Τζέρυ: Ω, δεν καταλαβαίνεις, Όσγκουντ! Εεεε… Είμαι άντρας.

Όσγκουντ: Και λοιπόν; Κανείς δεν είναι τέλειος.

[Από την ταινία του Μπίλι Γουάιλντερ, «Μερικοί Το Προτιμούν Καυτό», 1959]

It’s a man’s world?

Κατά την διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου  ο Ευριπίδης παρουσίασε την «Ανδρομάχη» του (γύρω στο 426/24 π.Χ.),  μια τραγωδία που αναφέρεται στην γυναίκα του νεκρού Τρώα αρχηγού, που ζει πια σαν σκλάβα στην Φθία με τον Νεοπτόλεμο, γιο του Αχιλλέα, με τον οποίο και έχει αποκτήσει έναν γιο. Η νόμιμη σύζυγος του Νεοπτόλεμου, Ερμιόνη, κόρη του Μενελάου και της Ελένης, κατηγορεί την Ανδρομάχη πως της έχει κάνει ξόρκια στειρότητας και όσο ο Νεοπτόλεμος λείπει στο μαντείο των Δελφών επιχειρεί μαζί με τον πατέρα της να σκοτώσει την Ανδρομάχη και τον γιο της. Η σωτηρία έρχεται την τελευταία στιγμή, όταν ο γέρο-Πηλέας την παίρνει υπό την προστασία του. Διενέξεις γυναικών, θα μπορούσε να πει κανείς, παρουσιασμένες από αντρικό όμως χέρι, μέσα σε μια παγιωμένα ανδροκρατική κοινωνία. Δυόμισι χιλιάδες χρόνια μετά, τί έχει αλλάξει ως προς την επικρατούσα άποψη για τις γυναίκες στις δυτικές κοινωνίες; Το 2002 ο Γάλλος σκηνοθέτης Φρανσουά Οζόν, γυρίζει μια ενδιαφέρουσα ταινία με τον τίτλο «Οκτώ Γυναίκες», στην οποία οκτώ αθώες, ζυμώνουν την ενοχή τους και θρέφουν τις τύψεις τους πάνω από ένα αμφίβολο πτώμα. Οκτώ οπτικές γωνίες, όλες να παρουσιάζουν την μικρότητα και το μεγαλείο της γυναίκας, ίσως γιατί αυτά τα δυο δεν μπορούν να είναι αδιαχώριστα σε καμιά περίπτωση. Γι’ αυτό και στην τραγωδία του Ευριπίδη έχει ενδιαφέρον να ασχοληθεί κανείς με την «κακία» του έργου, την Σπαρτιάτισσα Ερμιόνη. Η δράση της θα μπορούσε να χωριστεί σε τρεις ενότητες. Τα στοιχεία που αντιπροσωπεύουν τις ενότητες αυτές είναι τα συναισθήματα της Ερμιόνης: αλαζονεία, συντριβή και ελπίδα.

Charles-August Mengin, «Sappho»

Με την πρώτη της εμφάνιση στο έργο, η Ερμιόνη παρουσιάζεται εξαιρετικά σκληρή. Συμπεριφέρεται μόνο με αλαζονεία στην απροστάτευτη Ανδρομάχη. Σχεδόν υβρίζει την θεά Θέτιδα στον βωμό της οποίας η Ανδρομάχη έχει προσπέσει σαν ικέτισσα. Την κατηγορεί ότι με γητειές την εμποδίζει να κάνει παιδιά για να σφετεριστεί τον θρόνο εκείνη με τον νόθο γιο της. Υπεροπτική και βάναυση, αντιμετωπίζει άσπλαχνα μια Ανδρομάχη που έχει ήδη υποφέρει τα πάνδεινα χάνοντας το πρώτο της παιδί, τον άντρα της και το βασίλειο της στην Τροία. Προφανώς ο Ευριπίδης σκόπιμα την παρουσιάζει απωθητική και σκληρή, σαν Σπαρτιάτισσα που είναι. Η υπεροψία της είναι πολύ μεγάλη: «…Θα πληρώσεις όμως, θα πεθάνεις. Δε θα σε σώσει μήτε παλάτι, μήτε ναός, μήτε αυτός ο βωμός σου της Θέτιδας…». Όταν μετά την επέμβαση του Πηλέα, η Ερμιόνη μένει μόνη της και συνειδητοποιεί ότι με τις μηχανορραφίες της κατάφερε μόνο να υποσκάψει την δική της θέση επιχειρεί να αυτοκτονήσει, φοβούμενη την επιστροφή του Νεοπτόλεμου. Η Ερμιόνη δεν μετανιώνει. Είναι συντετριμμένη που το σχέδιο της απέτυχε. Όταν η τροφός της την ρωτά αν πονά που μηχανεύτηκε φόνο στην αντίζηλο εκείνη καταριέται την τόλμη της χωρίς στιγμή να υποχωρήσει από τις θέσεις της. Όταν έρχεται προς βοήθειά της ο εξόριστος απ’ τις Μυκήνες, Ορέστης, πολύ πρόθημα δραπετεύει μαζί του ξεχνώντας μονομιάς και τους συζυγικούς όρκους, και την πίστη που μέχρι τότε διακήρυττε και την τιμή της, όπως έκανε και η μάνα της, Ελένη τόσα χρόνια πριν με τον Πάρη. Έτσι λοιπόν παρουσιάζει την Ερμιόνη ο Ευριπίδης, τουλάχιστον σε πρώτο πλάνο, ματαιόδοξη, πανούργα, κακιασμένη και τελικά άπιστη. Τα αιώνια χαρακτηριστικά της γυναίκας, που στις μεταχριστιανικές κοινωνίες πήρε επάνω της όλους τους συμβολισμούς του φιδιού. Όχι απλά το θύμα μιας μηχανορραφίας απ’ το διαβολικό ερπετό, αλλά φίδι κι η ίδια, αχόρταγη αμαρτωλή που με την περιέργειά της έσυρε όλο το ανθρώπινο γένος έξω απ’ τον Παράδεισο.

Jacobs Jordaens, «Suzanne Et Les Vieillards»

Με το πέρασμα των αιώνων η γυναίκα μπήκε στην κοινωνική ζωή ως ενεργό ον, όμως οι προκαταλήψεις που εδραιώθηκαν απ’ τα κλασσικά χρόνια ακόμα δεν έπαψαν να την κυνηγούν και να ορίζουν τρόπους συμπεριφοράς κι αντιμετώπισης. Όταν η γυναίκα θέλησε πια να περάσει και θεσμικά στο χώρο των γραμμάτων και των τεχνών αντιμετώπισε νέες προκαταλήψεις. Ακόμα και σήμερα στο χώρο των λογοτεχνικών σπουδών υπάρχει και ελοχεύει το ερώτημα για την ύπαρξη ή μη της «γυναικείας γραφής». Βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε ένα άλλο αμφισβητούμενο θέμα, το αν υπάρχει κοινωνικό ή βιολογικό φύλο. Αν δηλαδή το γυναικείο –στην περίπτωση μας– φύλο, καθορίζεται από τα βιολογικά-γενετικά χαρακτηριστικά του, και είναι ο χαρακτήρας του παγιωμένος και αμετάβλητος, ή αν έχει κατασκευαστεί μέσα από τις κοινωνικές συνθήκες και είναι ως εκ τούτου εφικτό να αλλάξει και να ακολουθήσει δρόμους διαφορετικούς που ενδεχομένως να συγκλίνουν με αυτούς του άλλου φύλου.

Θα έλεγα ότι η άποψη μου απέχει πολύ απ’ το να υποστηρίξω πως υπάρχει γυναικεία γραφή, ακριβώς όπως δεν υφίσταται περιορισμός οποιουδήποτε ανθρώπου, οποιονδήποτε τομέα λόγω του βιολογικού του φύλου. Δεν υπάρχει ως εκ τούτου κάτι που να δημιουργεί ένα ξεχωριστό συγγραφικό είδος που να αποκαλείται «γυναικείο». Πιθανότατα υπάρχει γυναικεία θεματολογία και ίσως και γυναικεία οπτική γωνία, ή ύφος, αυτά τα ζητήματα όμως υπαγορεύονται από το κοινωνικό περιβάλλον και μπορούν ανά πάσα στιγμή να αλλάξουν. Η ύπαρξη της «γυναικείας γραφής» θα περιόριζε την γυναίκα σε μια μονοδιάστατη προσέγγιση της της πολιτισμικής της δραστηριότητας, κάτι που θα ήταν μόνο εξαιρετικά άδικο.

Paul Delvaux, «Le Musée Spitzner»

Η γυναίκα άρχισε να έχει μερίδιο στα γράμματα μέσα στον εικοστό αιώνα. Πριν απ’ αυτό, υπήρχαν γυναίκες που έγραφαν αλλά είτε περιορίζονταν από το περιβάλλον τους και την κοινωνική τους θέση και δεν μπορούσαν να δημοσιεύσουν, είτε δημοσίευαν με ψευδώνυμα, και λίγες ήταν πάντως οι γυναίκες που είχαν το σθένος να παρουσιάσουν τα γραπτά τους στον κόσμο με το όνομα τους και την ταυτότητα τους σε κοινή θέα. Ξεκίνησε έτσι ένα παιχνίδι με τους κριτικούς οι οποίοι προσπαθούσαν να μαντέψουν το φύλο του συγγραφέα πίσω από το δηλωμένο όνομα του. Πάμπολλες ήταν οι φορές που με τα «αντικειμενικά» τους κριτήρια οι κριτικοί αποτύγχαναν να μαντέψουν το φύλο του συγγραφέα αποδίδοντας κείμενα γραμμένα από γυναίκες σε άντρες και το αντίστροφο. Το φύλο θεωρούνταν μάλιστα εξόχως σημαντικό για την αποτίμηση του λογοτεχνικού έργου. Τον εικοστό αιώνα ο Ρολάντ Μπαρτ υποστήριξε ότι πρέπει για να εκτιμηθεί η γραφή, να «πεθάνει ο συγγραφέας». Επομένως τα χαρακτηριστικά του συγγραφέα –άρα και το φύλο– βρίσκονται σε απόσταση από το τελικό κείμενο. Σύμφωνα με αυτή την άποψη δεν μπορεί να υφίσταται γυναικεία γραφή, περισσότερο απ’ όσο υπάρχει γραφή των μαύρων, γραφή των ομοφυλόφιλων ή γραφή των νέων. Υπάρχουν οπωσδήποτε κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στην γραφή καθεμίας από αυτές τις κοινωνικές ομάδες, αλλά αυτά τα χαρακτηριστικά προέρχονται από το περιβάλλον τους και είναι μεταβλητά. Όπως λέει η Hélène Cixous γυναικεία κείμενα είναι εκείνα που «δουλεύουν πάνω στη διαφορετικότητα» και προσπαθούν να υπονομεύσουν τις κυρίαρχες τάσεις. Αυτό προκύπτει περισσότερο από το ότι η γυναίκα λόγω της θέσης της στην κοινωνία προσπαθεί να σπάσει το κατεστημένο παρά οφείλεται στο ότι υπάρχουν κάποια εγγενή χαρακτηριστικά που ονομάζονται γυναικεία. Και η Τζούλια Κρίστεβα υποστηρίζει την ιδέα της ανατροπής και της διαφωνίας, και απορρίπτει εν πολλοίς τη σκέψη μιας «γυναικείας γραφής» ή «γυναικείας γλώσσας». Η λογοτεχνία των γυναικών είναι θέμα επιλογής. Εμφανίστηκε διαφορετική στα πρώτα βήματα της γιατί ήρθε σε άμεση αντίθεση με την αντρική λογική, ακριβώς επειδή τα πράγματα που είχε να πει δεν είχαν ξαναειπωθεί, ή γιατί ο τρόπος με τον οποίο λέγονταν έπρεπε να ταιριάξει με το καλούπι στο οποίο είχε τοποθετήσει η κοινωνία τις γυναίκες. Σήμερα η γυναίκα μπορεί να επιλέξει τρόπο έκφρασης και καθένας από τους τρόπου που επιλέγει είναι όχι γυναικεία, ή αντρική ή άλλη, αλλά οικουμενική γραφή.

