Αθήνα, Μάιος 2005

 

-Θα πενθώ πάντα –μ’ ακούς;- για σένα,

μόνος, στον Παράδεισο.[1]

Ξύπνησα μέσα στο σκοτάδι. Από το ανοιχτό παράθυρο έμπαινε μόνο κρύος αέρας και καθόλου φως. Κι εκείνες οι φωνές… Οι κουρτίνες ανέμιζαν ανεξέλεγκτα. Μια στιγμή στράφηκαν στο προσκέφαλο μου, θαρρείς σαν φίδια έτοιμα να με τυλίξουν, μετά μια αόρατη δύναμη τις ρούφηξε έξω απ’ το δωμάτιο ώσπου ξαναγύρισαν με ορμή και ξέσπασαν την μανία τους στο πορσελάνινο λαβομάνο. Κομμάτια ακριβής πορσελάνης πετάχτηκαν σε όλο το πάτωμα και ο κρότος σκέπασε για μια στιγμή τον παφλασμό των κυμάτων που γέμιζε τον χώρο σαν τον ήχο της λάβας όπως ξεχύνεται από μανιασμένο ηφαίστειο. Μια στιγμή αργότερα εκείνη η λάμψη άστραψε στον ουρανό και αμέσως ακολούθησε μια βροντή πιο εκκωφαντική από τον θόρυβο της ζημιάς.

Η βροχή που τόση ώρα έπεφτε με αργές, χοντρές ψιχάλες άρχισε τώρα να σφυροκοπά με μανία τον ακάλυπτο, σ’ έναν στακάτο ήχο, παρασέρνοντας σκουπίδια και ξερά φύλλα. Σε λίγα λεπτά οι κουρτίνες είχαν βαρύνει απ’ το νερό και κρέμονταν άθλιες μισές μέσα, μισές έξω απ’ το παράθυρο. Δεν σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι, δεν βλεφάρισα καν. Μέσα στο πηχτό σκοτάδι, οι λάμψεις από τις απανωτές αστραπές με τρόμαζαν, όμως ύστερα από λίγο έπαψα να δίνω σημασία και αποκοιμήθηκα, εκεί, στο κέντρο της μανίας.

-Τι πρέπει να κάνεις; Ένα: φύγε. Όσο έχεις ακόμα τη δυνατότητα. Είσαι τεχνητή λίμνη που έχει λιμνάσει. Έχεις, το λέω με κάθε ειλικρίνεια, την όψη ανθρώπου που ξόφλησε.[2]

Και έτσι, εκείνο το πρωί, αποφάσισα να μη σηκωθώ από το κρεβάτι. Από το ανοιχτό παράθυρο το φως της αυγή έμοιαζε με γάλα αραιωμένο σε νερό. Η πόλη είχε αρχίσει να ξυπνάει, δειλά-δειλά τα πρώτα αυτοκίνητα ακούγονταν στο δρόμο. Ξεκινούσαν διστακτικά και μετά μαρσάριζαν με σιγουριά και δύναμη. Εγώ όμως δεν σκόπευα να σηκωθώ από το κρεβάτι. Ένοιωθα τα σκεπάσματα μουσκεμένα στα πόδια μου, από τη βροχή. Βρεγμένο ήταν και το μαξιλάρι μου, χωρίς εμφανή λόγο.

-Οι πράξεις μας δεν παραμένουν ανώνυμες, και να τις συνεχίσει ύστερα από μας ο… -άλλος. Γι’ αυτό δεν είναι οι πράξεις μας συνολικές. Είναι μονόλογος. Ο καθένας ό,τι προφτάσει. Δίχως αντίλαλο. Χωρίς συνέχεια.[3]

Οι θόρυβοι της πολυκατοικίας προσπαθούσαν να με βγάλουν απ’ το λήθαργο. Ένα καζανάκι από δίπλα, οι από πάνω να τσακώνονται, το μωρό του απέναντι να κλαίει με παράπονο. Όμως εγώ απλά δεν ήθελα, δεν μπορούσα, να σηκωθώ από το κρεβάτι. Σιγά-σιγά έπαψα να ακούω τον θόρυβο του δρόμου, μια βοή έφτανε μέσα στο μυαλό μου, ένας ήχος σύνθετος και άδειος. Τα μάτια μου καρφώθηκαν στο ταβάνι.

Έμοιαζε με χιονισμένο βουνό έτοιμο να με καταπλακώσει. Μια γωνιά μοναχά είχε πρασινίσει από την υγρασία, αυτή η πόλη είναι σαν ένα τεράστιο στόμα, υγρό και δύσοσμο. Ένιωσα σαν να ήταν τα μάτια μου εγκλωβισμένα και καρφωμένα εκεί, δεν μπορούσα να στρέψω το βλέμμα μου μακριά από την πράσινη κηλίδα στη γωνιά της οροφής. Οι βολβοί των ματιών μου ακίνητοι έβλεπαν τον λεκέ να απλώνεται μέχρι που καταβρόχθισε όλο το ταβάνι. Με τρόμο παρακολουθούσα τη μούχλα να κυλάει ρευστή στους τείχους και το πάτωμα και μετά να παίρνει να σκαρφαλώσει στο κρεβάτι μου. Κλώτσησα σπασμωδικά τα σκεπάσματα, διπλώθηκα στα δυο στη μέση του στρώματος και έσφιξα τα γόνατα με τα μπράτσα μου.

Ένας ζωντανός και τεράστιος όγκος σχηματίστηκε σταγόνα-σταγόνα μπροστά από την πόρτα, με μακριά, ανατριχιαστικά πλοκάμια που σέρνονταν συρίζοντας προς το μέρος μου. Έκλεισα τα μάτια, μα μπορούσα ακόμα να δω τη μούχλα να πλησιάζει, σχεδόν να αγγίζει τον γοφό μου, να ετοιμάζεται να με τυλίξει. Πίσω από τα κλειστά μου βλέφαρα έβλεπα τον κόσμο σαν ακτινογραφία, λες και μια τεράστια πυρηνική έκρηξη λάμβανε χώρα μέσα στο δωμάτιο μου. Κι ακόμα εκείνες οι φωνές να επιμένουν…

-Για τους τρόμους, όμως, ε, γι’ αυτούς δεν έχει ακόμα εφευρεθεί η λέξη. Αυτοί είναι πράγμα ολότελα διαφορετικό. Οι τρελοί των ασύλων πιστεύουν στους τρόμους και τους θεωρούν υπαρκτούς και αποφασιστικά στοιχεία της ζωής. Άποψη πολύ συζητήσιμη.[4]

Μια δυνατή βροντή τράνταξε το δωμάτιο, το παντζούρι χτύπησε με δύναμη στον εξωτερικό τοίχο, τα τζάμια έτριξαν και τα μάτια μου άνοιξαν απότομα. Η πράσινη μούχλα είχε περιοριστεί στη γωνιά της οροφής και εγώ τουρτούριζα από την παγωνιά που γέμιζε τον χώρο λες και ήταν στρατιωτικό νεκροταφείο. Γύρισα ανάσκελα και άπλωσα χέρια και πόδια σε μια στάση που σε άλλους καιρούς θα έφτιαχνε έναν ονειρικό άγγελο του χιονιού. Δεν τράβηξα τις κουβέρτες πάνω μου, το σώμα μου είχε ανατριχιάσει και τα νύχια μου ήταν μελανά, το δόντια μου κροτάλιζαν.

