Ο Χάρολντ Κρικ (Γουίλ Φέρελ) είναι υπάλληλος της εφορίας, και ζει μια εντελώς πληκτική, αν και άψογα προγραμματισμένη ζωή. Ένα πρωί όμως όλα αλλάζουν, καθώς την ώρα που βουρτσίζει σχολαστικά τα δόντια του, ακούει μέσα στο κεφάλι του μια φωνή να διηγείται τη ζωή του στο τρίτο πρόσωπο. Πεπεισμένος ότι δεν έχει ο ίδιος τρελαθεί, αλλά κάτι πολύ πιο παράξενο συμβαίνει, ξεκινά να ανακαλύψει την άγνωστη αφηγήτρια, και σύντομα την εντοπίζει, με τη βοήθεια του καθηγητή Τζουλς Χίλμπερτ (Ντάστιν Χόφμαν) στο πρόσωπο μιας συγγραφέως που πάντα σκοτώνει τον κεντρικό ήρωα του βιβλίου της, (Έμα Τόμσον). Στη διάρκεια της αναζήτησης του, εκτός από τη φρικτή μοίρα που τον περιμένει ανακαλύπτει και τις χαρές της ζωής, κατά κύριο λόγο –αλλά όχι μόνο– στο πρόσωπο της ατίθασης φουρνάρισσας Άνα Πασκάλ (Μάγκι Τζίλενχαλ).

Πιο παράξενο κι απ’ το παράξενο να πέσει στα χέρια σας ένα τόσο δροσερό, πρωτότυπο, έξυπνο, ειλικρινές και αξιοπρεπές κινηματογραφικό έργο. Το «Stranger Than Fiction» είναι μια από τις ταινίες εκείνες που οι συντελεστές της απήλαυσαν την παραγωγή της, και δεν υπάρχει λόγος να μας το πουν στα extras γιατί είναι προφανές στον καθένα. Το σενάριό της είναι τόσο απίθανο που από την πρώτη κιόλας σκηνή μπορείς να νιώσεις τον εγκέφαλο σου να φτιάχνει παράξενες νευρικές συνάψεις, προκειμένου να συνειδητοποιήσει ότι επιτέλους, μετά από χρόνιο κάψιμο με ταινίες που ακολουθούν κατά βήμα την πεπατημένη, παρακολουθεί κάτι εντελώς διαφορετικό και ασυνήθιστο. Η έκφραση στο πρόσωπο του Γουίλ Φέρελ τη στιγμή που συνειδητοποιεί ότι ακούει κάποιον να διηγείται γεγονότα που του συμβαίνουν μερικές στιγμές αργότερα είναι απλά ανεκτίμητη.

Η κουρασμένη προσπάθεια της Έμα Τόμσον να βρει το κατάλληλο τέλος για το βιβλίο της και η απελπισία που αποτυπώνεται στο παίξιμο της είναι εξαιρετική απόδοση της οδύνης του καλλιτέχνη που παλεύει για να γεννήσει το Έργο. Μια δόση Ντάστιν Χόφμαν σε μεγάλα κέφια, συμπληρώνει τη συνταγή, και το αποτέλεσμα είναι τόσο εύγευστο όσο τα γλυκά που φουρνίζει η Μάγκι Τζίλενχαλ, της οποίας η ζωντάνια και η ενεργητικότητα έρχεται σε διαρκή και αναζωογονητική αντιπαράθεση με την παλαιομοδίτικη συμπεριφορά του Κρικ, σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Το πιο όμορφο όμως, είναι πως η ταινία έχει –επιτέλους– ως κεντρικό ήρωα κάποιον που προσπαθεί να σώσει, να κερδίσει τη ζωή του, όχι με βιολογικούς όρους, και όχι σε όρους «Αμερικάνικου Ονείρου», αλλά σαν να παραλλάσσει το πάλε ποτέ σύνθημα των χίπις: «Κάντε έρωτα, όχι γραφική εργασία».

Η ταινία αγγίζει και αναμοχλεύει πολλά ενδιαφέροντα ζητήματα, τη σχέση του καλλιτέχνη με το κοινό, τη σχέση του με το έργο, την εμπλοκή και την πίεση από τους εκδότες (παραγωγούς ή ό,τι άλλο θέλετε), την ιεράρχηση αξιών στην πραγματική ζωή, χωρίς πουθενά να γίνεται κουραστική, δογματική ή πομπώδης. Καταφέρνει να κρατήσει τη φρεσκάδα της σε κάθε ένα από τα εκατόν εννιά λεπτά της διάρκειας της και τελικά αποδεικνύει ότι δε χρειάζονται πακτωλοί χρημάτων και άπειρα ειδικά εφέ για να γυριστεί μια ταινία φαντασίας, που εκτοξεύει τη διάθεση του κοινού και αιχμαλωτίζει το ενδιαφέρον του. Τη συνιστώ ανεπιφύλακτα σε όλες τις κατηγορίες κοινού.

 

Δημοσιεύτηκε στο Movieworld.gr τον Αύγουστο του 2007