Ζήτα και θα λάβεις, είπαν οι ευαγγελιστές μας, και το ασυνείδητό μου αποκρίθηκε άμεσα σ’ αυτή την προτροπή. Αφού τελείωσα μετά κόπων και βασάνων την συγγραφή του προηγούμενου κειμένου βυθίστηκα μετά από μεγάλη προσπάθεια σε έναν ταραγμένο ύπνο που με οδήγησε σε έναν από τους πιο τρομακτικούς εφιάλτες που έχω δει εδώ και χρόνια.
Είμαι στο σπίτι της γιαγιάς μου, σε μια κάμαρα ψηλοτάβανη, με μωσαϊκό και στο κέντρο της μια μεγάλη δεξαμενή, σαν πισίνα άδεια από νερό. Μέσα στην δεξαμενή υπάρχει μια ομίχλη, και ο πάτος της δεν είναι ορατός. Μέσα στην ομίχλη φιδογυρίζουν τούφες καπνού∙ κάποιες, πιο σκούρες απ’ τις υπόλοιπες, ανεβαίνουν ως το χείλος της δεξαμενής, και καταδύονται πάλι στα βάθη της. Σε μια γωνιά στο δωμάτιο βρισκόμαστε η μαμά μου, η γιαγιά μου κι εγώ, απέναντί μας βλέπουμε την πόρτα της εξόδου. Το ταβάνι είναι ανοιχτό και μπορείς στον ουρανό να διακρίνεις εικόνες απ’ την οροφή της Καπέλα Σιξτίνα. Μέσα στην δεξαμενή βρίσκεται η κόλαση, κι ο μαύρος καπνός είναι ο Σατανάς που προσπαθεί ν’ αρπάξει τις αμαρτωλές ψυχές. Εγώ είμαι έξι ή επτά χρονών, κολλημένη στο φουστάνι της μαμάς μου. Απομακρυνόμαστε απ’ την γωνιά μας και κατευθυνόμαστε προς την πόρτα, περνάμε ξυστά απ’ την άκρη της δεξαμενής και οι μαύρες σκιές με αρπάζουν. Με στριφογυρίζουν στον αέρα κι είναι έτοιμες να με καταπιούν. Εκείνη την ώρα ο μπαμπάς μου ανοίγει την πόρτα με βία, τρέχει και με πιάνει όπως αιωρούμαι και με τραβάει μακριά απ’ την δεξαμενή. Πέφτουμε κι οι δύο στο μωσαϊκό και προσπαθώ να πάρω ανάσα, να συνέλθω, να καταλάβω τί έχει συμβεί, αφού για όση ώρα με κρατούσαν οι σκιές ήμουν δαιμονισμένη. Μόλις λίγο συνέρχομαι βλέπω την μαμά μου να μαζεύει τα πράγματά της σε μια μικρή καφέ βαλίτσα. Κρατάει ένα πορτοκαλί πουλόβερ και προσπαθεί να το διπλώσει πάνω στο στήθος της. Ο μπαμπάς μου την ρωτάει τί κάνει κι εκείνη απαντάει «Φεύγω [γιατί αυτή είναι κακιά]». Ξέρω ότι είμαι κακιά και η ψυχή μου πρέπει να πάει στην κόλαση. Ο μπαμπάς μου της εξηγεί ότι δεν φταίω εγώ, ότι ο Δαίμονας προσπαθεί να κλέψει τις παιδικές ψυχές, αλλά εκείνη δεν ακούει. Μαζεύει τα πράγματά της και οι σκιές μέσα στην δεξαμενή κινούνται απειλητικά προς το μέρος μου πάλι.
Μισοξύπνησα σε κατάσταση πλήρως πανικόβλητη και αμέσως άρχισα να ψιθυρίζω «Ιησούς Χριστός νικάει κι όλα τα κακά σκορπάει», ξανά και ξανά και ξανά, μέχρι που ηρέμησα και με πήρε πάλι ο ύπνος. Πάνε πολλά χρόνια που έχω χάσει την πίστη μου, αλλά κάτι τέτοιες στιγμές, ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, οι παλιές συνήθειες βγαίνουν στην επιφάνεια χωρίς να προσπελάσουν το λογικό σου κομμάτι, είναι το θυμικό που σε ορίζει εκείνη την ώρα, που θέλει να διώξει μακριά το κακό με μαγικό τρόπο.
Η ανάλυση αυτού του εντελώς φροϋδικού ονείρου -στην οποία ευλόγως δεν μπορώ να προβώ δημοσίως- δίνει κάποιες, αρκετές, απαντήσεις σχετικά με την παθολογική μου ανικανότητα να αντεπεξέλθω στην απώλεια. Δεν μπορώ να πω ότι μου έλυσε και το πρόβλημα φυσικά, αλλά αυτά τα προβλήματα δεν λύνονται από την μια μέρα στην άλλη. Σε ερευνητικό επίπεδο πάντως με καθησυχάζει ότι τα όνειρά μου ακολουθούν κατά γράμμα τις φροϋδικές θεωρίες που μελετάω (όπως σύμφωνα με τις εν λόγο θεωρίες οφείλουν να κάνουν). Όλα καλά λοιπόν…