-Έκανα κάμποσο να κοιμηθώ. –δεν ήμουνα καθόλου κουρασμένος- αλλά στο τέλος κοιμήθηκα. Το μόνο που ήθελα στην πραγματικότητα ήτανε ν’ αυτοκτονήσω. Μου ‘ρχότανε να σαλτάρω από το παράθυρο. Κι εδώ που τα λέμε μπορεί και να το ‘κανα, αρκεί να ήμουνα σίγουρος πως θα βρισκότανε κάποιος να με σκεπάσει μόλις θα ‘σκαγα κάτω. Δεν ήθελα να μαζευτούνε τίποτα περίεργοι και να με χαζεύουνε που θα ‘χα γίνει λιώμα.[5]

Ξαφνικά ήμουν χαμένη σε μια θάλασσα από τσιμέντο, γιγάντια κύματα ορθώνονταν και απειλούσαν να με πνίξουν. Από τα ανοιχτά παράθυρα τους έβγαιναν οι ψυχές των ανθρώπων και με κυνηγούσαν. Τα φανάρια των δρόμων αναβόσβηναν σε ένα τρελό τέμπο και πελώρια ατσάλινα κήτη ορμούσαν να με κατασπαράξουν. Γύρω μου σειρήνες ούρλιαζαν απειλητικά, από πάνω μου γιγαντοαφίσες ανέμιζαν τρομακτικά. Είχα εγκλωβιστεί και η πόλη έκλεινε από πάνω μου σαν ογκώδες βιβλίο, τα πάντα γύρω μου στένευαν και ο αέρας λιγόστευε. Με την τελευταία μου ανάσα ούρλιαξα. Ούρλιαξα όπως δεν έχει ξαναφωνάξει άνθρωπος, κάθε κύτταρο του κορμιού μου φώναζε μαζί μου, οι τρίχες των μαλλιών μου, τα νύχια των ποδιών μου, μπορούσα να ακούσω την μικρή αδύναμη ανάσα μου να μεταμορφώνεται σε έναν όγκο ήχου, πιο δυνατό κι από τη σιωπή.

-…Στην πραγματικότητα αυτό που νιώθω είναι νοσταλγία, ένα παρελθόν που κλαίω, μια πραγματική ζωή πεθαμένη που την κοιτάζω επίσημη στο φέρετρο της.[6]

Και πάλι η πόλη χάθηκε από τα μάτια μου όσο μυστηριωδώς είχε εμφανιστεί στην αρχή. Τώρα ήμουν μέσα σε ένα δωμάτιο. Όχι το δικό μου. Σε ένα άσπρο δωμάτιο με διαφανείς τοίχους. Απ’ έξω τριγυρνούσαν άνθρωποι. Εγώ τους έβλεπα μα εκείνοι δεν μπορούσαν να με δουν. Περπατούσαν μόνοι ή σε παρέες και το βλέμμα τους ήταν άδειο. Κοίταξα λίγο καλύτερα και είδα ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν πρόσωπο. Είχαν άσχημες ακίνητες μάσκες, άσπρες, νεκρές, αηδιαστικές μάσκες που παρίσταναν ευτυχισμένα ανθρωπάρια. Πλησίασα τον ένα τοίχο. Ήταν σκληρός και κρύος. Χτύπησα με την παλάμη μου, μα δεν ακούστηκε ήχος. Χτύπησα πιο δυνατά και με τα δυο χέρια αλλά πάλι δεν άκουσα τίποτα. Μα δεν ακουγόταν τίποτα έτσι κι αλλιώς, έβλεπα τον κόσμο να γλιστρά γύρω από το κελί μου με τις παγωμένες μάσκες τους και να ανοιγοκλείνουν τα μελανά τους χείλη χωρίς να βγαίνει απ’ αυτά ο παραμικρός ήχος.

-Κοιτάζω στον κήπο μου και βλέπω βλασφημίες που περπατούν. Η βλασφημία είναι είδος τρομερό. Κόβουν το λαιμό ενός παιδιού πάνω από το λαιμό μιας γυμνής γυναίκας. Το αίμα κυλάει στην πλάτη της, το αίμα τρέχει ανάμεσα στα κωλομέρια της. Μπροστά στα μάτια μου ο κόσμος διαπράττει ιεροσυλία. Εγώ θα βαδίσω μόνος μου προς το φέρετρο όταν θα έρθει η ώρα.[7]

Σύρθηκα από τοίχο σε τοίχο αναψηλαφώντας την παγωμένη επιφάνεια. Κανείς δεν με πρόσεχε, κουλουριάστηκα και πάλι στη γωνιά μου και μαζεύτηκα ένα κουβάρι. Έκλεισα τα μάτια, για να μην βλέπω τα απρόσωπα φαντάσματα, και κράτησα ευλαβικά την αναπνοή μου. Μια στιγμή, δυο, τρεις, κι όλο να φεύγουν οι στιγμές. Κι οι φωνές όλο να πυκνώνουν… Η εκπνοή είναι ακούσια. Καυτός αέρας όρμησε απ’ τα πνευμόνια μου και έλιωσε γλυκά τον παγωμένο τοίχο.

