Eavan Boland
Μετάφραση απ’ τ’ Αγγλικά: Εβίτα Λύκου
Σ’ ένα ιρλανδέζικο δάσος το σούρουπο δυο εραστές
κρύβονται από έναν γέρο και μνησίκακο βασιλιά.
Το δάσος είναι γεμάτο πλατάνια και δεντράκια κουφοξυλιάς.
Και χωροθετημένο σ’ εκείνο το πουθενά που είναι οπουδήποτε:
Κι ας πούμε πως η γυναίκα είναι καλλίγραμμη. Όπως ήμουν εγώ στα είκοσί μου.
Με κόκκινα μαλλιά. Όπως κι εγώ μέχρι πρόσφατα.
Κρατιούνται σφιχτά, ακούγοντας τα λαγωνικά
να πλησιάζουν μες στο λυκόφως και τ’ ανοιξιάτικα
σύδεντρα να φουσκώνουν απ’ τον ήχο του κινδύνου.
Τα άνθη έχουν το χρώμα του αίματος και της αιχμαλωσίας.
Μπορούμε να φυλαχτούμε, λένε. Μπορούμε να διαδώσουμε
μια φήμη που απ’ το δάσος να φτάσει στο βασιλιά –
πως έχασε τη νιότη της. Πως το στόμα της είναι
κρύο. Πως η γυναίκα αυτή γερνάει.
Δεν ξέρουν. Δεν έχουν ιδέα
πόσα πράγματα: η γαλήνη που έχει το χρώμα του ωκεανού
μες στ’ απόβραδο, και ο τρόπος που ο θρύλος το ορίζει,
βασίζονται στα νιάτα και την ομορφιά της.
Διαδίδουν τη φήμη με το ύστατο φως.
Μα το φως αλλάζει. Η απόσταση σείεται.
Και ξαφνικά ό,τι συμβαίνει δεν είναι
αυτό που συμβαίνει στους εραστές μέσα στο δάσος
ή σ’ έναν οργισμένο βασιλιά και τα φρενιασμένα λαγωνικά του –
και τα κόλπα και τα φιλιά που είχε σχεδιάσει.
Αλλά είναι αυτό που θροΐζει μέσα απ’ τα πλατάνια.
Και πάνω απ’ το θόρυβο του ποταμού. Και προσπερνάει τις καμπανούλες
και τον γαλάζιο αέρα. Και το κρυφακούν τα πουλιά
που είναι τα στοιχεία της λογικής σε μια πρώιμη
άνοιξη. Και ταξιδεύει μέχρι ένα προάστιο
στους πρόποδες των βουνών του Δουβλίνου.
Και σ’ έναν κήπο με γιασεμιά και λεύκες. Και
ένα τραπέζι πάνω στο οποίο γράφω. Γράφω
μια γυναίκα απ’ το θρύλο. Σκέφτομαι
πόσο καινούρια είναι – αυτή η ιστορία. Πόσο δύσκολο θα είναι να ειπωθεί.
Two lovers in an Irish wood at dusk
are hiding from an old and vengeful king.
The wood is full of sycamore and elder.
And set in that nowhere which is anywhere:
And let the woman be slender. As I was at twenty.
And red-haired. As I was until recently.
They cling together listening to his hounds
Get nearer in the twilight and the spring
thickets fill with the sound of danger.
Blossoms are the colour of blood and capture.
We can be day, they day. We can start
a rumour in the wood to reach the king –
that she has lost her youth. That her mouth is
cold. That this woman is growing older.
They do not know. They have no idea
how much of this: the ocean-coloured peace
of the dusk, and the way legend stresses it,
depend on her to be young and beautiful.
They start the rumour in the last light.
But the light changes. The distance shudders.
And suddenly what is happening is not
what happens to the lovers in the wood
or an angry king and his frantic hounds –
and the tricks and kisses he has planned.
But what is whispering out of sycamores.
And over river-noise. And by-passers harebells
and blue air. And is overheard by the birds
which are the elements of logic in an early
spring. And is travelling to enter a suburb
at the foothills of the mountains in Dublin.
And a garden with jasmine and poplars. And
a table at which I am writing. I am writing
a woman out of legend. I am thinking
how new it is – this story. How hard it will be to tell.