Ο καθένας έχει βρεθεί στη θέση μου. Εγώ έχω βρεθεί στη θέση μου περισσότερες από μια φορές. Ξέρεις ότι περνάει, ξέρεις ότι έρχεται κάποια στιγμή που δεν έχει πια σημασία, ότι θα φτάσει ο καιρός που το παρελθόν θα έχει πια παρέλθει. Και όλο το ενδιάμεσο διάστημα επιβιώνεις. Βάζεις το ένα πόδι μπροστά απ’ το άλλο και πορεύεσαι γιατί δεν έχεις την πολυτέλεια να κάνεις αλλιώς. Όπως και να έχουν τα πράγματα ο κόσμος συνεχίζει να προχωράει, η ζωή συνεχίζεται εν γένει, και αποκλείεται να κάνει στάση για να κατέβεις τώρα και να σου επιτρέψει να συνεχίσεις αργότερα.  Οπότε τραβάς όπως-όπως και αναμένεις να έρθει η εποχή που πια όλη αυτή η προσπάθεια θα έχει γίνει αυτοματισμός. Δεν ελπίζεις να ξεχάσεις, γιατί ξέρεις πως δεν ξεχνιούνται τέτοια πράγματα, αλλά ξέρεις ότι σε περιμένει μια χαραμάδα στο μέλλον που ό,τι έγινε δεν θα έχει πια σημασία. Και αυτή τη στιγμή την τρέμεις, και την πολεμάς, γιατί δεν θέλεις να φτάσει ποτέ, γιατί ενώ ξέρεις πως πρέπει δεν θέλεις να ξεπεράσεις αυτό που σε πληγώνει, ίσως γιατί αυτό που σε πληγώνει σε ξεπερνάει σε βαθμό σχεδόν υπερφυσικό.  Η περίοδος που βιώνεις μια ερωτική απογοήτευση είναι περίοδος στασιμότητας. Δεν μπορείς να κάνεις βήμα ούτε μπρος ούτε πίσω και είσαι εξ ορισμού αδύναμος, αβοήθητος, πεπεισμένος πως τίποτα δεν εξαρτάται από σένα και τίποτα δεν είναι στο χέρι σου. Ανάλογα με την ένταση των συναισθημάτων και την ποιότητα της χυλόπιτας η κατάσταση αυτή μπορεί να διαρκέσει από μερικές εβδομάδες έως χρόνια. Μπορεί να σου γίνει μια ωραιότατη εμμονή και να καταλήξεις να χρειάζεσαι επαγγελματική βοήθεια για να συνέλθεις. Μπορεί ακόμα να μην συνέλθεις ποτέ (αν και αυτό συμβαίνει συχνότερα στις γαλλικές ταινίες και τις μελοδραματικές νουβέλες παρά στην αληθινή ζωή). Αυτό το τελευταίο καλύτερα να μην το σκέφτεσαι∙ είναι από όλες τις απόψεις προτιμότερο να θέσεις στον εαυτό σου ένα όριο για το πόσο θα διαρκέσει η μαύρη σου μαυρίλα, και να στοχεύσεις προς αυτό με -όση μπορείς να βρεις- θετική διάθεση.

Η τελευταία περίοδος έχει υπάρξει δύσκολη για τον περισσότερο κόσμο που γνωρίζω. Σχεδόν κανείς δεν είναι (στα) καλά (του). Φταίει το οικονομικοκοινωνικό κλίμα; Φταίει ο ανάδρομος Ερμής; Φταίει η κακιά μας η μοίρα; Δεν ξέρω τί φταίει. Αυτό που ξέρω είναι πως όλοι μου οι φίλοι είναι σε μια κατάσταση λίγο ως πολύ παρόμοια με την δική μου και μάλιστα χωρίς -όπως κι εγώ- να βλέπουν φως στην άκρη αυτού του σκοτεινού τούνελ. Στις περισσότερες περιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένης της δικής μου, η διάγνωση είναι καθαρά και ξάστερα «βλακεία». Σε απολύτως λογικούς όρους θα έπρεπε να είμαστε σε θέση να δούμε ότι ο άνθρωπος για τον οποίο χτυπιόμαστε σαν φρεσκοψαρεμένα χταπόδια έχει αποδειχθεί εντελώς κατώτερος των περιστάσεων και δεν αξίζει ούτε μια σταγόνα απ’ τους κουβάδες δακρύων που χύνουμε για χάρη του. Κι εκεί πρέπει να τελειώσει το θέμα. Έλα μου όμως που τα καταραμένα συναισθήματα δεν λειτουργούν έτσι… Δεν θέλω να το γενικεύσω, γιατί αντιλαμβάνομαι ότι πολλοί άνθρωποι λειτουργούν με διαφορετικό τρόπο και μολονότι υποπτεύομαι ότι υπάρχει μια κοινή γραμμή σε τέτοιες ιστορίες που επαναλαμβάνεται ανά τους αιώνες, εγώ θα μιλήσω για τον εαυτό μου, σε μια προσπάθεια να ζωγραφίσω έναν χάρτη με τα κυριότερα σημεία της ερωτικής απογοήτευσης που ενδεχομένως να έχει κάποια χρησιμότητα σε θεωρητικό επίπεδο.

