Δρόμοι παλιοὶ ποὺ ἀγάπησα καὶ μίσησα ἀτέλειωτα
κάτω ἀπ᾿ τοὺς ἴσκιους τῶν σπιτιῶν νὰ περπατῶ
νύχτες τῶν γυρισμῶν ἀναπότρεπτες κι ἡ πόλη νεκρὴ
Τὴν ἀσήμαντη παρουσία μου βρίσκω σὲ κάθε γωνιὰ
κᾶμε νὰ σ᾿ ἀνταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο τοῦ τόπου μου κι ἐγὼ
Ξεχασμένος κι ἀτίθασος νὰ περπατῶ
κρατώντας μία σπίθα τρεμόσβηστη στὶς ὑγρές μου παλάμες
Καὶ προχωροῦσα μέσα στὴ νύχτα χωρὶς νὰ γνωρίζω κανένα
κι οὔτε κανένας κι οὔτε κανένας μὲ γνώριζε μὲ γνώριζε
[Μανώλης Αναγνωστάκης, 1945]
Το να βρίσκεσαι μακριά απ’ το σπίτι σου. Κάπου εκεί μπαίνει τελεία. Γιατί δεν είναι εύκολο να συνεχίσεις την πρόταση αυτή. Τί είναι το να βρίσκεσαι μακριά απ’ το σπίτι σου; Κατά μια ανάγνωση είναι «έλλειψη». Το σπίτι σου σου λείπει και η απουσία σου γίνεται αισθητή σ’ αυτούς που άφησες πίσω. «Οδύνη». Κάθε απομάκρυνση ενέχει πόνο· κρύβει μια μικρή απόγνωση· κάθε μικρή απόδραση προϋποθέτει ένα είδος πληγής· την πληγή που προκύπτει από έναν ομφάλιο λώρο που κόβεται αναπόφευκτα. Ο λόγος της αποχώρησης δεν είναι πάντα κι απαραιτήτως δυσάρεστος. Η διαμονή σου κάπου «αλλού» δεν είναι σε καμία περίπτωση αναγκαία επαχθής. Οι παραπάνω συνθήκη όμως δεν αλλάζει το γεγονός ότι μια αποχώρηση είναι πάντα η αιτία για την δημιουργία ενός δυσαναπλήρωτου κενού. Και το κενό είναι διπολικό. Την απουσία την αισθάνεται και ο ίδιος ο απουσιάζων. Θέλεις επειδή την δημιούργησε, θέλεις γιατί η νοσταλγία των άλλων αντανακλά πάνω του αδυσώπητα, θέλεις γιατί η αποστείρωση των συναισθημάτων δεν έχει ακόμα ανακαλυφθεί· είναι γεγονός όμως ότι, όπως και ο λαϊκός βάρδος θα έλεγε: «κι αυτούς που φεύγουν/κι αυτούς που μένουν/οι μοίρες μ’ απονιά/πάντα τους δέρνουν». Σκεφτόμουν γράφοντας την προηγούμενη πρόταση πως υπερβάλλω· πολύ τραγικοποίησα τα πράγματα. Μετά έψαξα στο google το προαναφερθέν τραγούδι γιατί ήθελα να βεβαιωθώ πως θυμάμαι σωστά τους στίχους που σημείωσα. Το πρώτο αποτέλεσμα που βγάζει η μηχανή αναζήτησης για τους όρους «αυτοί που φεύγουν» είναι το ίδιο το τραγούδι, ακουστικό, στο youtube. Ακούγοντάς το εν τέλει κατέληξα πως δεν υπερβάλω, για τα δικά μου κριτήρια, καθώς και η υπερβολή είναι μέγεθος σχετικό –όπως οτιδήποτε άλλο άλλωστε. Δεν μπορώ ας πούμε να μην θυμάμαι μια μέρα του περασμένου Οκτώβρη, γύρω στις επτά το πρωί, όπου καθώς περνούσα τον έλεγχο των διαβατηρίων στο Ελευθέριος Βενιζέλος, και ενώ πίσω μου κουνούσαν το μαντίλι υπερβολικά περισσότερα απ’ όσα θα έπρεπε –δεδομένης της ηλικίας μου– μέλη της οικογένειάς μου, έσφιγγα τα χείλη για να μην ξεσπάσω σε δάκρυα που τελικά δεν απέφυγα. Και να ‘μαι τώρα εδώ, σχεδόν οκτώ μήνες αργότερα, χωρίς να έχω καθόλου μετανιώσει για την αναχώρησή μου αυτή, να επεξεργάζομαι με χαρά σχέδια για μόνιμη εγκατάσταση σε μια χώρα που δεν είναι η πατρίδα μου, χωρίς όμως να μπορώ ν’ αποτινάξω ούτε την αίσθηση της έλλειψης ούτε την αιωρούμενη πίκρα που δεν οφείλω να αισθάνομαι.
