Κοντά στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς κυκλοφόρησε ο νέος δίσκος του Φοίβου Δεληβοριά, ο έκτος κατά σειρά ηχογραφημένος σε στούντιο, με τον τίτλο «Ο Αόρατος Άνθρωπος». Πολυαναμενόμενος στον χώρο που κινείται ο τραγουδοποιός (πείτε τον έντεχνο, πείτε τον ελληνικό εναλλακτικό, πείτε τον όπως θέλετε τέλος πάντων) και στους κύκλους των ακροατών του –αποφεύγω να χρησιμοποιήσω την μετάφραση «οπαδοί» του αγγλικού fans, δεν μ’ αρέσει– ο δίσκος έχει ήδη προκαλέσει σωρεία θετικών σχολίων σε ιστολόγια και μουσικά περιοδικά, θετικά σχόλια που μου δίνουν την εντύπωση του τυποποιημένου, περίπου όπως η πλειονότητα των τραγουδιών του άλμπουμ.

Προσωπικά είμαι ακροατής δίσκων. Μ’ αρέσει ν’ ακούω μια δουλειά ως ολοκληρωμένο έργο, από αρχής μέχρι τέλους, και η αγαπημένη μου εμπειρία είναι όταν με το που τελειώσει ο δίσκος να παίζει θέλω να πατήσω το replay και να τον βάλω να παίζει ξανά φτου κι απ’ την αρχή. Σε αλλοτινές εποχές θα ήμουν το είδος του ακροατή που κυριολεκτικά έλιωνε τα βινύλια, όμως αυτή η έκφραση δεν μπορεί να εφαρμοστεί για τους ψηφιακούς δίσκους, πόσο μάλλον για τα αποθηκευμένα στον υπολογιστή mp3 αρχεία. Όμως η μουσική μου νοοτροπία είναι αυτής της σχολής, και τηρουμένων των αναλογιών όταν έχω στα χέρια μου έναν καινούριο δίσκο επιθυμώ να επιθυμώ να τον «λιώσω».

Με λύπη παρατηρώ ότι τα τελευταία χρόνια η τάση ξεφεύγει διαρκώς από την έννοια του ολοκληρωμένου έργου και προσανατολίζεται προς το single hit, τις μεμονωμένες επιτυχίες που μπορούν να κυκλοφορήσουν αστραπιαία μέσω youtube και κοινωνικών δικτύων, και να σηκώσουν στην πλάτη τους το βάρος του υπόλοιπου προϊόντος, το οποίο δεν είναι καθόλου ανάλογο της δικής τους ποιότητας και απήχησης. Αυτό δεν είναι κάτι που συμβαίνει αποκλειστικά στο εμπορικό τραγούδι, έχει δυστυχώς το φαινόμενο προκύψει και στην αυλή της λεγόμενης ποιοτικής σκηνής, όπου ο δίσκος μοιάζει να είναι μια δικαιολογία για την προώθηση των δυο ή τριών πραγματικά αξιόλογων κομματιών, ενώ όλα τα υπόλοιπα ίσως δεν είναι για τα σκουπίδια, είναι όμως στην καλύτερη περίπτωση αδιάφορα.

Αυτό δυστυχώς συμβαίνει και με τον «Αόρατο Άνθρωπο» του Δεληβοριά, έναν δημιουργό που μας είχε (κακο)μαθημένους σε μια έντονη προσωπική υπογραφή που μοιάζει εδώ να έγινε αδικαιολόγητα μουντζούρα. Η μουσική τετριμμένη, πολυφορεμένη σε προηγούμενες δουλειές του, ίσα που σώζεται από την ενδιαφέρουσα ενορχήστρωση. Ο στίχος έχει πραγματικά ξεφύγει. Όχι με την καλή έννοια. Στα περισσότερα τραγούδια μοιάζουν οι λέξεις να έχουν μπει στη σειρά, χωρίς κανέναν μεταξύ τους συνεκτικό δεσμό. Οι στίχοι θυμίζουν αμυδρά μόνο και με κόπο τον Φοίβο του «Καθρέφτη» που έσπαγε κόκαλα∙ το μπρίο που κυριαρχούσε στον δίσκο «Χάλια» έχει ξεθωριάσει∙ η ιδιαίτερη προσωπικότητα του δημιουργού που ξεχώριζε ακόμα και στον «Έξω» του 2007 μοιάζει σ’ αυτή την δισκογραφική δουλειά να τρεκλίζει και να σέρνεται χωρίς συγκεκριμένο σκοπό και στόχο. Εδώ σχεδόν τίποτα δεν ξεχωρίζει. Ο δίσκος μπορεί ν’ ακουστεί απ’ αρχής μέχρι τέλους ως βαβούρα∙ ακόμα και το «Ωροσκόπιο» με την Αρλέτα δεν κάνει καμιά ουσιαστική διαφορά, κι ενώ στο ντουέτο «Το Σκοτάδι των Δυο» σε ξυπνάει γλυκά η μελωδική φωνή της Ρένας Μόρφη, σύντομα το επαναλαμβανόμενο μοτίβο σε αποκοιμίζει και πάλι, μια που ο απλοϊκός στίχος δεν κάνει τίποτα για να σε κρατήσει ξύπνιο.

