Ο καιρός χάλασε απότομα. Ύστερα από ένα καλοκαίρι απρόσμενα γλυκό, το Βρετανικό φθινόπωρο κατεύθασε ωσάν ψυχρολουσία –κυριολεκτικά, καθώς μέσα στο τελευταίο πενθήμερο έχει κατεβάσει τόνους νερού, λες και παλεύει ο ουρανός να ισοφαρίσει τάχιστα τις ηλιόλουστες καλοκαιρινές μέρες. Η αρχή του Σεπτέμβρη με βρήκε για μια ακόμη φορά σε ένα νέο σπίτι, μια νέα κατάσταση. Μια εδουαρδιανή κατοικία –ψηλοτάβανη, με χοντρούς τοίχους και άθλια υδραυλικά– μοιρασμένη σε τέσσερις κρεβατοκάμαρες με κοινόχρηστους τους υπόλοιπους χώρους.
Το σπίτι είναι στα μάτια μου πανέμορφο παρά την προφανή φθορά που κομίζει μαζί με τα εκατόν τόσα χρόνια του. Είναι ίσως που τα σαράβαλα ασκούν πάνω μου μια παράξενη γοητεία∙ με ελκύουν οι πληγές που κουβαλάνε∙ μου θυμίζουν κάτι απ’ τον εαυτό μου κι αυτό που έχω επιλέξει να θεωρώ προσωπική μου ιστορία. Κάθε ξέφτισμα του τοίχου, κάθε λεκέ του χαλιού, κάθε σημάδι στα έπιπλα το βλέμμα μου το αγκαλιάζει με αγάπη. Είναι η κάθε ουλή του σπιτιού απόδειξη για το χρόνο που εναποτέθηκε πάνω του –δεν πέρασε ο χρόνος, «έκατσε» στις σκονισμένες γωνιές και περιμένει παρέα με τη σκόνη κι εκείνη την αράχνη που πλέκει ιστούς ανάμεσα στο ταβάνι και το κουρτινόξυλο. Ένας σιωπηλός εισβολέας ο χρόνος∙ ξέρει πως δεν υπάρχει καμιά μορφή αντίστασης που να μπορεί να τον νικήσει, κι έτσι, με το σαρδόνιο χαμόγελο του κατακτητή, παίρνει αυτό που είναι δικαιωματικά δικό του και το κατασπαράζει.
Το σπίτι μου βρίσκεται σε μια οικιστική γειτονιά του Γιόρκ, πίσω απ’ το ποτάμι. Δυο βήματα απ’ την πόλη, πλάι στον σιδηροδρομικό σταθμό. Ο πιο σύντομος δρόμος για να φτάσεις στο κέντρο σε βγάζει στην περαντζάδα του ποταμού. Το χειμώνα ο δρόμος αυτός πλημμυρίζει καθώς η στάθμη του νερού ανεβαίνει, κι έτσι σύντομος δρόμος δεν θα υπάρχει για εβδομάδες. Έχουμε όμως καιρό μέχρι τότε. Για την ώρα η διαδρομή αυτή είναι το μεγαλύτερο ατού του σπιτιού. Παράξενο, το μεγαλύτερο προσόν της κατοικίας σου να βρίσκεται σε απόσταση δέκα λεπτών με τα πόδια απ’ αυτήν. Είναι αυτή η θέα∙ τη στιγμή που στρίβεις αριστερά απ’ το στενό δρομάκι στο ποτάμι, καθώς περνάς την μικρή στοά κάτω απ’ τη γέφυρα, βλέπεις μια ζωντανή καρτ-ποστάλ, μια εικόνα πλαισιωμένη από την αψίδα της στοάς, τον ποταμό ήρεμο και νωχελικό μέχρι την επόμενη γέφυρα, σκαλισμένη στην πέτρα και πίσω της ένα θαυμάσιο συνονθύλευμα κτηρίων του αγγλικού βορά, με επίκεντρο τον πύργο μιας απ’ τις δεκάδες εκκλησίες του Γιόρκ. Η εξαίσια σύνθεση του τοπίου διαρκεί για περίπου τρία βήματα, κι ύστερα η ισορροπία χάνεται∙ δεν παύει η θέα να είναι ωραία, παύει όμως να είναι τέλεια. Γι’ αυτές τις δυο-τρεις στιγμές που κρατάει όμως, ακόμα κι αν ποτέ δεν θα κοντοσταθείς για να την απολαύσεις με την ησυχία σου, η εικόνα αξίζει τη διαδρομή.
Αυτό σκεφτόμουν εχθές, καθώς περπατούσα μέσα στη βροχή, κατευθυνόμενη προς το πανεπιστήμιο. Παρά τη βιασύνη που μου επέβαλλαν οι καιρικές συνθήκες δεν μπόρεσα να μη θαυμάσω την εικαστική τελειότητα του τοπίου που μόλις σας περιέγραψα. Θα μπορούσα αντί να έχω πολυλογήσει τόσο να φορτώσω μια φωτογραφία που ν’ αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Μα δεν θα ήταν το ίδιο. Η εικόνα αυτή είναι τέλεια για μένα, μέσα απ’ τα δικά μου μάτια και γι’ αυτό ήθελα να την πω κι όχι να την δείξω. Και λυπάμαι που ίσως δεν τα κατάφερα να μεταφέρω ακριβώς αυτό που αισθάνομαι κοιτώντας μέσα απ’ τη στοά. Ίσως η περιγραφή μου να ήταν βεβιασμένη, τραχιά, ασύνδετη, ψυχρά παραληρηματική.
Όσοι με ξέρουν καλά θα έχουν παρατηρήσει πως έχω για πολύ καιρό απόσχει από δημοσιεύσεις στο FB ή οπουδήποτε αλλού. Πάνε μήνες που δεν έχω δημοσιεύσει τίποτα, κανένα συναισθηματικό διήγημα, κανένα περιγραφικό άρθρο, ούτε στομφώδη πολιτική ανάλυση, σχεδόν ούτε σχόλιο αρκούντως μακροσκελές για τα δεδομένα μου. Και τώρα που σας γράφω, ψηλαφώ τη γλώσσα αδέξια, βάζω τις λέξεις στη σειρά με κόπο, προσπαθώ να κάνω πάλι δικό μου, οικείο, ένα γλωσσικό εργαλείο που άφησα για μήνες ανεκμετάλλευτο. Συγχωρήστε μου την ατεχνία, την επανάληψη και το φρικτό κλισέ των εκφράσεών μου∙ νιώθω σαν παιδί που πρωτομαθαίνει να συλλαβίζει, ξανακερδίζω βήμα-βήμα μια ικανότητα που είχα και την έχασα, κι αυτό είναι μια επίπονη διαδικασία. Όσοι γνωρίζουν τις λεπτομέρειες –και τις αιτίες– αυτής της πολύμηνης αποχής μου απ’ τη γραφή ίσως θα με δικαιολογήσουν. Κάποια στιγμή στο μέλλον ενδεχομένως να γράψω για τις συνθήκες, για τον τόπο εκείνο στον οποίο βρέθηκε φυλακισμένος ο εαυτός μου, καταδικασμένος σε μια θορυβώδη σιωπή, κουφός στον έξω κόσμο.
Παραδόξως δεν είναι πως δεν έγραψα τίποτα όλον αυτό τον καιρό. Έγραψα ίσως περισσότερο απ’ όσο έχω γράψει ποτέ άλλοτε. Είναι όμως όλα μου τα γραπτά της περιόδου εκείνης ψήγματα γλώσσας. Σπασμωδικά, διακεκομμένα, κολλημένα στην ίδια φράση ξανά και ξανά, στην ίδια ιδέα∙ γραφή απελπισμένη και προσωποποιημένη, σελίδες επί σελίδων βουβές. Ένας αδιάλειπτος μονόλογος της ήττας, ρητορική του πόνου, τόσο βαριά που δεν μπόρεσε να βρει τον αποδέκτη. Τιμωρούσα τη γλώσσα για να τιμωρήσω τον εαυτό μου∙ γιατί δεν μπορούσε η γλώσσα να με εκφράσει κι εγώ δεν μπορούσα να εκφραστώ μέσα απ’ τη γλώσσα κι έπρεπε να την αποδομήσω, να την ξεσκίσω και να την ανασυνθέσω, κι όσο κι αν πάσχιζα έπασχα στην ανασύνθεση. Και η γλώσσα μού αρνιόταν να επιτελέσει το έργο της ως εργαλείο επικοινωνίας, κι όσα έγραψα, ακόμα κι όταν τα απηύθυνα δεν μετέφεραν το μήνυμα∙ πάσχισα, ίδρωσα πάνω απ’ το χαρτί, μουτζούρωσα και ξαναμουντζούρωσα, έγραψα και κουράστηκα, κι όμως ό,τι έστειλα χτύπησε πάνω σε τοίχο και επεστράφη ως ανεπίδοτο. Κι ύστερα πάσχισα να χρησιμοποιήσω αυτό το συνονθύλευμα συλλαβών και τόνων σαν μαγικό ξόρκι, ήλπισα απέλπιδα στην ευχετική λειτουργία του λόγου «παρακαλώ, παρακαλώ, παρακαλώ», μα δεν κατάφερα να συνθέσω το ξόρκι σωστά και τα μάγια δεν έπιασαν. Κι έτσι εγώ μίσησα αυτό που έγραφα∙ μίσησα κάθε ουσιαστικό, κάθε επίθετο, κάθε αντωνυμία και κυρίως κάθε ρήμα, και τα πολέμησα ακόμα περισσότερο. Όσο τα ελληνικά μου αποτύγχαναν να με βοηθήσουν τόσο το μίσος μου μεγάλωνε, και μέσα στη μανία μου δεν συνειδητοποιούσα ότι η μόνη χαμένη σ’ αυτό τον πόλεμο που είχα κηρύξει στη γλώσσα ήμουν εγώ.