-Δεν μπορείς να φέρεις πίσω τις παλιές μέρες. Σαν να θες να κρατήσεις νερό στις φούχτες σου. Θα ήθελες να ξαναγυρίσεις στα περασμένα; Τότε που μόλις αρχίζαμε. Θα το ήθελες;[8]

Πέρασα μέσα απ’ τον καθρέφτη. Μπροστά μου απλωνόταν μια γυμνή πεδιάδα, ένα παγωμένο τοπίο, λείο, αποστειρωμένο, αψεγάδιαστο. Δεν υπήρχε γραμμή του ορίζοντα και το φυσικό φως ερχόταν από έναν ήλιο φτιαγμένο από νέον. Πήρα φόρα κι άρχισα να τρέχω. Δεν υπήρχε γραμμένος δρόμος και ορισμένη οδός. Κάθε κατεύθυνση οδηγούσε ευθεία, και μόνο μπροστά μπορούσα να πάω. Γύρω μου το τίποτα κι εγώ να τρέχω σαν τρελή με την ανάσα κομμένη στη μέση του πουθενά. Τα γυμνά μου μέλη έκαναν θόρυβο, άκουγα τους ήχους που τόσο είχα στερηθεί μέσα στο διάφανο δωμάτιο όπου έμεινα κλεισμένη για μιαν αιωνιότητα. Οι πατούσες χτυπούσαν στο παγωμένο έδαφος, οι μηροί μεταξύ τους, τα μπράτσα τρίβονταν στα πλευρά μου. Μπορούσα ακόμα να ακούσω τα βλέφαρα μου να ανοιγοκλείνουν με έναν ήχο αχνό και μελωδικό, λίγο υγρό και κάπως θλιμμένο.

-Δεν έχει νόημα να προσπαθώ να ξεφύγω. Δεν υπάρχει διαφυγή. Αυτά που συμβαίνουν εδώ συμβαίνουν παντού. Συμβαίνουν πάντοτε. Όποιος προσπαθεί να ξεφύγει, πέφτει ακόμα πιο βαθιά στην παγίδα.[9]

Μπροστά μου είδα –επιτέλους- κάτι να ξεχωρίζει, ένα οικείο σχήμα, μια μορφή λυτρωτική και απελπιστική. Το σχήμα του σιδερένιου κρεβατιού μου διαγραφόταν στο βάθος του χρόνου. Τα σκουριασμένα του κάγκελα είχαν ξεδιπλώσει την ασφυκτική αγκαλιά τους και με περίμεναν να πέσω μέσα. Έφτασα λαχανιασμένα και χώθηκα στο κουκούλι μου. Έκλεισα τα μάτια γιατί μια στιγμή το φως από νέον έγινε εκτυφλωτικό, και όταν τα άνοιξα ήμουν πάλι πίσω στην κάμαρα μου, ξεσκέπαστη και μαζεμένη σε μιαν άκρη.

Αυτή τη φορά όμως δεν κρύωνα, κι ας έβγαζε το χνώτο μου άσπρες τουλίπες ατμού στον αέρα. Εγώ έκαιγα. Έβλεπα αλμυρές σταγόνες ιδρώτα να σχηματίζονται πάνω στην επιδερμίδα μου και να στάζουν στα χλωμά σεντόνια. Τώρα ο αέρας που έμπαινε με βία από το ανοιχτό παράθυρο ήταν ανακουφιστικός, ανέστειλε για λίγο την τρομερή κάψα, και οι σταγόνες της βροχής που τρύπωναν και κυλούσαν στο κορμί μου, ανακατεύονταν ερεθιστικά με τον ιδρώτα μου και έσβηναν τις φωτιές που θέριευαν μέσα μου.

Δεν ήθελα να κλείσω τα μάτια άλλο, δεν ήθελα να ταξιδέψω πια, ήθελα μόνο να μείνω εκεί με όλες τις αισθήσεις μου παρούσες και να πεθάνω με τον πιο κοινό τρόπο. Οι σειρήνες από τα πλοία είναι πάντα ένας ήχος μελαγχολικός. Φέρνει στο νου την απώλεια, τον αποχαιρετισμό, κατά κάποιον τρόπο το τέλος, ένα αδιέξοδο που δεν ταυτίζεται με την απεραντοσύνη της θάλασσας. Τώρα όμως τα καράβια ήταν δεμένα στο λιμάνι. Από μακριά είδα ένα σάπιο κουφάρι να πλησιάζει και να αιωρείται έξω απ’ το παράθυρό μου. Ένα κουφάρι πλοίου με όλα του τα όργανα διαλυμένα να πλέει στο πουθενά. Δεν με πήρε μαζί του. Εγώ ήμουν πάντα εκεί, γιατί σήμερα δεν ήθελα να σηκωθώ από αυτό το κρεβάτι.

Τα ποδάρια της μηχανής σταματήσανε. Ένα μάτσο σίδερα λαδωμένα. Να τρακαίρναμε… Να πέφταμε έξω… Τα πάμε τα καράβια ή μας πάνε; Τα λένε «σίδερα», λαμαρίνες… Υπάρχουν καράβια μ’ αρσενικό όνομα κι είναι θηλυκά και το ανάποδο. Είναι κάτι άλλα που σε μισούν από την πρώτη στιγμή που πατάς το ποδάρι σου απάνω τους, σε διώχνουν, σε σπρώχνουν, σκοντάφτεις στους αυλούς, στα κρουζέτα, κι άλλα που σε θέλουνε, σε κάνουνε βίδες τους καρφί, σκαρμό τους. […] Δυο μάτια. Πράσινο το ‘να, σμαραγδί. Τ’ άλλο κόκκινο, ρουμπινί. Τα λένε πλευρικά. Φώτα γραμμής. Είναι μάτια. Τα καράβια δεν τα πάμε. Μας πάνε.[10]

Τα μέλη μου έλιωναν από τον πυρετό, μάλλον θα είχα παραισθήσεις, όταν είδα ένα πράσινο, απόκοσμο φως να ξεχύνεται από τον καθρέφτη μου, στον τοίχο δεξιά μου, πάνω από την βαριά ξύλινη τουαλέτα. Δεν ήταν ένα όμορφο φως. Ήταν άρρωστο, εμετικό όσο και προκλητικό, με προκαλούσε να παραβώ την υπόσχεση μου και να σηκωθώ για να κοιτάξω στα μυστηριώδη βάθη του. Δεν αντιστάθηκα πολύ. Οι υποσχέσεις δίνονται για να καταπατούνται, και άλλωστε, τί αξία έχει μια υπόσχεση που δίνει κανείς μόνο στον εαυτό του. Ακούμπησα τα πόδια μου στο πάτωμα. Με δυσκολία σήκωσα το σώμα μου από το στρώμα. Έκανα ένα βήμα, αβέβαιο, κάπως ασταθές το ένα πόδι πίσω από το άλλο και πάλι από την αρχή, δεν ένιωσα το δέρμα μου να σκίζεται, ούτε το αίμα μου να τρέχει όταν πάτησα τα κομμάτια της σπασμένης πορσελάνης. Έπρεπε πάνω απ’ όλα να πλησιάσω τον παράξενο καθρέφτη.

