Οι διοργανωτές του φεστιβάλ κατόρθωσαν να προκαλέσουν αίσθηση και ανυπομονησία με τη Μυστική Προβολή, που διαφημίστηκε ως κάτι που κανείς σωστός σινεφίλ δε θα έπρεπε να χάσει, αναφέρω εδώ από το πρόγραμμα του φεστιβάλ: «Ακόμα και ο πιο λατρεμένος σκηνοθέτης έχει ένα αθέατο παρελθόν, που περιμένει τους πιο υποψιασμένους θεατές να το ανακαλύψουν και να το εκτιμήσου. Οι Νύχτες Πρεμιέρας Conn-x ανακαλύπτουν ένα από αυτά τα δυσεύρετα διαμάντια και το προσφέρουν στα μάτια λίγων και εκλεκτών. Δείτε το ή συμβιβασθείτε με την ιδέα ότι μπορεί να το χάσετε για πάντα».

Τέτοια κόλπα μάρκετινγκ έχουν συνήθως μεγάλη επιτυχία, έτσι και σ’ αυτή την περίπτωση, εχθές το βράδυ η αίθουσα του Απόλλων γέμισε ασφυκτικά με κόσμο που ήρθε –εν αγνοία του κατά πάσα πιθανότητα– να παρακολουθήσει τρεις μικρού μήκους ταινίες του Τοντ Χέινς, σε μια σπάνια κινηματογραφική προβολή, την οποία προλόγισε η Κριστίν Βασόν, μια και ο ίδιος ο σκηνοθέτης δε μπόρεσε, παρά τη μεγάλη του επιθυμία, να παραβρεθεί, «για λόγους που δεν είναι του παρόντος να συζητήσουμε (;)» όπως δήλωσε μεγαλόφωνα, χωρίς να ερωτηθεί, εκπρόσωπος της διοργάνωσης. Από τις τρεις ταινίες, η πρώτη, «Assassins: A Film Concerning Rimbaud», του 1985, είναι από την πολύ πρώιμη δουλειά του σκηνοθέτη, κάτι που κατέστη σαφές σε όλους εμάς τους αδαής που δεν προσποιηθήκαμε ότι καταλαβαίνουμε κάτι από το συνοθύλευμα εικόνων και απαγγελιών που πλημμύρισαν την οθόνη. Η τρίτη ταινία, «Dottie Gets Spanked», ένα έργο του 1993 για την τηλεόραση, παρουσίασε μια καταπληκτική φροϋδική προσέγγιση του ψυχικού κόσμου ενός εξάχρονου αγοριού, και μέσα στον ονειρικό και σουρεαλιστικό κόσμο που δημιούργησε έδειξε την ωριμότητα και τη συνείδηση που ανέπτυξε με τα χρόνια ο σκηνοθέτης, που δεν είχαμε καταφέρει να εντοπίσουμε στο πρώτο έργο.

Ο πραγματικός λόγος όμως για την κρυφή αυτή προβολή, ήταν η δεύτερη ταινία, «Superstar: The Karen Carpenter Story», ένα έργο του 1987, η προβολή του οποίου μας δήλωσαν πως ήταν παράνομη. Μολαταύτα η Βασόν είπε πως επιλεχθεί η χώρα μας για να γίνει η προβολή, καθώς «η Ελλάδα είναι μια κάπως άνομη χώρα» (νομίζω ότι το είπε για κομπλιμέντο, αν και δεν ακούγεται ως τέτοιο). Η ταινία παρουσιάζει την ιστορία της Κάρεν Κάρπεντερ, τραγουδίστριας του διάσημου διδύμου που έκανε μεγάλη καριέρα στις Η. Π. Α. τη δεκαετία του 1970, και η οποία πέθανε μόλις στα τριάντα ένα της χρόνια, από κατάχρηση εμετικού φαρμάκου, καθώς δε μπόρεσε να καταπολεμήσει τη νευρική ανορεξία που την τυραννούσε τουλάχιστον από τα είκοσι πέντε της. Ο αδερφός της Κάρεν και έτερο μέλος του διδύμου έκανε μήνυση στο σκηνοθέτη και πέτυχε την απαγόρευση της ταινίας στις αίθουσες, οπότε και οι προβολές αυτής στη μεγάλη οθόνη είναι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Ολόκληρο το έργο είναι γυρισμένο με κινούμενες κούκλες Μπάρμπι αντί για ηθοποιούς, συμπληρώνει κάποιο αρχειακό υλικό, και η βελούδινη φωνή της Κάρεν Κάρπεντερ κυριαρχεί.

Το φιλμ έχει άποψη, θέση, αισθητική, και πραγματικά, ακόμα κι αν κλείσουν μέσα όλους τους διοργανωτές του φεστιβάλ, άξιζε τον κόπο. Με εξαίρεση το πρώτο, βαρετό σκέλος της προβολής, ολόκληρη η βραδιά ήταν όμορφη, με την ταινία να παίζει από δεκαεξάρι φιλμ, σε μια μηχανή προβολής στημένη στο πίσω μέρος του σινεμά, να φέρνει ήχους και φανταστικές εικόνες από άλλες εποχές, και να δημιουργεί ένα κλίμα άκρως σινεφίλ. Μεγάλο μείον ήταν τα απαράδεκτα πηγαινέλα μελών του κοινού κατά τη διάρκεια και των τριών προβολών, που θα έπρεπε να έχουν αναπτύξει λίγο μεγαλύτερη κινηματογραφική συνείδηση…

 

Δημοσιεύτηκε στο Movieworld.gr τον Σεπτέμβριο του 2007