Το συναίσθημα αυτό δεν είναι μόνιμο. Σε χτυπά πισώπλατα εκεί που το περιμένεις λιγότερο. Σκάει σαν κύμα μέσα σου ακριβώς τη στιγμή που η θάλασσά σου είναι ήρεμη και γαλήνια όσο ποτέ. Οι αφορμές είναι καθαρά προσχηματικές. Μερικές ημέρες πριν έβαλα στο DVD να παίζει η ταινία του Σίντεϊ Λιούμετ, «Serpico»· ένα φιλμ του 1973 με τον Αλ Πατσίνο στο ρόλο του τίμιου αστυνομικού που ταράζει την καλά τακτοποιημένη ισορροπία ανάμεσα στον υπόκοσμο και τις αστυνομικές δυνάμεις της Νέας Υόρκης. Πρώτη εικόνα το αστεροστεφανωμένο όρος της Paramount. Κατόπιν οι τίτλοι της ταινίας πέφτουν, άσπρα γράμματα σε μαύρο φόντο, με ηχητικό υπόβαθρο τον ήχο της σειρήνας ενός περιπολικού: «Dino De Laurentiis Presents» και συνεχίζει «Al Patsino» και κατόπιν «in Serpico» και αμέσως μετά «music by Mikis Theodorakis». Δεν θα ήταν εύλογο να πούμε ότι ο Θεοδωράκης έχει γράψει το soundtrack της ταινίας, καθώς η συμβολή του περιορίζεται σχεδόν καθ ολοκληρίαν σε έναν διαρκώς επαναλαμβανόμενο σκοπό. Ο θεατής τον ακούει πρώτη φορά γύρω στο τέταρτο λεπτό. Πρόκειται για τη μουσική που γνωρίζουμε από την μελοποίηση του ποιήματος του Μανόλη Αναγνωστάκη «Δρόμοι Παλιοί». Το να ακούς την γνώριμη αυτή, οικεία –που σε φέρνει νοερά κοντά στον εγκαταλελειμμένο «οίκο» σου– μουσική, με τους θλιμμένους στίχους να τρέχουν στο μυαλό σου σε τόση ένταση ώστε σχεδόν τους αφουγκράζεσαι να προφέρονται κρυμμένοι πίσω από το φόντο της Αμερικής του ‘70. Η εμπειρία γίνεται πιο σπαρακτική ακόμα, όταν εκτός από τη μουσική, που πάντα στέκεται συνοδός στην μνημονική κατάβαση σε μονοπάτια του παρελθόντος, το περιεχόμενο της ταινίας έρχεται να χτυπήσει καμπανάκια που θα ηχήσουν ακόμα πιο θλιβερά και σπαραξικάρδια. Το «Serpico» είναι ένα φιλμ που μιλά για τη διαφθορά. Όχι για τον αδιάφθορο αστυνομικό που πηγαίνει κόντρα σε όλους τους προκαθορισμένους απ’ την κλίκα του κανόνες. Μιλά για την ισοπεδωτική, τρομακτική δύναμη της διεφθαρμένης εξουσίας που δεν μπορεί η ατομικότητα να υπερκεράσει. Πώς μπορεί λοιπόν μια Ελληνίδα, βυθισμένη στην νανουριστική ακινησία της Αγγλικής επαρχίας να μην σκεφτεί παράλληλα με την εξέλιξη της πλοκής της ταινίας μια χώρα, δυόμιση χιλιάδες μίλια μακριά, τυλιγμένη από γαλανά νερά και πνιγμένη από την διαφθορά και την αδιαφορία. Όταν είσαι μακριά, τα νέα έρχονται σαν απόηχος, αλλά αντιλαλούν και γιγαντώνονται μόλις φτάσουν στ’ αυτιά σου. Το περιστέρι από την Ελλάδα, κάθε φορά που φτάνει δεν έχει τυλιγμένα στο λαιμό του νέα χαρμόσυνα. Η γκάμα των συναισθημάτων ακροβατεί ανάμεσα στο τραγικό και το γελοίο. «Τί κάναμε σ’ αυτή τη χώρα;», αναρωτιέσαι όταν μπορείς να δεις από απόσταση το μέγεθος της καταστροφής. Και δεν μπορείς ν’ αποφασίσεις. Να συνεχίσεις να πονάς, έστω από μακριά; Να αποπειραθείς ν’ αδιαφορήσεις; Μπορείς με την «ασήμαντη παρουσία σου» ν’ αλλάξεις κάτι; Αξίζει πια να το επιχειρήσεις; Δεν έχω απαντήσεις για τις ερωτήσεις αυτές. Λες, «μπόρα είναι θα περάσει», κι αυτή γίνεται όλο και πιο δυνατή, όλο και πιο βίαιη. Πριν από μερικές μέρες χάθηκε ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης. Μπορείς να κρατήσεις το ηθικό ψηλά; Να αποφύγεις τον πειρασμό να πεις πως όλοι οι άξιοι σ’ αυτό τον τόπο παίρνουν σιγά-σιγά τον δρόμο χωρίς γυρισμό ενώ μόνο οι φελλοί και άλλα πράγματα που επιπλέουν μένουν πίσω;
