Πάνε πολλά χρόνια απ’ όταν βρέθηκα με την Λία σ’ εκείνο το καφέ -ή μήπως ήταν εστιατόριο- κάπου στη Σόλωνος, μετά από μια κουραστική ημέρα στο πόδι. Το ίδιο πρωί ένας παππούς με είχε σταματήσει στην Πατησίων για να μου πει ότι είμαι ίδια η Μαρία Κάλλας, την οποία σύμφωνα με την δική του εκδοχή γνώριζε προσωπικά καθώς ο ίδιος αποτελούσε μεγάλο αντίζηλο του Αριστοτέλη Ωνάση. Δεν νομίζω ότι την πίστεψα ποτέ αυτή την ιστορία. Ο παππούς επέμεινε να πάρει το τηλέφωνο μου και ζητούσε επιτακτικά την διεύθυνσή μου για να μου στείλει λουλούδια. Του είπα όλο ψεύτικη συστολή «Μα, τί λέτε, δεν γίνεται. Τί θα πουν οι γονείς μου, καταλαβαίνετε…». Το τηλέφωνο πάντως του το έδωσα. Εκείνος μου έδωσε την κάρτα του «Πολιτικός Μηχανικός» κι ένα περίεργο όνομα που πια δεν το θυμάμαι. Σ’ όποιον αφηγήθηκα την ιστορία τότε μου επεσήμανε την χαζομάρα μου: «Μα, είναι δυνατόν να δίνεις το τηλέφωνό σου σε αγνώστους;». Δεν νομίζω ότι μπόρεσα ποτέ να εξηγήσω σε κανέναν γιατί το έκανα. Δεν είναι εύκολο να επικαλεστείς λογική σε κάτι τόσο εξόφθαλμα παράλογο.
Ας πάρουμε όμως την ιστορία απ’ την αρχή. Τρία και κάτι χρόνια πριν, πρωινό του Νοέμβρη. Περπατούσα στην Πατησίων με βήμα ταχύ, καθώς είχα αργήσει για μια συνέντευξη τύπου στο Υπουργείο Πολιτισμού, όταν άρχισε ξαφνικά να χτυπάει το κινητό μου τηλέφωνο. Στην άλλη άκρη της γραμμής η Τζωρτζίνα με διάθεση για κουβέντα. Εγώ σχετικά αγχωμένη, όχι όμως πανικόβλητη ακόμα, χώθηκα σε ένα υπόστεγο καθώς ο θόρυβος της κίνησης από τον δρόμο καθιστούσε την επικοινωνία πολύ προβληματική. Όσο εγώ μιλούσα στην Τζωρτζίνα τουλάχιστον δυο φορές με διέκοψαν άνθρωποι για να μου ζητήσουν χρήματα, προκαλώντας μου μια δυσφορία φαντάζομαι κατανοητή. Κι ενώ η συνομιλία μου δεν φαινόταν να έχει τελειωμό, άξαφνα βλέπω έναν ηλικιωμένο κύριο, με κοστούμι, γιλέκο και γραβάτα (να υπενθυμίσω ότι η ώρα ήταν έντεκα το πρωί) να πλησιάζει, να κοντοστέκεται, να πλησιάζει ακόμα περισσότερο και να ανοίγει το στόμα να μου μιλήσει. Η εμφάνισή του είχε κάτι το ξεπεσμένο, κάτι από μια παλιά αίγλη που επ’ ουδενί δεν υπήρχε πια στο παράστημά του. Ζοχαδιασμένη ήδη από τις προηγούμενες διακοπές, του κάνω ένα αγενές νόημα ότι μιλάω στο τηλέφωνο και γυρνάω την πλάτη. Τον αισθάνομαι να απομακρύνεται μα να μην φεύγει. Τελειώνω την κουβέντα μου άρον άρον και κλείνω. Γυρνάω όλο τσαντίλα κι έτοιμη για καυγά. Και τότε ο κύριος μου λέει γεμάτος σοβαρότητα: «Σας έχουν πει ποτέ ότι είστε ίδια η Μαρία Κάλλας;». Έκπληκτη. Ανοίγω το στόμα μια δυο φορές, και ύστερα καταφέρνω να ξεστομίσω την εξυπνάδα μου: «Εντάξει, το ξέρω ότι έχω μεγάλη μύτη, αλλά όχι κι έτσι!». Ο παππούς αγνοεί παντελώς την γελοία διαμαρτυρία μου κι αρχίζει να μου εξιστορεί τα όσα παράξενα ανέφερα παραπάνω.
Και φτάνουμε στο σημείο που ο παππούς μου ζητάει τον αριθμό του τηλεφώνου μου κι εγώ του τον δίνω. Παραλογισμός, θα πείτε. Ίσως. Αλλά εκείνο το βλέμμα του ανθρώπου που ήταν καρφωμένο κάπου στην δεκαετία του 1950, που κοίταγε εμένα κι έβλεπε τα νιάτα του -έστω κι αν ήταν (ή δεν ήταν) φανταστικά- δεν είχα τρόπο να το πολεμήσω. Ο παρακλητικός τόνος στην φωνή του, η ψευτοαξιοπρέπεια και η παλιομοδίτικα αβρή πρόθεσή του να μου στείλει λουλούδια έστειλαν μέσα μου ένα κύμα αχρείαστης συμπόνιας και βαθιάς μελαγχολίας που με παρέλυσε. Του έδωσα τον αριθμό μου. Μου τηλεφώνησε δυο-τρεις φορές για να μου καταφέρει διάφορες προσκλήσεις (για ένα τέιον, ένα ηδύποτο, για γεύμα) που αρνήθηκα ορθά κοφτά, και εν τέλει κατάφερα να κάνω σαφές ότι δεν ενδιαφέρομαι για οτιδήποτε (τί άραγε;) είχε να μου προσφέρει. Μπορούσα να κάνω αλλιώς; Σίγουρα όχι, μα δεν έπαψα ποτέ να νιώθω άσχημα γι’ αυτό.
Το ίδιο απόγευμα, φεύγοντας απ’ την συνέντευξη τύπου περπατήσαμε με την Λία στους δρόμους της Αθήνας, είχε ένα κρύο χαρακτηριστικά φθινοπωρινό, και φορούσα το άσπρο μου κασκόλ, αυτό που έχασα χρόνια μετά σ’ έναν καφέ με την Μαρίνα στο Γκάζι. Είχα πλέξει τα μαλλιά μου γαλλική κοτσίδα και κάτι μέσα μου δεν ήταν στη θέση του. Καθίσαμε στο μαγαζί στη Σόλωνος για καφέ ή φαγητό, δεν θυμάμαι. Η Λία είχε μαζί της την φωτογραφική της μηχανή. Χαζοπαίξαμε μέχρι να έρθει η παραγγελία μας, εκ των υστέρων σκηνοθετώντας μια αυθόρμητη έκρηξη θυμού μου με θύμα το ημερολόγιό μου. Το ίδιο βράδυ η Λία του έβαλε μουσική και το ανεβάσαμε στο youtube. Τρία και κάτι χρόνια μετά ξαναθυμήθηκα το βίντεο με αφορμή την (καθυστερημένη) έμπνευσή μου να φτιάξω ένα αναδρομικό ιστολόγιο. Ξαναθυμήθηκα και τον παππού που μου είπε ότι είμαι ίδια η Μαρία Κάλλας . Μεγάλος άνθρωπος και μου μιλούσε στον πληθυντικό. Λυπάμαι που τον αποπήρα. Καμιά φορά είναι κρίμα όταν δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Μα δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς.