Μια βρετανική ταινία, που δηλώνεται ως κωμωδία, αλλά αποδείχθηκε πολύ πιο «δύσκολη», προβλήθηκε στις επτά και το απόγευμα της Παρασκευής στο διαγωνιστικό τμήμα του 20ου Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου της Ελευθεροτυπίας, στον κινηματογράφο «Ιντεάλ», παρουσία του σκηνοθέτη της, Κόουλ Σπέκτορ.

Το «Someone Else» είναι μια ταινία βγαλμένη κατευθείαν μέσα από τους εφιάλτες κάθε γυναίκας, με μια ιστορία μάλλον γραμμική και καθημερινή, σε τέτοιο βαθμό όμως «απ’ τη ζωή βγαλμένη», ώστε χτυπά όχι μια, αλλά ολόκληρη συμφωνική ορχήστρα από ευαίσθητες χορδές –ιδίως αν ο θεατής έχει υπάρξει και λιγουλάκι «καμένος» στο παρελθόν– και δύσκολα θα άφηνε κάποιον αδιάφορο, μολονότι τα συναισθήματα που μπορεί να προκαλέσει δε μπορεί παρά να ποικίλουν σε πολύ μεγάλο βαθμό από άνθρωπο σε άνθρωπο. Ο Ντέιβιντ, τριαντάρης φωτογράφος, διατηρεί σοβαρή σχέση με τη Λίζα, που τον υπεραγαπά, υπερεμπιστεύεται και έχει –βλακωδώς– υπερεπενδύσει στο κοινό τους μέλλον. Εκείνος από την άλλη παραχωρεί στον εαυτό του το δικαίωμα της πλέον ανώριμης συμπεριφοράς, λήγει τη σχέση τους ακριβώς τη στιγμή που η Λίζα ετοιμάζεται να πραγματοποιήσει τα ρομαντικά όνειρα της για ένα ταξίδι των δυο τους στη Βενετία, πληγώνοντάς την απαράδεκτα, δηλώνοντας ερωτευμένος με μια άλλη γυναίκα –αν και στην πραγματικότητα είναι ερωτευμένος αποκλειστικά και μόνο με τον εαυτό του.

Όταν η σχέση που είχε στα σκαριά, με τη Νίνα, ναυαγήσει, καθώς εκείνη φαίνεται να έχει διαφορετικά σχέδια, ο Ντέιβιντ βγαίνει και πάλι στο «κυνήγι». Προσπαθεί μάταια να συνάψει μια οποιαδήποτε σχέση, παλινδρομεί ανάμεσα στη Λίζα και τη Νίνα, γνωρίζει καινούριες κοπέλες και συνάμα, μέσα από αυτή την αστάθεια, του προκύπτει ένα μείζον πρόβλημα στη σεξουαλική του απόδοση, κάτι που δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη, δεδομένης της κενότητας με την οποία διάγει το βίο του. Η αδυναμία του να ανταποκριθεί στα καθήκοντα του ως επιβήτορα είναι βαρύ πλήγμα στον εγωισμό του, πόσο μάλλον που η –πρακτικά άγνωστη του– κοπέλα που υπήρξε μάρτυρας του επεισοδίου, τον εγκαταλείπει ευλόγως και δικαιολογημένα –όπως οφείλει να πράξει κάθε γυναίκα σε ανάλογη περίπτωση– για πιο χλοερά λιβάδια.

Γύρω από τον παραχαϊδεμένο Ντέιβιντ, όλοι οι γνωστοί του προχωρούν στις σχέσεις τους, εύκολα ή δύσκολα, χωρίς τίποτα να είναι ιδανικό, αλλά με διάθεση να παλέψουν για κάτι που αξίζει. Η Λίζα συνεχίζει τη ζωή της, η Νίνα δε μπορεί να ξεπεράσει τον έρωτα της για τον παντρεμένο εραστή της και ο ήρωας μας μένει μόνος κι έρημος, έχοντας πια συνειδητοποιήσει ότι δεν πρόκειται να βρεθεί άλλο κορόιδο σαν την απατημένη κοπέλα του, που τη θεώρησε δεδομένη και την εγκατέλειψε άκαρδα, ν’ αγαπήσει έναν εγωίσταρο σαν και του λόγου του. Η πρόταση γάμου που της απευθύνει πέφτει στο κενό, γιατί ουσιαστικά και η ίδια μπορεί να αντιληφθεί ότι ούτε εκείνος ξέρει αν τελικά αποφάσισε τώρα –φεύ, πολύ αργά– ότι την αγαπά, ή την αντιμετώπισε ως λύση απελπισίας για να αντιμετωπίσει τη μοναξιά του. Μετά το τέλος της προβολής ο σκηνοθέτης απάντησε στις ερωτήσεις του κοινού πρόθυμα και ευγενικά. Το τέλος της ταινίας που εγώ από μια φεμινιστική σκοπιά θα το έλεγα «δίκαια τιμωρία» (λίγο πιο δίκαιο θα ήταν να καεί στην κόλαση) ο σκηνοθέτης το διατυπώνει απλά ως: «Δεν του άξιζε να πάρει το κορίτσι».

 

Δημοσιεύτηκε στο Movieworld.gr τον Οκτώβριο του 2007