Είμαι άνθρωπος που βιώνει τα πάντα στον υπερθετικό βαθμό. Για κακή μου τύχη. Είμαι ίσως κάποιου είδους τζάνκι των συναισθημάτων, με αποτέλεσμα να φέρνω πάντα τον εαυτό μου στα όρια, να ζω τη ζωή μου σε μια μόνιμη συναισθηματική ένταση που μπορεί να χαρακτηριστεί από ψυχοφθόρα έως επικίνδυνη. Έχω ερωτευτεί δυο φορές στη ζωή μου, και μερικές ακόμα έχω ζήσει κάποιους εφήμερους ενθουσιασμούς που πέρασαν χωρίς ν’ αφήσουν σοβαρά σημάδια. Και οι δυο μου μεγάλοι έρωτες ήταν ΜΕΓΑΛΟΙ. Δραματικοί. Εξουθενωτικοί. Κινηματογραφικοί σχεδόν. Και στις δυο περιπτώσεις βγήκα εντελώς αποδομημένη ως χαρακτήρας και προσωπικότητα, κι έπρεπε να με ανασυνθέσω σχεδόν απ’ το μηδέν. Την πρώτη φορά επαναδημιούργησα τον εαυτό μου με όλους τους λάθος τρόπους. Ύψωσα όλων των ειδών τις άμυνες και τα τείχη με αποτέλεσμα να γίνω για χρόνια απροσπέλαστη. Αποφάσισα (μιλάμε για μια απόφαση απ’ αυτές που παίρνουν οι άνθρωποι και το σύμπαν γελάει) ότι δεν θα ξαναερωτευτώ μ’ αυτό τον τρόπο, ότι δεν θα επιτρέψω ποτέ ξανά στον εαυτό μου να βρεθεί σε θέση τέτοια που να εξαρτάται η συναισθηματική μου σταθερότητα από τις διαθέσεις κάποιου άλλου, αποφάσισα ότι οποιοδήποτε σημάδι ευαισθησίας, οποιοδήποτε στοιχείο σε καθιστά ευάλωτο απέναντι στο(ν) Άλλο πρέπει να καταπνίγεται εν τη γενέσει του, να ξεριζώνεται με βία και να ψεκάζεται με φλιτ ώστε να μην ξαναφυτρώσει. Με αυτή μου τη συμπεριφορά πλήγωσα στα χρόνια που μας πέρασαν μια σειρά από ανθρώπους και είμαι βεβαία πώς υπάρχουν τουλάχιστον δυο-τρεις άντρες εκεί έξω που σε κάποια φάση της ζωής τους έκαναν την φωτογραφία μου στόχο για βελάκια. Δεν νιώθω ότι χρωστάω κάποια φοβερή συγνώμη σε κανέναν, γιατί παρά την τρομακτική μου αυτάρκεια και συναισθηματική ψυχρότητα, δεν υπήρξα ποτέ ψεύτρα, και δεν εξαπάτησα ποτέ κανέναν. Ενδεχομένως η συμπεριφορά μου να πλήγωσε περισσότερο απ’ όσο αν είχα επιλέξει να κάνω την γατούλα και να κρύψω τα όσα πραγματικά (δεν) αισθανόμουν, αλλά αφενός δεν θεωρώ ότι είναι σωστό να αποφασίζεις εσύ ποιο μερίδιο της αλήθειας* μπορεί να μάθει ο άλλος, και αφετέρου είμαι παθολογικά ανίκανη να υποκριθώ σε τέτοια (ή άλλα) θέματα.