Τρία απ’ τα έντεκα τραγούδια ξεχώρισα στον δίσκο, που πραγματικά χάρηκα ν’ ακούω ξανά και ξανά. Το «Θα ‘θελα να ‘μουν Εκεί» είναι ένα απλά όμορφο αφηγηματικό κομμάτι που πραγματώνει αυτό που ο Δεληβοριάς ξέρει να κάνει καλύτερα: να λέει ιστορίες με τη μουσική και τον στίχο του. Ακούγοντάς το ξεγλιστράς «απ’ το χάδι του ήχου κι όλους αυτούς που βήχουν» και ταξιδεύεις στην ιστορία που σου προσφέρουν οι απλές λέξεις και το ωραίο πιάνο, χωρίς περιττές εξάρσεις και φλυαρία: «Ναι, θέλω αν θέλεις να ‘μαι εκεί/στην τώρα φωτιστή σκηνή/λίγο μετά από την αγάπη/όταν με την ομορφιά σου μόνο/θα φτιάξεις νέο χρόνο/μ’ όλες τις μέρες που δεν ήμουνα εκεί». Στίχος που παίζει με την έννοια του χρόνου, με την έννοια της απουσίας και την πλασματικότητα των αναμνήσεων σε χαριτωμένους τόνους που γαληνεύουν τον ακροατή.

Μελαγχολικό σε ένα ψυχεδελικό κλίμα, το «Χωρίς», μιλάει για την απουσία με λόγια απλά, τόσο απλά που χτυπούν κατευθείαν στην καρδιά: «Άλλος τώρα σε κοιτάει άλλος έχει αυτό που θες/σου το λέει πως σ’ αγαπάει και σ’ ακούει να του το λες/Όλα είν’ ίδια μόνο αλλάζει η γωνία που θα τα δεις/κάνε εκείνο που σου μοιάζει και για μένα μη σκεφτείς/Γίνε εκείνο που σου μοιάζει και για μένα μη σκεφτείς». Ο τραγουδοποιός εντοπίζει με ακρίβεια την επιτακτική ανάγκη να «γίνεις αυτό που σου μοιάζει» που φαίνεται να έχει κυριεύσει όλη την σύγχρονή μας εποχή, έτσι ώστε όλη η ζωή μας φαίνεται να έχει γίνει ένας τεράστιος αγώνας να μοιάσουμε σ’ αυτό που θα θέλαμε να είμαστε, όσο ασυναίσθητα αποξενωνόμαστε απ’ αυτό που υπήρξαμε.

Τέλος, το «Καταφύγιο», τελευταίο κομμάτι του δίσκου, που ευτυχώς μένει ως μια ευχάριστη επίγευση, είναι ένα γλυκό τραγουδάκι στο γνώριμο στυλ του Δεληβοριά, η αναπόληση μιας εποχής πιο ρομαντικής και λιγότερο απαιτητικής, που μιλάει νοσταλγικά στον σύγχρονο ακροατή, τον φορτωμένο από υποχρεώσεις και δάνεια: «Αγάπη μου έχω εδώ ένα καταφύγιο που δεν χτυπάει του χρόνου το μαστίγιο/να ‘ρθείς εδώ να κάτσεις και να κάνουμε παιδιά/κι ύστερα θα σκεφτούμε για μετά». Θα κρατήσω αυτό τον στίχο απ’ τον «Αόρατο Άνθρωπο» του Δεληβοριά, και θα τον τοποθετήσω σ’ εκείνη την ξεχωριστή θέση με τα όμορφα, γλυκόπικρα τραγούδια του των προηγούμενων δίσκων. Θα ξεχάσω τα τραγούδια που τους αξίζει να ξεχαστούν και θα περιμένω την επόμενη δουλειά του, ελπίζοντας μέχρι τότε να έχει ξαναβρεί το κέφι του.