«Με μια νίκη δεν κερδίζεις/με μια ήττα δεν ξοφλάς»


Ας μιλήσουμε για μουσική. Η αλήθεια είναι πως δεν παρακολουθώ φανατικά τις εξελίξεις στην ελληνική μουσική σκηνή, δεν είμαι άνθρωπος των εξελίξεων, είμαι παλιομοδίτικος χαρακτήρας και μ’ αρέσει να κάνω τα πάντα στους δικούς μου ρυθμούς. Επιπλέον μου είναι λόγο απόστασης και μόνιμης οικονομικής στενότητας δύσκολο. Το σύστημα που εφάρμοζα πάντα ήταν να έχω τ’ αυτιά μου ανοιχτά σε πρωτάκουστα κομμάτια κι όταν κάτι μ’ ενθουσιάσει να ψάξω μέχρι να φτάσω στην πηγή, ν’ ακούσω αν είναι εφικτό ολόκληρο το δίσκο και να τον αξιολογήσω ολόκληρο. Έτσι όταν προχθές αργά το βράδυ εμφανίστηκε στο newsfeed μου στο Facebook το «Πάντα θα Κλαις τις Κυριακές» με ερμηνεύτρια την Ρίτα Αντωνοπούλου ήταν ένα σίγουρο σημάδι ότι η μουσική μου βιβλιοθήκη επρόκειτο να εμπλουτιστεί με ένα καινούριο απόκτημα. Το τραγούδι το άκουσα τουλάχιστον είκοσι απανωτές φορές εκείνο το βράδυ∙ έφτιαξε μέσα στο μυαλό μου εικόνες. Τις ζωγράφισε με αδρή κηρομπογιά και τις στόλισε με μια αισθαντική μελωδία: «Κι αν σκοτείνιασες/κι άμα νομίζεις όλα πια τα έχεις χάσει/έλα, εγώ είμαι εδώ/στ’ ορκίζομαι κι αυτό πως θα περάσει». Μια μελαγχολική αποδοχή του ότι «η ζωή συνεχίζεται», ακόμα κι αν δεν μπορείς να δεις από ‘κει που στέκεσαι το υπόλοιπο του δρόμου.

Άκουσα την επόμενη μέρα ολόκληρο τον δίσκο, της Αντωνοπούλου, «Πάμε Ξανά Απ’ Την Αρχή» σε μουσική Θάνου Μικρούτσικου και στίχους Οδυσσέα Ιωάννου που κυκλοφόρησε από την Legend το 2008. Καθυστερημένη η πρότασή μου, το ξέρω, μα νομίζω ότι οι καλές δουλειές είναι πάντα επίκαιρες, οι δε εξαιρετικές φορτίζονται από το χρόνο που περνάει και ωριμάζουν σαν ακούσματα με τον καιρό. Ο δίσκος περιέχει δεκατέσσερα τραγούδια-διαμαντάκια, που αποδεικνύουν για μια ακόμα φορά ότι η συνεργασία Μικρούτσικου-Ιωάννου είναι εγγύηση για το αποτέλεσμα∙ δεκατρία απ’ αυτά τα τραγούδια είναι ολοκαίνουρια ενώ στο δίσκο περιλαμβάνεται μια διασκευή του «Πιτσιρικά», που ακούσαμε απ’ τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου στη «Θάλασσα Στη Σκάλα» το 1999. Η Ρίτα Αντωνοπούλου, παίρνει πάνω της το δίσκο, και με καταπληκτική, αισθαντική φωνή τον παραδίδει στον ακροατή: μια φωνή γεμάτη ηχοχρώματα, όγκο και συνέπεια, μια φωνή ενσώματος, που σμιλεύει τους πύρινους στίχους του Ιωάννου σε επιβλητικές και υποβλητικές ανθρώπινες μορφές πόνου. Η τραγουδιστική συμμετοχή του Μικρούτσικου σ’ αυτόν τον δίσκο (σταθερή αξία οι τραγουδιστικές παρεμβολές του Μικρούτσικου στους δίσκους που υπογράφει) είναι στο «Θα ‘ρθουν Μέρες», ένα ντουέτο μελωδικό, με στίχους που τσακίζουν: «Θα ‘ρθουν μέρες, άγριες μέρες/που οι αλήθειες θα σκίζουν σαν σφαίρες/και οι νίκες, άγιες νίκες/σαν μαχαίρια θα βγουν απ’ τις θήκες». Εις αναμονή αυτών των άγριων ημερών μένει παρακαταθήκη το τραγούδι, να θυμίζει ότι ζωή είναι πάντα η πορεία προς κάτι, δεν μπορούμε να ξέρουμε τί, μπορούμε όμως να το φοβόμαστε. Από όλες τις απόψεις ένας καθόλα αξιόλογος δίσκος που δρασκελίζει τα είδη και τα στεγανά τους, πηδάει απ’ το ροκ στην τζαζ, απ’ το χασάπικο στο ζεϊμπέκικο και όμως κρατιέται δυνατά στην συνοχή του και στην (θετική) ταυτότητα του έντεχνου.