Έτσι πέρασα το πρώτο μισό της δεκαετίας των είκοσι πολεμώντας με σχετική επιτυχία κάθε ενδεχόμενη παράδοσή μου στον φτερωτό θεούλη. Και βέβαια εννοείται πως το πλήρωσα κι ησύχασα. Αυτό φυσικά έχει ως αποτέλεσμα η δεύτερη ερωτική μου απογοήτευσή να είναι συντριπτικά πιο δραματική, γιατί σε αντίθεση με την πρώτη φέρω ένα τεράστιο μερίδιο ευθύνης που κάνει την όλη κατάληξη ακόμα πιο επώδυνη και την διαδικασία του ξεκολλήματος ακόμα πιο επίπονη. Ας μην μπούμε σε λεπτομέρειες που δεν έχουν τίποτα να προσφέρουν στην κουβέντα μας. Είναι ένα αντικειμενικό γεγονός πως ό,τι έγινε έγινε και ό,τι τέλειωσε τέλειωσε. Πορεύτηκα πάντα με την αρχή πως δεν έχει νόημα να προσπαθείς να πολεμήσεις (πόσο μάλλον να αντιστρέψεις) την έλλειψη συναισθημάτων του άλλου, και δεν σκοπεύω ν’ αλλάξω αντιμετώπιση του πράγματος τώρα, κάτι που εκτός των άλλων θα ήταν και ολωσδιόλου αναποτελεσματικό. Παρόλα αυτά δεν μπορώ ν’ αλλάξω και τα δικά μου συναισθήματα, και ούτε ωφελεί πια να τα καταπιέσω, καθώς μέσα απ’ αυτή την δεύτερη διαδικασία αποδόμησης έχασα κάπως την ικανότητά μου να αποτραβιέμαι απ’ τα επώδυνα∙ είναι λες και το ένστικτο αυτοσυντήρησής μου με εγκατέλειψε κι έφυγε γι’ άλλη γη κι άλλα μέρη χωρίς να μου πάρει καθόλου την άδεια. Βγαίνοντας όμως αυτή την περίοδο από έναν χρονικά εκτεταμένο νευρικό κλονισμό, ξέρω ότι πρέπει έστω και τεχνηέντως να δημιουργήσω δικλίδες ασφαλείας για να μην καταλήξω κατευθείαν στο ψυχιατρείο. Απ’ την άλλη μεριά ξέρω ότι αυτή τη φορά οφείλω να μάθω απ’ τα λάθη μου και να μην επιτρέψω στον εαυτό μου να καταφύγει στην ασφάλεια της πλήρους αποστασιοποίησης απ’ τα γήινα. Είναι ίσως αυτή η δεύτερη αποδόμηση η ευκαιρία μου να βελτιώσω έναν χαρακτήρα  προβληματικό σε πολλά επίπεδα.

Το καθεστώς της ερωτικής απογοήτευσης είναι μια διαδικασία αναθεώρησης των δεδομένων. Τουλάχιστον για μένα.  Σε πρώτη φάση βιώνω ένα καθολικό σοκ. Δεν μπορώ να χωνέψω ότι η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί με αφορά. Ότι αυτό που πλασάρεται ως «τέλος», οριστικό κι αμετάκλητο, είναι κάτι στο οποίο πρέπει να παραδοθώ, να συναινέσω, να το αποδεχτώ τέλος πάντων και να το πάρω απόφαση. Κι ύστερα έρχεται το κλάμα. Ώρες ολόκληρες με τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι να στάζουν σαν ορεινές βρυσούλες, και τους γύρω μου ν’ αναρωτιούνται μεγαλοφώνως πως στο καλό τα καταφέρνω να μην παθαίνω αφυδάτωση. Οι μέρες περνούν, οι μήνες περνούν, έχει ήδη κλείσει χρόνος και την πιο χρήσιμη απόφαση απ’ όλες, την απόφαση να πάψω ν’ ασχολούμαι με το ζήτημα είμαι ανίκανη να την πάρω, παρότι περιέργως δεν τρέφω ελπίδες ούτε περιμένω το εξ ουρανού θαύμα που θα αντιστρέψει την κατάσταση. Σε μια πρόσφατη και πρόσκαιρη αναζωπύρωση της θλιβερής μου ιστορίας ένας φίλος με πέρασε γενεές δεκατέσσερις για την εμμονή μου να επιστρέφω σε κάτι που με έχει απογοητεύσει (sic) τόσες πολλές φορές. «Δεν μπορώ να σε βλέπω να καταστρέφεις τον εαυτό σου κατ’ αυτό τον τρόπο», μου είπε, «συμπεριφέρεσαι σαν ναρκομανής που σε κάθε ευκαιρία αποζητάς τη δόση σου ενώ ξέρεις ότι αυτό σε σκοτώνει». Δεν κρύβω ότι με σόκαρε η προσέγγισή του. Βλέποντας την ιστορία μου από μέσα δεν είχα καταφέρει να δω αυτό που εκείνος παρατήρησε με τόση ευκολία. Ότι η ερωτική μου απογοήτευση είχε ξεπεράσει τον βαθμό της εμμονής και πορευόταν στον δρόμο της βαρβάτης παθολογίας. Η αλήθεια είναι πως οποιοσδήποτε βρίσκεται σε αντίστοιχη φάση στη ζωή του, με την εξαίρεση κάποιων ανθρώπων που είναι όντως πολύ δυνατοί χαρακτήρες, βουλιάζει σε μια επικίνδυνη ψυχοπαθολογία όπου όλα είναι εξηγήσιμα και δικαιολογημένα, και τα πάντα εντάσσονται μέσα στο πλαίσιο του «στον έρωτα και στον πόλεμο όλα επιτρέπονται».

