Κατεβαίναμε την Αιόλου,
Εγώ, Εκείνη και μια κοπέλα ακόμα∙
δεν μπορώ να θυμηθώ ποια.
Ήταν μέσα καλοκαιριού.
Σίγουρα θα φορούσα κάτι πολύχρωμο∙
τα φορούσα πολύ τα πολύχρωμα τότε:
κάτι με χάντρες ή πούλιες ή με λίγη δαντέλα.
Κίτρινο ή πορτοκαλί ή πράσινο χτυπητό.
Σίγουρα έκανε ζέστη∙
θυμάμαι τον ιδρώτα να μαζεύεται κάτω απ’ την αμασχάλη∙
τον νοτισμένο λαιμό∙
τα μαλλιά μου –απελπιστικά μακριά τότε–
να κολλάνε στους ώμους μου τους ξεμανίκωτους.
Ήταν νωρίς το απόγευμα, απόλυση μεσημεριού.
Είμασταν τρεις: Εγώ, Εκείνη και μια κοπέλα ακόμα.
Προχωρούσαμε προς το Μοναστηράκι.
Περάσαμε το κτίριο του Πανεπιστημίου στο τρίστρατο και
συνεχίσαμε να κατεβαίνουμε.
Πλησιάζαμε τον Ναό της Αγίας Ειρήνης όταν
αναπάντεχα πρόβαλε απ’ τη γωνία
ένας άντρας βρωμερός,
με μαλλιά γκρίζα, ατίθασα και μούσια πολλά,
βαριά ντυμένος με όλα του τα υπάρχοντα,
και την ψωλή στο χέρι.
Δεν μας πλησίασε, δεν κινήθηκε απειλητικά.
Έδειξε ό,τι είχε να δείξει και χασκογέλασε.
Με το χέρι μου έσπρωξα στην πλάτη Εκείνη που ήταν δίπλα μου
να ανοίξει το βήμα της.
Να πάψει αυτό το διογκωμένο, κόκκινο τέρας να μας κοιτάζει
με τόση αναίδεια.
Το θέαμα διήρκεσε μερικά δευτερόλεπτα μονάχα.
Διασχίσαμε το πλακόστρωτο μπροστά απ’ την εκκλησία,
προσπεράσαμε την Ερμού,
και δεν το σχολιάσαμε καθόλου.
Περπατήσαμε μέχρι το σταθμό του τρένου∙
εκεί σίγουρα χωριστήκαμε.
Ήμασταν τότε όλες είκοσι χρονών∙ έχει περάσει καιρός.
Εκείνο μόνο που μ’ ενοχλεί είναι
που δεν μπορώ να θυμηθώ ποια ήταν η Άλλη.
Είμασταν τρεις: Εγώ, Εκείνη και κάποια Άλλη.
Ξαναπαίζω τη σκηνή μες στο μυαλό μου,
τη ζέστη, την αντηλιά, τον ξεβράκωτο πλάι στην Εκκλησία.
Και όσο το έργο ξεδιπλώνεται ένα πρόσωπο άδειο να κινείται,
να περπατά δίπλα μας όλη αυτή την ώρα.
Ένα πρόσωπο που δεν τα κατάφερε να σωθεί στο χρόνο,
που γλίστρησε από τη μνήμη μου την εξαιρετική
και χάθηκε μέσα στο περικείμενο αυτής της ιστορίας.
Εγώ, Εκείνη και μια κοπέλα ακόμα.
Βοηθήστε με.
Ποια ήταν η Άλλη;