Auguste Rodin, «Hand of Devil»

Η γυναίκα υπήρξε για αιώνες παγιδευμένη μέσα σε ένα δίχτυ παγιωμένων αντιλήψεων. Οι αντιλήψεις αυτές ανακυκλώνονται ακόμα και σήμερα, καλυμμένες από μια επίφαση μοντερνικότητας, που στην πραγματικότητα όμως αντανακλά απλά τις απόψεις της εποχής του Ευριπίδη. Αν κάναμε έναν μικρό κόπο να περάσουμε σε μια εκ των υστέρων ανάλυση της τραγικής προσωπικότητας της Ερμιόνης θα μπορούσαμε να δούμε πώς το προφανές κρύβει αιτίες και λόγους για κάθε τι που αρεσκόμαστε να αποδίδουμε σε εγγενή γυναικεία χαρακτηριστικά. Γεννημένη στην Σπάρτη, την πόλη με το σκληρότερο ίσως πολίτευμα της αρχαίας Ελλάδας η Ερμιόνη έζησε με μια μητέρα απούσα, απ’ την οποία το μόνο που είχε απομείνει ήταν οι θρύλοι για την μυθική ομορφιά και την ξετσιπωσιά της Ελένης. Πρόκειται για μια ανάμνηση που πάντα πληγώνει, όπως φαίνεται  από τα λόγια της όταν η Ανδρομάχη της υπενθυμίζει τον ρόλο της Ελένης στον αιματηρό τρωικό πόλεμο: «Και τις πιο παλιές πληγές τολμάς να μου ξύνεις». Καθώς τα δεδομένα της εποχής όρισαν, η Ερμιόνη παντρεύτηκε –χρησιμοποιούμενη ως αντικείμενο­–έναν άντρα που ούτε αγάπησε, ούτε γνώριζε. Και όταν φτάνει πια η ώρα να γίνει κυρία μέσα στο σπιτικό της αποτυγχάνει να εδραιώσει τη θέση της γεννώντας το παιδί που όλοι περίμεναν και αντ’ αυτού παρακολουθεί την Τρωάδα δούλα να αποκτά το παιδί του συζύγου της. Η φιλοδοξία και η ψυχρότητα της δεν αφήνουν περιθώριο για συμπόνια από τον θεατή ή τον κατοπινό αναγνώστη. Αν όμως αναλογιστεί κανείς τις πολλαπλές αποτυχίες στη ζωή της Ερμιόνης, και την τελική της απωθητική υστεροφημία δεν μπορεί παρά μόνο να την λυπηθεί. Όχι μόνο δεν κατόρθωσε να κατακτήσει την ευτυχία, ή τη δύναμη που επιζητούσε, αλλά επιπλέον κατέστρεψε η ίδια τον εαυτό της και το μέλλον της, γιατί όταν όλοι οι άλλοι πήραν χάρη από τους θεούς, εκείνη δεν την λογάριασε κανείς.

Δημοσιεύτηκε στο Movieworld.gr τον Απρίλιο του 2009