-Α, δεν υπάρχει νοσταλγία πιο οδυνηρή απ’ αυτή των πραγμάτων που ποτέ δεν υπήρξαν![11]

Ήταν πολύ όμορφος. Η κορνίζα του από σκούρο ξύλο, οβάλ σχήμα, όλος σκαλισμένος με φύλλα κισσού και μικρά βαλανίδια. Κοίταξα δειλά στο παγωμένο κρύσταλλο. Το φως ήταν ακόμα εκεί αλλά κάτι άλλο βρισκόταν τώρα σε πρώτο πλάνο. Ένα χλωμό, κουρασμένο πρόσωπο. Δυο μάτια σκαλισμένα στον γρανίτη, με μια μοβ σκιά κάτω από το καθένα. Δυο χείλια σκασμένα, ματωμένα, σφιγμένα, με δυο κάθετες γραμμές στο πλάι. Μέτωπο χαραγμένο και δυο μελανά φρύδια, αγριεμένα και ανένδοτα. Ζωντανή, μπροστά μου η εικόνα του εφιάλτη.

-Νομίζεις ότι ξέφυγες και πέφτεις πρόσωπο με πρόσωπο πάνω στον εαυτό σου. Ο μακρύτερος δρόμος είναι ο κοντύτερος δρόμος για το σπίτι.[12]

Δεν υπήρχαν απαντήσεις εκεί, ή αν υπήρχαν δεν μπορούσα να τις δω. Ούτε και ήθελα να τις ακούσω. Ήθελα πια να γυρίσω πίσω στην αφιλόξενη φωλιά μου. Επέστρεψα στο αναστατωμένο κρεβάτι και σκαρφάλωσα πάνω του με κόπο. Ακούμπησα την πλάτη μου στο κρύο κεφαλάρι και κοίταξα το παράθυρο πρώτα, το δωμάτιο μετά. Τι αστείο. Μπορούσα τώρα να δω πάνω στα σεντόνια μου μια ευπρόσδεκτη κηλίδα θερμού χρώματος που ολοένα και μεγάλωνε. Ζεστό αίμα που η παγωμένη βροχή δεν μπορούσε να ξεπλύνει, δεν μπορούσε να του παραβγεί.

-Κάποιος εξ’ όλων, ο ελάχιστος, είναι το προκαθορισμένο θύμα. Την πρώτη φορά από αμέλεια, τη δεύτερη φορά προσχεδιασμένα, προκαλεί τη μοίρα του. εκείνη έρχεται, όταν αυτός έχει παραιτηθεί και τον προκαλεί, όταν αυτός διατάζει, και σαν οπτασία ελπίδας και νεότητας τον συλλαμβάνει χωρίς αυτός να αντιστέκεται. Τον οδηγεί σε ένα παράξενο ενδιάμεσο ενδιαίτημα, σ’ ένα κρυφό διαμέρισμα απίστου κι εκεί αδυσώπητη, με τη θέλησή του, τον θυσιάζει.[13]

Κάθισα αναπαυτικά. Ήθελα να δω το ίδιο μου το αίμα να νικά τα στοιχεία της φύσης. Και να, είχα δίκιο. Όσο το αίμα πλημμύριζε το δωμάτιο, τόσο η βροχή υποχωρούσε και μερικές, αδύναμες ακόμα είναι αλήθεια, ηλιακές ακτίνες άστραφταν στα τζάμια μου. Ένιωσα το αίμα μου να με κυκλώνει, να βυθίζομαι σ’ αυτό καθώς η στάθμη του ανέβαινε, όλο και ανέβαινε. Έσβηνε την προηγούμενη βλάσφημη κάψα και απομάκρυνε μια και καλή την παγωνιά. Ήταν σαν εξιλέωση, ένα μαγικό φίλτρο που εύκολα εξουδετέρωσε τα δόλια μάγια. Μπορούσα τώρα να αφεθώ και να κλείσω τα μάτια, να αφήσω το κόκκινο υγρό να με νανουρίσει. Μαλακά, όμορφα, εκστατικά το αίμα μου χάιδεψε το πρόσωπο και έκλεισε με έναν ελαφρύ παφλασμό πάνω από το κεφάλι μου, λικνίζοντας με γλυκά μέσα στην αγκαλιά του.

-Ποτέ δεν έδωσα πίστη σ’ αυτό που πίστευα. Γέμισα τα χέρια μου με άμμο, την ονόμασα χρυσό, άνοιξα τα χέρια και την άφησα να γλιστρήσει.[14]


[1] Οδυσσέας Ελύτης, Το Μονόγραμμα, Αθήνα: Εκδόσεις Ίκαρος, 2000, σ. 9

[2] Χάρολντ Πίντερ, Οι Νάνοι, Αθήνα: Καστανιώτης, 2005, σ. 217

[3] Μέλπω Αξιώτη, Δύσκολες Νύχτες, Αθήνα: Εκδόσεις Κέδρος, χ.χ., σσ. 172-173

[4] Χάρολντ Πίντερ, Οι Νάνοι, ό.π. σ. 208

[5] J. D. Salinger, Ο Φύλακας στη Σίκαλη, Αθήνα: Εκδόσεις Επίκουρος, 1978, σ. 127

[6] Μπερνάρντο Σοάρες (Φερνάρντο Πεσσόα), Το Βιβλίο της Ανησυχίας, Αθήνα: 2004, Εκδόσεις Εξάντας, σ. 144

[7] Χάρολντ Πίντερ, Οι Νάνοι, ό.π., σ. 138

[8] Τζαίημς Τζόυς, Οδυσσέας, ό.π., σ. 206

[9] Μίχαελ Έντε, Ο Καθρέφτης μες στον Καθρέφτη, Αθήνα: Εκδόσεις Ψυχογιός, 1989, σσ. 218-219

[10] Νίκος Καββαδίας, Βάρδια, Αθήνα: Εκδόσεις Άγρα, 1989, σ. 124

[11] Μπερνάρντο Σοάρες (Φερνάρντο Πεσσόα), Το Βιβλίο της Ανησυχίας, ό.π., σ. 143

[12] Τζαίημς Τζόυς, Οδυσσέας, ό.π., σ. 437

[13] Αυτόθι, ό.π, σ. 715

[14] Μπερνάρντο Σοάρες (Φερνάρντο Πεσσόα), Το Βιβλίο της Ανησυχίας, ό.π., σ. 297




 

Πέμπτη 04/05/2006

Άτιτλο

-Θα πενθώ πάντα –μ’ ακούς;- για σένα,

μόνος, στον Παράδεισο.[1]