Μάη μήνα είναι η επέτειος ενός άλλου θανάτου. Αν ακολουθήσουμε τα ίχνη της μουσικής του Θεοδωράκη πίσω στο 1969 θα πέσουμε πάνω στην ταινία του Κώστα Γαβρά «Ζ», διασκευή απ’ το ομώνυμο βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού. Η ταινία αναφέρεται στη δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη, από το παρακράτος της δεξιάς το 1963. Οι λεπτομέρειες της δολοφονίας, σαράντα έξι χρόνια μετά, δεν έχουν ακόμα διαλευκανθεί, και οι πιθανότητες να προκύψουν σαφείς και πιστοποιημένες πληροφορίες εξαφανίζονται όσο τα χρόνια περνούν. Πιο τραγικό αυτού, είναι το γεγονός ότι η συλλογική μνήμη –η μνήμη αυτών που μένουν– φθίνει· και ο λαός ξεχνά. Ξέχασε την δολοφονία του Λαμπράκη· ξέχασε τί σημαίνει δεξιά· ξέχασε τους δικούς του κόπους και θυσίες δεκαετιών που σε κανένα σύστημα αξιών δεν μπορεί να δικαιολογηθεί το να ξεπληρώνονται έτσι. Ας κάνω μια παύση. Όποιος κι αν είχε γράψει αυτό το κείμενο δεν θα μπορούσε ν’ αποφύγει σ’ αυτό το σημείο τον στίχο του Σεφέρη: «Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει». Γι’ αυτό είναι άλλωστε οι ποιητές· για να λένε σε μια αράδα αυτά που άλλοι πασχίζουν να πούνε σε σελίδες ολόκληρες. Ήξερε τι έλεγε ο ποιητής, κι ας έγραφε τα λόγια αυτά μόλις το 1936· λίγο παραπάνω από εκατό χρόνια Ελλάδα, κι είχε ήδη προφτάσει ν’ αναπτύξει όλα τα καπρίτσια και τις παραξενιές που μας απελπίζουν μέχρι σήμερα. Ας μην δίνουμε όμως περισσότερη βαρύτητα απ’ όσο πρέπει σε μια απλή παραδοχή ότι όπου κι αν ταξιδέψεις, όσο μακριά κι αν πας, η Ελλάδα σε πληγώνει· σε πληγώνει γιατί εκεί βρίσκεται το σπίτι των παιδικών σου χρόνων και η πλατεία όπου έσκισες το γόνατό σου τρέχοντας μικρός. Η μυρωδιά χιλιάδων καλοκαιριών πάνω στο κύμα και του φθινοπωρινού ψιλόβροχου όταν ζαλωμένος την πελώρια σχολική σάκα έτρεχες ξελιγωμένος απ’ την πείνα στο οικογενειακό τραπέζι, μόνο και μόνο για να στραβομουτσουνιάσεις αμέσως και να κρεμμάσεις έξω τη γλώσσα σε γκριμάτσα αηδίας που σου σερβίρουν πάλι φακές ή φασολάκια λαδερά. Τώρα βρίσκεσαι –βρίσκομαι– πολύ μακριά απ’ αυτά. Σε έναν τόπο που μυρίζει φρέσκο χορτάρι και εκατόφυλλα τριαντάφυλλα, και που για το ψητό της Κυριακής βράζουν τις πατάτες πριν τις βάλλουν στον φούρνο. Το καλοκαίρι έρχεται παραπατώντας αμφίβολα ανάμεσα στη βροχή και τον καύσωνα, και κοιτώντας πίσω βλέπεις τον Θεοδωράκη αποκαθηλωμένο, τον Λαμπράκη ξεχασμένο, την παιδική σου ηλικία παρελθόν και κυρίαρχη ερώτηση σχετικά με τις επικείμενες ευρωεκλογές το αν πρέπει την μέρα εκείνη να κάνεις ηλιοθεραπεία με μπικίνι ή τόπλες. Είναι λες κι ένας πελώριος κι αδυσώπητος άνεμος φύσηξε και πήρε μαζί του όλες τις αξίες που είχαν απομείνει στον τόπο αυτόν που ακόμα μας αρέσει ν’ αποκαλούμε Ελλάδα. Και κάθεται ο «ξενιτεμένος», βολεύεται στην χρυσή βεβαιότητα της απόστασης και παρατηρεί· και βλέπει και υποφέρει. Να γυρίσει δεν μπορεί και δεν θέλει. Να στρέψει το βλέμμα μακριά δεν γίνεται. Να επέμβει και ν’ αλλάξει τα πράγματα αδυνατεί. Έχει έτσι κι αλλιώς πια φύγει. Μα πώς μπορεί να συνεχίσει κανείς να πονά για τη φυγή αυτή; Και πώς μπορεί να πάψει;
Δημοσιεύτηκε στο Movieworld.gr τον Ιούνιο του 2009