μου. Δεν είχε δουλειά καμιά γυναίκα ν’ αφήνει τα σημάδια της στον δικό μου άντρα. Δικός μου, πατρίδα μου. Θέλετε να με περιφρονήσετε γι’ αυτό; Δεν μ’ ενδιαφέρει. Είναι απαράδεκτο, το ξέρω. Δεν μ’ ενδιαφέρει. Δεν με νοιάζει. Πείτε ό,τι θέλετε, δεν με νοιάζει. Δεν με νοιάζει».
«Εντάξει, εντάξει. Παρακάτω». Κανένας οίκτος, και η μομφή μετριασμένη. Δεν υπήρχε στο δωμάτιο άλλο συναίσθημα πέρα απ’ το δικό της.
«Πήγαμε ξανά στην Μάκρη. Στο ίδιο μέρος. Παρκάραμε στο ίδιο σημείο. Βγήκαμε απ’ τ’ αυτοκίνητο, μπήκαμε στην εκκλησία. Καθίσαμε όπως και τότε. Δεν πήρε ώρες αυτή τη φορά. Σύντομα, αμέσως, η σκηνή επαναλήφθηκε επώδυνα. Τον φίλησα στις άκρες των χειλιών. Και μετά τον φιλούσα και πάλι. Ήταν σαν να γυρνάω σπίτι μου. Να αγγίζω ξανά αυτό το σώμα που το ξέρω… αυτό το σώμα που μου ανήκει… Σαν μέσα στην εκκλησία να μου μιλούσε ο θεός την ώρα εκείνη. Και δεν πιστεύω στον θεό».
«Και τί έγινε;». Τίποτα δεν τους άγγιζε.
«Φύγαμε απ’ την εκκλησία και οδηγήσαμε μέχρι το βουνό. Την ώρα που ανεβαίναμε την ανηφόρα χτύπησε το τηλέφωνό μου, μια φίλη, της είπα με νόημα ότι είμαι απασχολημένη. Δεν ήμουν καθόλου διακριτική. Μου το επεσήμανε εκείνος μόλις έκλεισα το τηλέφωνο. Δεν με ενδιέφερε να είμαι διακριτική. Δεν έκανα τίποτα κρυφό. Πάρκαρε στο βουνό, στην ερημιά. Κάναμε έρωτα στο κάθισμα του οδηγού. Ήταν άβολα, το κεφάλι μου χτυπούσε διαρκώς στην οροφή του αυτοκινήτου, αλλά εμένα τουλάχιστον δεν με πείραζε. Τίποτα δεν με πείραζε. Ξαναγυρνούσα σπίτι μου σας λέω. Ήταν ξανά μέσα στο κορμί μου, μόνο αυτό με ενδιέφερε. Τίποτε άλλο».
«Και;».
«Μετά γυρίσαμε πίσω. Δεν είμαι σίγουρη ότι μπόρεσα ποτέ να καταλάβω τί ένιωθε. Θρίαμβο; Αγαλλίαση; Δεν ξέρω. Κατεβήκαμε απ’ τον παράδρομο της Συγγρού και κάναμε χάζι τους τραβεστί στις γωνίες. Όχι ιδιαίτερα ώριμη συμπεριφορά, το ξέρω. Μετά πήγαμε στην πλατεία της Νέας Σμύρνης, και πήραμε κάτι απ’ τον Γρηγόρη που μένει ανοιχτός μέχρι αργά. Ύστερα με πήγε σπίτι μου. Την άλλη μέρα δούλευα το πρωί. Συζήτησα το θέμα με μια συνάδελφο. Με μάλωσε για το πισωγύρισμα. Μου είπε ότι δεν έπρεπε να το κάνω: ‘Δεν είναι αυτός ο άντρας της ζωής σου’. Δεν απάντησα. Τί ν’ απαντήσω; Μπορεί και να ήταν λάθος. Ίσως αν δεν είχε συμβεί αυτό όλα να ήταν καλύτερα. Αλλά δεν μπορώ να το μετανιώσω».
«Ωραία, και μετά;».
«Μετά όλα πήγαν στο διάολο. Δεν μπορούσε να με συγχωρήσει, ήταν προφανές. Δεν ξέρω αν ήταν θιγμένος εγωισμός ή κάτι βαθύτερο. Η προδοσία αφήνει βαθιά σημάδια και την όλη μου η συμπεριφορά μόνο ως προδοσία θα μπορούσε να την έχει εκλάβει. Δεν νομίζω ότι κατάλαβα ποτέ τί ήταν ακριβώς. Ίσως απλά οι σχέσεις δεν είναι φτιαγμένες να επιβιώνουν μετά από τέτοια χτυπήματα. Με εκδικούνταν με κάθε ευκαιρία. Με κρατούσε μακριά και κάθε μου προσπάθεια για προσέγγιση την πάγωνε μέσα σε δήθεν υποχρεώσεις. Κράτησε περίπου τρεις μήνες. Λιγότερο. Και μετά το διέλυσα ξανά. Με διέλυε. Θεώρησα πως έτσι θα ήταν καλύτερα. Θεώρησα ότι είχα έναν δρόμο να τραβήξω κι έπρεπε να τον τραβήξω πάση θυσία. Πάση θυσία. Μου πήρε χρόνια για να συνειδητοποιήσω πόσα, πόσο σημαντικά πράγματα, θυσίασα για να γίνω αυτό που νόμιζα πως ήθελα να είμαι. Μόνο όταν τα κατάφερα κατάλαβα πια πως τίποτα δεν είχε σημασία παρά μόνο αυτά που είχαν για πάντα χαθεί».
«Μάλιστα». Ο ψηλός κρατούσε σημειώσεις πυρετωδώς. Άνοιξε το στόμα να την ρωτήσει, τον διέκοψε απότομα.
«Τί άλλο θέλετε να ξέρετε; Τί του έκανα τον Ιούνιο; Τον Αύγουστο; Τον Σεπτέμβρη του 2008; Για τις 7 Οκτωβρίου που ήρθε στο θέατρο να με δει, το βράδυ πριν φύγω; Όταν τελείωσε η παράσταση, εκείνη η παράσταση, τί τραγέλαφος… Περπάτησα μαζί του μέχρι την Αδριανού. Τον φίλησα για αντίο. Πώς μπόρεσα να πω αντίο; Δεν ξέρω. Ήμουν πολύ σκληρός άνθρωπος τότε. Είχα ένα τσόφλι γύρω μου, αγκαθερό. Τίποτα δεν με άγγιζε. Τα Χριστούγεννα του 2008 ήρθε να με πάρει απ’ τ’ αεροδρόμιο. Πήρε την βαλίτσα μου και μόλις την έβαλε στο πορτ-μπαγκάζ τον κοίταξα και τον ρώτησα με τα μάτια. Τύλιξα τα χέρια μου γύρω απ’ το λαιμό του, φιληθήκαμε. Μου τριβέλιζε το μυαλό για μέρες. Είχα σχεδιάσει το τί θα φοράω στην λεπτομέρεια, τζιν, ψηλοτάκουνες μπότες, το καινούριο μου μπλε μπουφάν. Νομίζω ήμουν ωραία∙ δεν ξέρω αν ήμουν ακαταμάχητη. Με πήγε με τ’ αυτοκίνητο να δω την ρημαγμένη Αθήνα. Κατεβήκαμε την Σόλωνος. Τον άγγιξα όπως βγαίναμε απ’ την Σταδίου στην πλατεία Συντάγματος. Σε χρόνο μηδέν βρεθήκαμε στην Γλυφάδα, να κάνουμε έρωτα με θέα τη θάλασσα. Κι ύστερα έφυγα πάλι. Να σας πω τί δώρο του έκανα τον Μάιο του 2009, στα γενέθλιά του; Τί άλλο θέλετε ν’ ακούσετε;»
«Φτάνει. Μην ξεφεύγεις απ’ το θέμα. Και μην φωνάζεις, δεν ωφελεί κανέναν». Ψυχρός ο άντρας με το μακό την επανέφερε στην τάξη. «Πες μας τί άλλο θυμάσαι απ’ τον Μάρτιο του 2007».
«Μάρτιος. Οι γονείς μου εκτός εαυτού. Μου έθεσαν βραδινή απαγόρευση της κυκλοφορίας. Με το επιχείρημα ‘Εδώ είναι το σπίτι μας και δεν θα μπαινοβγαίνεις όποτε θέλεις’ μου όρισαν ως ώρα επιστροφής την δωδεκάτη νυχτερινή. Γυρνούσα στις δυο το πρωί και κάναμε ομηρικούς καυγάδες. Μου απαγόρευσαν να διανυκτερεύσω μακριά απ’ το σπίτι. Για το καλό μου∙ έτσι είπαν. Πριν την αργία της 25ης Μαρτίου εκείνος μου είπε ότι την άλλη μέρα θα περάσει στις επτά το πρωί να με πάρει να πάμε εκδρομή στην Μάκρη. Τί άλλο να κάναμε; Δεν ήξερα πώς ν’ αντιδράσω στην κατάσταση που είχε διαμορφωθεί. Δεν είχα αντοχές. Όλη αυτή η τριβή μ’ έφθειρε. Ήρθε, ίσως όχι τόσο νωρίς, νωρίς πάντως, και με πήρε. Σταματήσαμε σ’ ένα φούρνο πριν πάμε στο σπίτι του και αγοράσαμε παγωτό με γεύση cheesecake. Και μετά περάσαμε τη μέρα μαζί. Κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλο∙ όλη τη μέρα. Νομίζω έτσι πέρασαν όλοι οι πρώτοι μήνες. Αυτοκόλλητοι. Ξυπνούσα και τον έβλεπα να είναι δίπλα μου και να με κοιτάζει. Να προσπαθεί να με απορροφήσει με τα μάτια του. Δεν έχω ξαναζήσει κάτι τέτοιο. Να θέλει να μάθει κάθε γωνιά του κορμιού μου, κάθε σημάδι, κάθε ατέλεια. Αν μπορούσε θα με είχε καταπιεί ζωντανή, θα με είχε αφομοιώσει. Κόντευα να χάσω τον εαυτό μου. Με έβλεπα μόνο μέσα απ’ τα δικά του μάτια. Αυτό δεν άλλαξε εν τέλει ποτέ. Και ταυτόχρονα συνέβαιναν τόσα άσχημα πράγματα. Τόσα πολλά. Πάρα πολλά. Δεν μπορούσα να το αντέξω αυτό τότε. Τα έκανα όλα σκατά. Μετά τα έκανε σκατά κι εκείνος. Και μετά ήταν αργά».
«Αργά;». Και οι δυο την κοίταξαν μπερδεμένοι.
«Ίσως κουράστηκε να προσπαθεί. Έφυγε ο έρωτας, οι δυσκολίες πολλές κι αντικειμενικές. Δεν είχε πια αξία. Έτσι αποφάσισε. Δεν είχα λόγο σ’ αυτό. Μάλλον είχα χάσει κάθε δικαίωμα να εκφέρω άποψη για το θέμα. Δεν την ζητούσε την άποψη μου πια, ούτε την λάμβανε υπόψιν. Δεν μετρούσα πια. Με άφησε πίσω. Όλα όσα σας είπα είχαν γίνει παρελθόν∙ για ‘κείνον. Θυμάμαι… Μια μέρα, δεν είμαι σίγουρη τί εποχή ήταν. Ήμασταν στο λεωφορείο, λίγο πριν στρίψει απ’ την Συγγρού στην Αμφιθέα. Φιλιόμασταν στηριγμένοι στο ακυρωτικό μηχάνημα, και μια παλιόγρια άρχισε να μας μαλώνει μεγαλόφωνα. ‘Δεν ντρέπεστε, μπροστά στον κόσμο’. Δεν θυμάμαι αν κάποιος απ’ τους δυο μας της απάντησε, αλλά εκείνη συνέχισε ανενόχλητη ‘Ντροπής πράγματα. Επίδειξη μόνο κάνετε. Δεν πρόκειται καν να μείνετε μαζί για πολύ’. Ή κάτι παρεμφερές. Αυτό ήταν το νόημα πάντως. Δεν έστεκε στα καλά της, αυτό είναι σίγουρο. Αλλά τη στιγμή που το είπε… με έλουσε κρύος ιδρώτας∙ σαν προφητεία, σαν χρησμός. Βλακείες, δεν πιστεύω σε τέτοια πράγματα, αλλά με τάραξε τόσο πολύ. Πήγαμε στο σπίτι του, δεν μπορούσα να το βγάλω απ’ το μυαλό μου ‘Δεν πρόκειται καν να μείνετε μαζί’. Τόση κακία. Και πόσο δίκιο είχε». Σταμάτησε για ώρα πολύ.
«Και λοιπόν∙ τί έκανες;».
«Τίποτα, σας είπα, δεν έκανα τίποτα. Το δέχτηκα. Το δέχομαι. Προσπαθώ να το δεχτώ. Μα δεν έκανα τίποτα. Δεν ξέρω τί ψάχνετε να βρείτε, αλλά ρωτάτε λάθος άνθρωπο. Εγώ μόνο θυμάμαι. Αυτό έχω κάνει. Ό,τι σας είπα το ζω κάθε βράδυ στα όνειρά μου. Και το πρωί ξυπνάω πάντα στον ίδιο εφιάλτη. Σ’ έναν κόσμο που εκείνος δεν είναι πια εδώ. Και που δεν ξέρω πού είναι, ούτε πώς να τον βρω. Όπως εσείς. Αλλά ως εκεί. Δεν καταλαβαίνω τί προσπαθείτε να βγάλετε απ’ αυτή την ανάκριση. Ό,τι κι αν ψάχνετε δεν θα το βρείτε εδώ. Ρωτάτε λάθος άνθρωπο και χάνετε τον χρόνο σας. Σταματήστε να με ταλαιπωρείτε. Αφήστε με να φύγω». Φώναζε τώρα κανονικά. Ένιωθε σαν να είχε μείνει σ’ αυτό το δωμάτιο από πάντα. Για πάντα. Ένιωθε πως θα μείνει για πάντα εκεί, επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά τα ίδια και τα ίδια, χωρίς να μπορεί να ξεχάσει την παραμικρή λεπτομέρεια, με κάθε μικρή στιγμή να την έχει στοιχειώσει παντοτινά.
«Ήρεμα. Ας κάνουμε μισή ώρα διάλειμμα. Συνεχίζουμε σε λίγο». Οι δυο άντρες βγήκαν απ’ το δωμάτιο. Έμεινε μόνη της με τη λάμπα. Έκλεισε ξανά τα μάτια και έγειρε το λαιμό της πίσω. Μισή ώρα μέχρι τον επόμενο γύρο.