Την ίδια μάχη μετέφερα στο κορμί μου. Αρνιόμουν να φάω για μέρες, αρνιόμουν να θρέψω αυτό το σώμα, αυτόν τον οργανικό όγκο που δεν ήταν ικανός να επιβληθεί στις καταστάσεις. Όπως τη γλώσσα που δεν με υπάκουε, έτσι και το κορμί που δεν επιτύγχανε το σκοπό του το μίσησα, προσπάθησα να τ’ αλλάξω, να κατασπαράξω αυτή την ξένη που έβλεπα στον καθρέφτη και να πλάσω ένα καινούριο σώμα, ξεπλυμένο απ’ τα λάθη τα δικά μου και των άλλων, εξαγνισμένο απ’ τον πόνο και το κρίμα. Ένα βράδυ, μια η ώρα μετά τα μεσάνυχτα, έκοψα τα μαλλιά που έφταναν σχεδόν μέχρι την μέση μου με το ψαλίδι της κουζίνας, κι έτσι όπως έβλεπα τις σκούρες τούφες να πέφτουν στο πάτωμα, την μια μετά την άλλη και να σχηματίζουν ένα σωρό στα πλακάκια του μπάνιου, ένιωθα με απελπισία ότι όσο κι αν προσπαθώ δεν μπορώ να αποτάξω αυτό που είμαι, αυτό που μ’ έκαναν, αυτό που έγινα.
Κι έτσι πρέπει να συμβιβαστώ. Να αγκαλιάσω εκ νέου αυτή τη γλώσσα που κάποτε χρησιμοποιούσα με μαστοριά και έμπνευση και να την κάνω πάλι δική μου, να την συγχωνεύσω μ’ αυτό το σώμα που θα μ’ ακολουθεί ως το θάνατό μου και που δεν μπορώ να τ’ αλλάξω. Η διαδικασία είναι επίπονη, είναι όμως απαραίτητη, καθώς όταν πέφτουμε το μόνο εύλογο πράγμα που έχουμε να κάνουμε είναι να ξανασηκωθούμε. Το κείμενο αυτό με παίδεψε για όλους τους λόγους που παρέθεσα παραπάνω και για πολλούς ακόμα. Όμως η θέα πλάι στο ποτάμι βοηθάει∙ αυτά τα δυο-τρία βήματα που το βλέμμα μου παγιδεύει την τελειότητα είναι μια αρχή. Αυτό το κείμενο είναι μια αρχή, κι αν είναι βαρύ ή βαρετό ή φαίνεται άσκοπο, για μένα ήταν ανάγκη να το γράψω, ανάγκη να το δημοσιεύσω. Το πρώτο βήμα για να κερδίσω τη γλώσσα μου πίσω. Για να αφομοιώσω αυτή την πολύτιμη γνώση: κι αν ο παραλήπτης δεν μπορεί να προσλάβει το μήνυμα, έχει ακόμα σημασία ότι το στείλαμε. Ό,τι έγραψα αυτούς τους μήνες της απουσίας μου ήταν αληθινό∙ ακόμα κι αν ποτέ κανείς δεν το διαβάσει, ή κανείς ποτέ δεν το καταλάβει, αυτό δεν αναιρεί ότι μέσα απ’ την σπασμένη γλώσσα του πυρετώδους μονολόγου μου ειπώθηκαν πράγματα που έκρυβα μέσα μου για χρόνια. Δεν μπορώ να τα ξεχάσω τώρα που τα είπα, ούτε να τ’ αφήσω πίσω. Θα τα τακτοποιήσω μαζί με τις άλλες μου πληγές και θα συνεχίσω το δρόμο μου. Θα σας δω σύντομα σε κάποια διακλάδωση του μονοπατιού.
by Evita Lykou on Wednesday, 15 September 2010 at 01:34