 

Ξύπνησα μέσα στο σκοτάδι. Από το ανοιχτό παράθυρο έμπαινε μόνο κρύος αέρας και καθόλου φως. Κι εκείνες οι φωνές… Οι κουρτίνες ανέμιζαν ανεξέλεγκτα. Μια στιγμή στράφηκαν στο προσκέφαλο μου, θαρρείς σαν φίδια έτοιμα να με τυλίξουν, μετά μια αόρατη δύναμη τις ρούφηξε έξω απ’ το δωμάτιο ώσπου ξαναγύρισαν με ορμή και ξέσπασαν την μανία τους στο πορσελάνινο λαβομάνο. Κομμάτια ακριβής πορσελάνης πετάχτηκαν σε όλο το πάτωμα και ο κρότος σκέπασε για μια στιγμή τον παφλασμό των κυμάτων που γέμιζε τον χώρο σαν τον ήχο της λάβας όπως ξεχύνεται από μανιασμένο ηφαίστειο. Μια στιγμή αργότερα εκείνη η λάμψη άστραψε στον ουρανό και αμέσως ακολούθησε μια βροντή πιο εκκωφαντική από τον θόρυβο της ζημιάς.

 

Η βροχή που τόση ώρα έπεφτε με αργές, χοντρές ψιχάλες άρχισε τώρα να σφυροκοπά με μανία τον ακάλυπτο, σ’ έναν στακάτο ήχο, παρασέρνοντας σκουπίδια και ξερά φύλλα. Σε λίγα λεπτά οι κουρτίνες είχαν βαρύνει απ’ το νερό και κρέμονταν άθλιες μισές μέσα, μισές έξω απ’ το παράθυρο. Δεν σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι, δεν βλεφάρισα καν. Μέσα στο πηχτό σκοτάδι, οι λάμψεις από τις απανωτές αστραπές με τρόμαζαν, όμως ύστερα από λίγο έπαψα να δίνω σημασία και αποκοιμήθηκα, εκεί, στο κέντρο της μανίας.

 

-Τι πρέπει να κάνεις; Ένα: φύγε. Όσο έχεις ακόμα τη δυνατότητα. Είσαι τεχνητή λίμνη που έχει λιμνάσει. Έχεις, το λέω με κάθε ειλικρίνεια, την όψη ανθρώπου που ξόφλησε.[2]

 

Και έτσι, εκείνο το πρωί, αποφάσισα να μη σηκωθώ από το κρεβάτι. Από το ανοιχτό παράθυρο το φως της αυγή έμοιαζε με γάλα αραιωμένο σε νερό. Η πόλη είχε αρχίσει να ξυπνάει, δειλά-δειλά τα πρώτα αυτοκίνητα ακούγονταν στο δρόμο. Ξεκινούσαν διστακτικά και μετά μαρσάριζαν με σιγουριά και δύναμη. Εγώ όμως δεν σκόπευα να σηκωθώ από το κρεβάτι. Ένοιωθα τα σκεπάσματα μουσκεμένα στα πόδια μου, από τη βροχή. Βρεγμένο ήταν και το μαξιλάρι μου, χωρίς εμφανή λόγο.

 

-Οι πράξεις μας δεν παραμένουν ανώνυμες, και να τις συνεχίσει ύστερα από μας ο… -άλλος. Γι’ αυτό δεν είναι οι πράξεις μας συνολικές. Είναι μονόλογος. Ο καθένας ό,τι προφτάσει. Δίχως αντίλαλο. Χωρίς συνέχεια.[3]

 

Οι θόρυβοι της πολυκατοικίας προσπαθούσαν να με βγάλουν απ’ το λήθαργο. Ένα καζανάκι από δίπλα, οι από πάνω να τσακώνονται, το μωρό του απέναντι να κλαίει με παράπονο. Όμως εγώ απλά δεν ήθελα, δεν μπορούσα, να σηκωθώ από το κρεβάτι. Σιγά-σιγά έπαψα να ακούω τον θόρυβο του δρόμου, μια βοή έφτανε μέσα στο μυαλό μου, ένας ήχος σύνθετος και άδειος. Τα μάτια μου καρφώθηκαν στο ταβάνι.

 

Έμοιαζε με χιονισμένο βουνό έτοιμο να με καταπλακώσει. Μια γωνιά μοναχά είχε πρασινίσει από την υγρασία, αυτή η πόλη είναι σαν ένα τεράστιο στόμα, υγρό και δύσοσμο. Ένιωσα σαν να ήταν τα μάτια μου εγκλωβισμένα και καρφωμένα εκεί, δεν μπορούσα να στρέψω το βλέμμα μου μακριά από την πράσινη κηλίδα στη γωνιά της οροφής. Οι βολβοί των ματιών μου ακίνητοι έβλεπαν τον λεκέ να απλώνεται μέχρι που καταβρόχθισε όλο το ταβάνι. Με τρόμο παρακολουθούσα τη μούχλα να κυλάει ρευστή στους τείχους και το πάτωμα και μετά να παίρνει να σκαρφαλώσει στο κρεβάτι μου. Κλώτσησα σπασμωδικά τα σκεπάσματα, διπλώθηκα στα δυο στη μέση του στρώματος και έσφιξα τα γόνατα με τα μπράτσα μου.

 

Ένας ζωντανός και τεράστιος όγκος σχηματίστηκε σταγόνα-σταγόνα μπροστά από την πόρτα, με μακριά, ανατριχιαστικά πλοκάμια που σέρνονταν συρίζοντας προς το μέρος μου. Έκλεισα τα μάτια, μα μπορούσα ακόμα να δω τη μούχλα να πλησιάζει, σχεδόν να αγγίζει τον γοφό μου, να ετοιμάζεται να με τυλίξει. Πίσω από τα κλειστά μου βλέφαρα έβλεπα τον κόσμο σαν ακτινογραφία, λες και μια τεράστια πυρηνική έκρηξη λάμβανε χώρα μέσα στο δωμάτιο μου. Κι ακόμα εκείνες οι φωνές να επιμένουν…

 

-Για τους τρόμους, όμως, ε, γι’ αυτούς δεν έχει ακόμα εφευρεθεί η λέξη. Αυτοί είναι πράγμα ολότελα διαφορετικό. Οι τρελοί των ασύλων πιστεύουν στους τρόμους και τους θεωρούν υπαρκτούς και αποφασιστικά στοιχεία της ζωής. Άποψη πολύ συζητήσιμη.[4]

Μια δυνατή βροντή τράνταξε το δωμάτιο, το πατζούρι χτύπησε με δύναμη στον εξωτερικό τοίχο, τα τζάμια έτριξαν και τα μάτια μου άνοιξαν απότομα. Η πράσινη μούχλα είχε περιοριστεί στη γωνιά της οροφής και εγώ τουρτούριζα από την παγωνιά που γέμιζε τον χώρο λες και ήταν στρατιωτικό νεκροταφείο. Γύρισα ανάσκελα και άπλωσα χέρια και πόδια σε μια στάση που σε άλλους καιρούς θα έφτιαχνε έναν ονειρικό άγγελο του χιονιού. Δεν τράβηξα τις κουβέρτες πάνω μου, το σώμα μου είχε ανατριχιάσει και τα νύχια μου ήταν μελανά, το δόντια μου κροτάλιζαν.