Πέρασα πάρα πολύ καιρό προσπαθώντας να εκλογικεύσω την κατάσταση. Η εκλογίκευση είναι πάντα η άμυνά μου. Αν δεν ανακαλύψω τις αιτίες και δεν εντοπίσω τις δομές της συμπεριφοράς του άλλου δεν μπορώ να βρω ησυχία και στην προκειμένη περίπτωση η δυσκολία του να εξηγήσω τί συνέβαινε και γιατί, η μονίμως αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά που εισέπραττα, μου δημιούργησε μια εσωτερική ταραχή που μου πήρε σχεδόν ένα χρόνο να καταλαγιάσω. Κατέληξα εν τέλει σε μια συμβιβαστική λύση με τον εαυτό μου, και αυτό με έχει βοηθήσει στο να επιβιώνω όσο οι μέρες περνούν και μέχρι να έρθει η οριστική λήξη μέσα μου. Αποφάσισα ότι πρέπει να αποδεχθώ πλήρως ότι τα συναισθήματά μου είναι αυτά που είναι ενώ παράλληλα η κατάσταση έχει ως έχει και ν’ αφήσω αυτές τις δυο πραγματικότητες να τρέχουν παράλληλα και ανεξάρτητα η μια απ’ την άλλη. Τις δυο-τρεις πρώτες μέρες που εφάρμοσα αυτό το νέο σύστημα σκέψης κατέληξα με σοβαρή ημικρανία, καθώς το μυαλό μου προσπαθούσε να μάθει σε έναν ολωσδιόλου καινούριο τρόπο προσέγγισης του ζητήματος. Ύστερα από μερικές μέρες οι προσπάθειές μου άρχισαν να αποδίδουν καρπούς. Μπορεί ακόμη να είναι αυτό(ς) το πρώτο πράγμα που σκέφτομαι όταν ξυπνάω και το τελευταίο πριν κοιμηθώ, αλλά παράλληλα μπορώ να σκεφτώ κι άλλα πράγματα της καθημερινότητας, την διατριβή μου, την αναζήτηση εργασίας, τα νέα του μνημονίου, και τα λοιπά, και τα λοιπά, και τα λοιπά. New age, ουτοπικές προσεγγίσεις του στυλ «βάζω τον εαυτό μου πάνω απ’ όλα», «βρίσκω τη δύναμη μέσα μου», «αγαπάω εμένα πρώτα» και τα συναφή δεν ταιριάζουν στην ιδιοσυγκρασία μου, οπότε δεν τα επιχειρώ. Προσπαθώ να απασχοληθώ με χίλιους διαφορετικούς τρόπους, όχι για να μην σκέφτομαι αυτό που με πονάει, αλλά για να μπορώ να σκέφτομαι ΚΑΙ κάτι άλλο ταυτόχρονα.

Βγαίνω έξω πιο πολύ, κοινωνικοποιούμαι κάπως περισσότερο απ’ όσο συνήθως, μιλάω στο τηλέφωνο όλη την ώρα (όχι μόνο γι’ αυτό αλλά και για άλλα θέματα εσχάτως) και γενικώς προσπαθώ να επανέλθω στο μονοπάτι μιας ζωής που περιέχει κι άλλα πράγματα πέρα απ’ τον χαμένο μου έρωτα. Σε μια συζήτηση με κολλητή μου φίλη πρόσφατα έκανα έναν χρήσιμο διαχωρισμό «δεν είναι πως δεν θέλω, είναι όμως το ότι ειλικρινά δεν προσμένω κάτι, που έχει κάνει τα πράγματα πιο εύκολα». Η ελπίδα είναι κακός σύμβουλος σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Όταν καταφέρεις να την στραγγαλίσεις και να την θάψεις πέντε μέτρα κάτω απ’ το χώμα είσαι σε καλό δρόμο. Η επιθυμία παλεύεται πολύ πιο εύκολα, γιατί ξέρεις ότι είναι θέμα που αφορά εσένα αποκλειστικά και μόνο, ενώ η ελπίδα περιλαμβάνει την πιθανή ανταπόκριση του άλλου, πράγμα που περιπλέκει τα πράγματα τραγικά. Η αναμνήσεις είναι ακόμα πρόβλημα, κυρίως για μένα που έχω μια φοβερά καλή μνήμη, που συγκρατεί όλων των ειδών τις άχρηστες λεπτομέρειες με αποτέλεσμα η ταλαιπωρία μου σε τέτοιες περιπτώσεις να γιγαντώνεται καθώς το «όλα σε θυμίζουν» παύει να είναι τίτλος τραγουδιού και γίνεται η θλιβερή μου καθημερινότητα. Δεν μπορώ να πω ότι έχω ακόμα ησυχάσει. Θα ήθελα τα πράγματα να ήταν αλλιώς. Είχα την διάθεση να χτίσω ένα ολόκληρο μέλλον με αυτό τον άνθρωπο, πράγμα που δεν μου συμβαίνει πολύ συχνά. Για την ακρίβεια δεν μου έχει συμβεί ποτέ στο παρελθόν. Δεν είναι πως έχασα τον ιδανικό (ή εξιδανικευμένο) έρωτα. Είναι ότι γκρεμίστηκαν τα σχέδιά μου για μια ζωή, για μια οικογένεια, για μια σχέση που θεωρούσα ό,τι πιο σημαντικό έχω βιώσει.

Πολλοί άνθρωποι μου λένε ότι είμαι μικρή ακόμα, ότι δεν ξέρω τί πάει να πει απώλεια, ότι όλη η ζωή είναι μπροστά μου για να ερωτευτώ ξανά και ότι σε τελική ανάλυση δεν είναι δυνατόν να ήταν ο εν λόγω ο μεγάλος μου έρωτας. Σ’ αυτά έχω μόνο ν’ απαντήσω ότι είναι θεωρίες και στην πράξη πέφτουν όλα μπλουμ μες στο νερό. Μπορεί να ισχύουν στο εκατό τοις εκατό, όμως δεν μπορώ εκ των προτέρων να καθησυχαστώ με πράγματα που μπορεί να έρθουν ή να μην έρθουν, μπορεί να ισχύουν μα ίσως κι όχι. Ο χρόνος θα δείξει και εδώ είμαστε να το συζητήσουμε ξανά. Για την ώρα θα ήθελα μόνο να ζητήσω απ’ αυτούς τους φίλους να μην με πιέζουν, να μην απαξιώνουν αυτό που αισθάνομαι, να μην προσπαθούν να με κάνουν να αντιμετωπίσω το πρόβλημα με βάση τις δικές τους εμπειρίες. Δεν γίνεται και μου δημιουργεί μόνο αχρείαστη πίεση. Ο καθένας στις περιπτώσεις αυτές οφείλει να βρει έναν δικό του τρόπο θεωρητικοποίησης του προβλήματος, και αντιμετώπισής του, και ενώ οι αφηγήσεις και η υποστήριξη των άλλων μπορεί να είναι οπωσδήποτε μια σημαντική βοήθεια, δεν μπορείς με κανέναν τρόπο να βασίσεις τις αντιδράσεις σου σε συμβουλές τρίτων. Και να ήθελες δηλαδή δεν νομίζω ότι θα ήταν δυνατό.

Είναι κρίμα όταν τα πράγματα τελειώνουν έτσι κι αλλιώς. Όταν τελειώνει κάτι που δεν θέλεις να τελειώσει είναι τραυματικό. Όμως είναι όλα μέσα στο παιχνίδι και μ’ αυτή την κοινότοπη διαπίστωση θα σας αφήσω γι’ απόψε. Θα επανέλθω σύντομα με κάποιο εξίσου σπαραξικάρδιο θέμα.

*Η συζήτηση περί αλήθειας (γενικής, ειδικής, αντικειμενικής, υποκειμενικής) είναι ένα θέμα πολύ μεγάλο για να το συμπεριλάβω στην παρούσα ανάρτηση∙ επιφυλάσσομαι να το συζητήσω στο μέλλον.