Για τα επιμέρους τραγούδια δυσκολεύομαι να μιλήσω χωρίς να αδικήσω κάποιο. Σε αρκετά σκοτεινή διάθεση, οι στίχοι του Ιωάννου πάνω απ’ όλα λένε ιστορίες, κάθε του τραγούδι είναι μια ολοκληρωμένη αφήγηση σε αιχμηρή ποίηση. Το «Και τί μ’ Αυτό»,  είναι ένα τραγούδι θρήνου για όσα έφυγαν και χάθηκαν, για τις καινούριες μέρες που έφτασαν πατώντας πάνω στο κουφάρι του παρελθόντος, ξένες, πάντα ξένες: «Και λοιπόν/και τί έγινε που άλλοι δεν περίμεναν/κι αν για μας οι καινούριες μέρες τίποτα δε σήμαιναν/και τί μ’ αυτό;».  Στο «Πάρε τη Ζωή μου Μια κι Έξω» μια ανάλαφρη μελωδία αποκαλύπτει απαλά μια προαιώνια αλήθεια: «Κρύψε αυτό το βλέμμα/άσε τις ενοχές μη μου λες φοβάσαι αν θ’ αντέξω/Κι αν θες αλήθεια να μη μείνουνε πληγές/πάρε τη ζωή μου μια κι έξω». Δεν υπάρχουν σωστές και λάθος λέξεις, «όλες θα ‘ναι ίδιες όταν φύγεις», γράφει ο Ιωάννου και η Αντωνοπούλου το τραγουδάει με πάθος∙ όταν φεύγεις δεν μπορείς να μην αφήσεις πληγές και η προσποίηση πληγώνει ακόμα πιο πολύ.

Στο «Κράτα Ανοιχτή την Αγκαλιά» η Αντωνοπούλου ερμηνεύει σχεδόν κλαίγοντας, δημιουργώντας με μόνο όπλο την βαθιά φωνή της μια εκ βαθέων αναστάτωση, ζητώντας να καθυστερήσει το αναπόφευκτο, να μεταθέσει το επερχόμενο τέλος: «Κράτα ανοιχτή την αγκαλιά/δωσ’ μου μια μέρα για ν’ αλλάξω/ξέρω δε γίνονται αυτά/μα θα κερδίσω άλλη μια μέρα πριν σε χάσω». Γεμάτο πόνο και πίκρα το τραγούδι, μιλάει αληθινά για όσα θα θέλαμε να γίνουν, αλλά ποτέ δεν γίνονται, όταν όλα έχουν οριστικά χαθεί κι ακόμα δεν τ’ αφήνουμε να φύγουν, σαν να κρατάμε το παγωμένο χέρι ενός πεθαμένου μέσα στο φέρετρο, ελπίζοντας να τον επαναφέρουμε στη ζωή με το άγγιγμά μας. Στο ίδιο μοτίβο έρχεται και το «Κάνε με Πάλι να Μπορώ», σε μια εναγώνια αναζήτηση μιας δεύτερης ευκαιρίας αλλά και ως επισήμανση της ματαιότητάς της: «Έζησα μόνο μια εκδοχή/κι όλα μισά τα έχω μάθει/αξίζω άλλη μια αρχή/αξίζω πάλι τα ίδια λάθη». Με το «Όλα θα Γίνουν» η ατμόσφαιρα γίνεται ακόμα πιο βαριά, μια αφήγηση της απώλειας και των πατημένων υποσχέσεων: «Τα βράδια κάθομαι και τους θυμάμαι/μπροστά απ’ τα μάτια μου ένας-ένας/εκείνους που είχαν πει θα μ’ αγαπάνε/ξημέρωσε δεν έμεινε κανένας».

Στο κομμάτι «Οι Χαρτογράφοι» ο Ιωάννου ιχνογραφεί ένα παραμύθι, για τις εποχές που ο κόσμος μας ήταν πολύ μικρός, πολύ δικός μας: «Λέγαν παλιά οι χαρτογράφοι/όταν στο τέλος έφταναν της γης/πως από ‘δω και πέρα υπάρχουν μόνο δράκοι/ο κόσμος φτάνει όπου φτάνουμε εμείς». Στο «Εσωτερικοί Μετανάστες», τελευταίο κομμάτι του δίσκου κρύβεται μια απελπισμένη προτροπή: «Αν δεν πιστέψεις, δεν πετάς/κι άλλος δρόμος δε μένει/δε με τρομάζει τίποτα όσο οι τρομαγμένοι». Άψογη εκτέλεση από την Αντωνοπούλου σε υψηλούς τόνους με ζωντάνια και βάρος. Συνολικά ένας εξαιρετικός δίσκος.