 

-Έκανα κάμποσο να κοιμηθώ. –δεν ήμουνα καθόλου κουρασμένος- αλλά στο τέλος κοιμήθηκα. Το μόνο που ήθελα στην πραγματικότητα ήτανε ν’ αυτοκτονήσω. Μου ‘ρχότανε να σαλτάρω από το παράθυρο. Κι εδώ που τα λέμε μπορεί και να το ‘κανα, αρκεί να ήμουνα σίγουρος πως θα βρισκότανε κάποιος να με σκεπάσει μόλις θα ‘σκαγα κάτω. Δεν ήθελα να μαζευτούνε τίποτα περίεργοι και να με χαζεύουνε που θα ‘χα γίνει λιώμα.[5]

 

Ξαφνικά ήμουν χαμένη σε μια θάλασσα από τσιμέντο, γιγάντια κύματα ορθώνονταν και απειλούσαν να με πνίξουν. Από τα ανοιχτά παράθυρα τους έβγαιναν οι ψυχές των ανθρώπων και με κυνηγούσαν. Τα φανάρια των δρόμων αναβόσβηναν σε ένα τρελό τέμπο και πελώρια ατσάλινα κήτη ορμούσαν να με κατασπαράξουν. Γύρω μου σειρήνες ούρλιαζαν απειλητικά, από πάνω μου γιγαντοαφίσες ανέμιζαν τρομακτικά. Είχα εγκλωβιστεί και η πόλη έκλεινε από πάνω μου σαν ογκώδες βιβλίο, τα πάντα γύρω μου στένευαν και ο αέρας λιγόστευε. Με την τελευταία μου ανάσα ούρλιαξα. Ούρλιαξα όπως δεν έχει ξαναφωνάξει άνθρωπος, κάθε κύτταρο του κορμιού μου φώναζε μαζί μου, οι τρίχες των μαλλιών μου, τα νύχια των ποδιών μου, μπορούσα να ακούσω την μικρή αδύναμη ανάσα μου να μεταμορφώνεται σε έναν όγκο ήχου, πιο δυνατό κι από τη σιωπή.

 

-…Στην πραγματικότητα αυτό που νιώθω είναι νοσταλγία, ένα παρελθόν που κλαίω, μια πραγματική ζωή πεθαμένη που την κοιτάζω επίσημη στο φέρετρο της.[6]

 

Και πάλι η πόλη χάθηκε από τα μάτια μου όσο μυστηριωδώς είχε εμφανιστεί στην αρχή. Τώρα ήμουν μέσα σε ένα δωμάτιο. Όχι το δικό μου. Σε ένα άσπρο δωμάτιο με διαφανείς τοίχους. Απ’ έξω τριγυρνούσαν άνθρωποι. Εγώ τους έβλεπα μα εκείνοι δεν μπορούσαν να με δουν. Περπατούσαν μόνοι ή σε παρέες και το βλέμμα τους ήταν άδειο. Κοίταξα λίγο καλύτερα και είδα ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν πρόσωπο. Είχαν άσχημες ακίνητες μάσκες, άσπρες, νεκρές, αηδιαστικές μάσκες που παρίσταναν ευτυχισμένα ανθρωπάρια. Πλησίασα τον ένα τοίχο. Ήταν σκληρός και κρύος. Χτύπησα με την παλάμη μου, μα δεν ακούστηκε ήχος. Χτύπησα πιο δυνατά και με τα δυο χέρια αλλά πάλι δεν άκουσα τίποτα. Μα δεν ακουγόταν τίποτα έτσι κι αλλιώς, έβλεπα τον κόσμο να γλιστρά γύρω από το κελί μου με τις παγωμένες μάσκες τους και να ανοιγοκλείνουν τα μελανά τους χείλη χωρίς να βγαίνει απ’ αυτά ο παραμικρός ήχος.

 

-Κοιτάζω στον κήπο μου και βλέπω βλασφημίες που περπατούν. Η βλασφημία είναι είδος τρομερό. Κόβουν το λαιμό ενός παιδιού πάνω από το λαιμό μιας γυμνής γυναίκας. Το αίμα κυλάει στην πλάτη της, το αίμα τρέχει ανάμεσα στα κωλομέρια της. Μπροστά στα μάτια μου ο κόσμος διαπράττει ιεροσυλία. Εγώ θα βαδίσω μόνος μου προς το φέρετρο όταν θα έρθει η ώρα.[7]

Σύρθηκα από τοίχο σε τοίχο αναψηλαφώντας την παγωμένη επιφάνια. Κανείς δεν με πρόσεχε, κουλουριάστηκα και πάλι στη γωνιά μου και μαζεύτηκα ένα κουβάρι. Έκλεισα τα μάτια, για να μην βλέπω τα απρόσωπα φαντάσματα, και κράτησα ευλαβικά την αναπνοή μου. Μια στιγμή, δυο, τρεις, κι όλο να φεύγουν οι στιγμές. Κι οι φωνές όλο να πυκνώνουν… Η εκπνοή είναι ακούσια. Καυτός αέρας όρμησε απ’ τα πνευμόνια μου και έλιωσε γλυκά τον παγωμένο τοίχο.

-Δεν μπορείς να φέρεις πίσω τις παλιές μέρες. Σαν να θες να κρατήσεις νερό στις φούχτες σου. Θα ήθελες να ξαναγυρίσεις στα περασμένα; Τότε που μόλις αρχίζαμε. Θα το ήθελες;[8]

 

Πέρασα μέσα απ’ τον καθρέφτη. Μπροστά μου απλωνόταν μια γυμνή πεδιάδα, ένα παγωμένο τοπίο, λείο, αποστειρωμένο, αψεγάδιαστο. Δεν υπήρχε γραμμή του ορίζοντα και το φυσικό φως ερχόταν από έναν ήλιο φτιαγμένο από νέον. Πήρα φόρα κι άρχισα να τρέχω. Δεν υπήρχε γραμμένος δρόμος και ορισμένη οδός. Κάθε κατεύθυνση οδηγούσε ευθεία, και μόνο μπροστά μπορούσα να πάω. Γύρω μου το τίποτα κι εγώ να τρέχω σαν τρελή με την ανάσα κομμένη στη μέση του πουθενά. Τα γυμνά μου μέλη έκαναν θόρυβο, άκουγα τους ήχους που τόσο είχα στερηθεί μέσα στο διάφανο δωμάτιο όπου έμεινα κλεισμένη για μιαν αιωνιότητα. Οι πατούσες χτυπούσαν στο παγωμένο έδαφος, οι μηροί μεταξύ τους, τα μπράτσα τρίβονταν στα πλευρά μου. Μπορούσα ακόμα να ακούσω τα βλέφαρα μου να ανοιγοκλείνουν με έναν ήχο αχνό και μελωδικό, λίγο υγρό και κάπως θλιμμένο.

 

-Δεν έχει νόημα να προσπαθώ να ξεφύγω. Δεν υπάρχει διαφυγή. Αυτά που συμβαίνουν εδώ συμβαίνουν παντού. Συμβαίνουν πάντοτε. Όποιος προσπαθεί να ξεφύγει, πέφτει ακόμα πιο βαθιά στην παγίδα.[9]

 

Μπροστά μου είδα –επιτέλους- κάτι να ξεχωρίζει, ένα οικείο σχήμα, μια μορφή λυτρωτική και απελπιστική. Το σχήμα του σιδερένιου κρεβατιού μου διαγραφόταν στο βάθος του χρόνου. Τα σκουριασμένα του κάγκελα είχαν ξεδιπλώσει την ασφυκτική αγκαλιά τους και με περίμεναν να πέσω μέσα. Έφτασα λαχανιασμένα και χώθηκα στο κουκούλι μου. Έκλεισα τα μάτια γιατί μια στιγμή το φως από νέον έγινε εκτυφλωτικό, και όταν τα άνοιξα ήμουν πάλι πίσω στην κάμαρα μου, ξεσκέπαστη και μαζεμένη σε μιαν άκρη.

 

Αυτή τη φορά όμως δεν κρύωνα, κι ας έβγαζε το χνώτο μου άσπρες τουλίπες ατμού στον αέρα. Εγώ έκαιγα. Έβλεπα αλμυρές σταγόνες ιδρώτα να σχηματίζονται πάνω στην επιδερμίδα μου και να στάζουν στα χλωμά σεντόνια. Τώρα ο αέρας που έμπαινε με βία από το ανοιχτό παράθυρο ήταν ανακουφιστικός, ανέστειλε για λίγο την τρομερή κάψα, και οι σταγόνες της βροχής που τρύπωναν και κυλούσαν στο κορμί μου, ανακατεύονταν ερεθιστικά με τον ιδρώτα μου και έσβηναν τις φωτιές που θέριευαν μέσα μου.

 

Δεν ήθελα να κλείσω τα μάτια άλλο, δεν ήθελα να ταξιδέψω πια, ήθελα μόνο να μείνω εκεί με όλες τις αισθήσεις μου παρούσες και να πεθάνω με τον πιο κοινό τρόπο. Οι σειρήνες από τα πλοία είναι πάντα ένας ήχος μελαγχολικός. Φέρνει στο νου την απώλεια, τον αποχαιρετισμό, κατά κάποιον τρόπο το τέλος, ένα αδιέξοδο που δεν ταυτίζεται με την απεραντοσύνη της θάλασσας. Τώρα όμως τα καράβια ήταν δεμένα στο λιμάνι. Από μακριά είδα ένα σάπιο κουφάρι να πλησιάζει και να αιωρείται έξω απ’ το παράθυρό μου. Ένα κουφάρι πλοίου με όλα του τα όργανα διαλυμένα να πλέει στο πουθενά. Δεν με πήρε μαζί του. Εγώ ήμουν πάντα εκεί, γιατί σήμερα δεν ήθελα να σηκωθώ από αυτό το κρεβάτι.

Τα ποδάρια της μηχανής σταματήσανε. Ένα μάτσο σίδερα λαδωμένα. Να τρακαίρναμε… Να πέφταμε έξω… Τα πάμε τα καράβια ή μας πάνε; Τα λένε «σίδερα», λαμαρίνες… Υπάρχουν καράβια μ’ αρσενικό όνομα κι είναι θηλυκά και το ανάποδο. Είναι κάτι άλλα που σε μισούν από την πρώτη στιγμή που πατάς το ποδάρι σου απάνω τους, σε διώχνουν, σε σπρώχνουν, σκοντάφτεις στους αυλούς, στα κρουζέτα, κι άλλα που σε θέλουνε, σε κάνουνε βίδες τους καρφί, σκαρμό τους. […] Δυο μάτια. Πράσινο το ‘να, σμαραγδί. Τ’ άλλο κόκκινο, ρουμπινί. Τα λένε πλευρικά. Φώτα γραμμής. Είναι μάτια. Τα καράβια δεν τα πάμε. Μας πάνε.[10]

 

Τα μέλη μου έλιωναν από τον πυρετό, μάλλον θα είχα παραισθήσεις, όταν είδα ένα πράσινο, απόκοσμο φως να ξεχύνεται από τον καθρέφτη μου, στον τοίχο δεξιά μου, πάνω από την βαριά ξύλινη τουαλέτα. Δεν ήταν ένα όμορφο φως. Ήταν άρρωστο, εμετικό όσο και προκλητικό, με προκαλούσε να παραβώ την υπόσχεση μου και να σηκωθώ για να κοιτάξω στα μυστηριώδη βάθη του. Δεν αντιστάθηκα πολύ. Οι υποσχέσεις δίνονται για να καταπατώνται, και άλλωστε, τί αξία έχει μια υπόσχεση που δίνει κανείς μόνο στον εαυτό του. Ακούμπησα τα πόδια μου στο πάτωμα. Με δυσκολία σήκωσα το σώμα μου από το στρώμα. Έκανα ένα βήμα, αβέβαιο, κάπως ασταθές το ένα πόδι πίσω από το άλλο και πάλι από την αρχή, δεν ένιωσα το δέρμα μου να σκίζεται, ούτε το αίμα μου να τρέχει όταν πάτησα τα κομμάτια της σπασμένης πορσελάνης. Έπρεπε πάνω απ’ όλα να πλησιάσω τον παράξενο καθρέφτη.

 

-Α, δεν υπάρχει νοσταλγία πιο οδυνηρή απ’ αυτή των πραγμάτων που ποτέ δεν υπήρξαν![11]

 

Ήταν πολύ όμορφος. Η κορνίζα του από σκούρο ξύλο, οβάλ σχήμα, όλος σκαλισμένος με φύλλα κισσού και μικρά βαλανίδια. Κοίταξα δειλά στο παγωμένο κρύσταλλο. Το φως ήταν ακόμα εκεί αλλά κάτι άλλο βρισκόταν τώρα σε πρώτο πλάνο. Ένα χλωμό, κουρασμένο πρόσωπο. Δυο μάτια σκαλισμένα στον γρανίτη, με μια μοβ σκιά κάτω από το καθένα. Δυο χείλια σκασμένα, ματωμένα, σφιγμένα, με δυο κάθετες γραμμές στο πλάι. Μέτωπο χαραγμένο και δυο μελανά φρύδια, αγριεμένα και ανένδοτα. Ζωντανή, μπροστά μου η εικόνα του εφιάλτη.

 

-Νομίζεις ότι ξέφυγες και πέφτεις πρόσωπο με πρόσωπο πάνω στον εαυτό σου. Ο μακρύτερος δρόμος είναι ο κοντύτερος δρόμος για το σπίτι.[12]

 

Δεν υπήρχαν απαντήσεις εκεί, ή αν υπήρχαν δεν μπορούσα να τις δω. Ούτε και ήθελα να τις ακούσω. Ήθελα πια να γυρίσω πίσω στην αφιλόξενη φωλιά μου. Επέστρεψα στο αναστατωμένο κρεβάτι και σκαρφάλωσα πάνω του με κόπο. Ακούμπησα την πλάτη μου στο κρύο κεφαλάρι και κοίταξα το παράθυρο πρώτα, το δωμάτιο μετά. Τι αστείο. Μπορούσα τώρα να δω πάνω στα σεντόνια μου μια ευπρόσδεκτη κηλίδα θερμού χρώματος που ολοένα και μεγάλωνε. Ζεστό αίμα που η παγωμένη βροχή δεν μπορούσε να ξεπλύνει, δεν μπορούσε να του παραβγεί.

 

-Κάποιος εξ’ όλων, ο ελάχιστος, είναι το προκαθορισμένο θύμα. Την πρώτη φορά από αμέλεια, τη δεύτερη φορά προσχεδιασμένα, προκαλεί τη μοίρα του. εκείνη έρχεται, όταν αυτός έχει παραιτηθεί και τον προκαλεί, όταν αυτός διατάζει, και σαν οπτασία ελπίδας και νεότητας τον συλλαμβάνει χωρίς αυτός να αντιστέκεται. Τον οδηγεί σε ένα παράξενο ενδιάμεσο ενδιαίτημα, σ’ ένα κρυφό διαμέρισμα απίστου κι εκεί αδυσώπητη, με τη θέλησή του, τον θυσιάζει.[13]

 

Κάθισα αναπαυτικά. Ήθελα να δω το ίδιο μου το αίμα να νικά τα στοιχεία της φύσης. Και να, είχα δίκιο. Όσο το αίμα πλημμύριζε το δωμάτιο, τόσο η βροχή υποχωρούσε και μερικές, αδύναμες ακόμα είναι αλήθεια, ηλιακές ακτίνες άστραφταν στα τζάμια μου. Ένιωσα το αίμα μου να με κυκλώνει, να βυθίζομαι σ’ αυτό καθώς η στάθμη του ανέβαινε, όλο και ανέβαινε. Έσβηνε την προηγούμενη βλάσφημη κάψα και απομάκρυνε μια και καλή την παγωνιά. Ήταν σαν εξιλέωση, ένα μαγικό φίλτρο που εύκολα εξουδετέρωσε τα δόλια μάγια. Μπορούσα τώρα να αφεθώ και να κλείσω τα μάτια, να αφήσω το κόκκινο υγρό να με νανουρίσει. Μαλακά, όμορφα, εκστατικά το αίμα μου χάιδεψε το πρόσωπο και έκλεισε με έναν ελαφρύ παφλασμό πάνω από το κεφάλι μου, λικνίζοντας με γλυκά μέσα στην αγκαλιά του.

 

-Ποτέ δεν έδωσα πίστη σ’ αυτό που πίστευα. Γέμισα τα χέρια μου με άμμο, την ονόμασα χρυσό, άνοιξα τα χέρια και την άφησα να γλιστρήσει.[14]

 

Εβίτα Λύκου

Α.Μ. 41030029

 


[1] Οδυσσέας Ελύτης, Το Μονόγραμμα, Αθήνα: Εκδόσεις Ίκαρος, 2000, σ. 9

[2] Χάρολντ Πίντερ, Οι Νάνοι, Αθήνα: Καστανιώτης, 2005, σ. 217

[3] Μέλπω Αξιώτη, Δύσκολες Νύχτες, Αθήνα: Εκδόσεις Κέδρος, χ.χ., σσ. 172-173

[4] Χάρολντ Πίντερ, Οι Νάνοι, ό.π. σ. 208

[5] J. D. Salinger, Ο Φύλακας στη Σίκαλη, Αθήνα: Εκδόσεις Επίκουρος, 1978, σ. 127

[6] Μπερνάρντο Σοάρες (Φερνάρντο Πεσσόα), Το Βιβλίο της Ανησυχίας, Αθήνα: 2004, Εκδόσεις Εξάντας, σ. 144

[7] Χάρολντ Πίντερ, Οι Νάνοι, ό.π., σ. 138

[8] Τζαίημς Τζόυς, Οδυσσέας, ό.π., σ. 206

[9] Μίχαελ Έντε, Ο Καθρέφτης μες στον Καθρέφτη, Αθήνα: Εκδόσεις Ψυχογιός, 1989, σσ. 218-219

[10] Νίκος Καββαδίας, Βάρδια, Αθήνα: Εκδόσεις Άγρα, 1989, σ. 124

[11] Μπερνάρντο Σοάρες (Φερνάρντο Πεσσόα), Το Βιβλίο της Ανησυχίας, ό.π., σ. 143

[12] Τζαίημς Τζόυς, Οδυσσέας, ό.π., σ. 437

[13] Αυτόθι, ό.π, σ. 715

[14] Μπερνάρντο Σοάρες (Φερνάρντο Πεσσόα), Το Βιβλίο της Ανησυχίας, ό.π., σ. 297