Θα ομολογήσω ότι το είχα παρεξηγημένο. Ενδεχομένως η πηγή της παρεξήγησης είναι ένα θλιβερό βράδυ προ πενταετίας όταν επιστρέφουσα στο σπίτι ύστερα από ένα μάλλον αποτυχημένο ραντεβού εξανάγκασα τον εαυτό μου να φάει ένα ολόκληρο αβοκάντο σκέτο, ή σε κάποια αυτοσχέδια σαλάτα της μαύρης συμφοράς, δεν θυμάμαι, μέχρι που αηδίασα τόσο ώστε απέφυγα να έρθω ξανά σε –γευστική– επαφή μαζί του καθώς ο διάβολος αποφεύγει το εύοσμο λιβάνι. Κατά πάσα πιθανότητα θα είχα διατηρήσει το διακηρυγμένο εμπάργκο μου, αν δεν είχε μεσολαβήσει μια επίσκεψη με την Κέλλυ και τον Γιώργο στην Κανέλα στο Γκάζι την τελευταία εβδομάδα της διαμονής μου στην Αθήνα. Εφόσον είχα καταφθάσει στον τόπο του ραντεβού πολύ καθυστερημένη θεώρησα ότι δεν δικαιούμουν ν’ ασκήσω βέτο στην επιλογή σαλάτας που είχαν ήδη κάνει τα παιδιά, κι έτσι αποφάσισα να υπομείνω καρτερικά το παρασκεύασμα που αναγραφόταν στον κατάλογο ως «σαλάτα βραστό κολοκύθι και αβοκάντο με γραβιέρα».

Το πιάτο που κατεύθασε σύντομα αφού δώσαμε την παραγγελία ήταν αυτό ακριβώς που περιέγραφε ο τίτλος του. Τέσσερα-πέντε βραστά κολοκύθια (ολόκληρα) με μικρά κομμάτια αβοκάντο στο πλάι και μπόλικη –υπέροχη– γραβιέρα από πάνω, τριμμένη απ’ το χοντρό του τρίφτη. Το μοναδικό επιπλέον της περιγραφής –που ίσως ήταν και το μαγικό συστατικό– ήταν το εξαιρετικό, εύγευστο, παρθένο ελαιόλαδο με το οποίο την είχε περιχύσει αφειδώς, αλλά όχι υπερβολικά, ο παρασκευαστής της. Για να μην τα πολυλογήσω. Το γευστικό αποτέλεσμα; Εξαιρετικό. Πιστεύω ακράδαντα πως η εν λόγω σαλάτα ήταν το καλύτερο πιάτο που απολαύσαμε το βράδυ εκείνο –και ο ανταγωνισμός δεν ήταν μικρός. Προσωπικά μου άρεσε τόσο που όχι μόνο την έχω περιγράψει με ενθουσιασμό σε τουλάχιστον τρεις φιλικές παρέες έκτοτε, αλλά αποφάσισα να την αναπαράγω, σε διασκευή έστω, με ό,τι παραπλήσιο υλικό μπορώ να βρω σε βρετανικό σουπερμάρκετ.

Έχουμε και λέμε. Το αβοκάντο είναι το μόνο εύκολο, μόλις μπήκα στο Morrisons στο αριστερό μου χέρι έπεσα σ’ έναν πάγκο γεμάτο από δαύτα. Πόνταρα στην φθηνότερη δυνατή επιλογή (μην τα κλαίω κιόλας αν αποτύχω…), δυο μικρά κι ελαφρώς άγουρα αβοκάντο για 50p. Κατόπιν προχώρησα στην αγορά δυο μεσαίου μεγέθους βρετανικών κολοκυθακίων, των επονομαζόμενων courgettes, που μοιάζουν πολύ με τα δικά μας, αν κι έχουν ελαφρώς πιο σκούρο πράσινο χρώμα και καθόλου έντονες ρίγες. Για γραβιέρα ούτε λόγος, και φέτα που υπάρχει πολύ μας πέφτει, οπότε πήρα απλά ένα μετρίως σκληρό ανοιχτόχρωμο τυρί που έχει μια χαρά γεύση, αλλά κανέναν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Τώρα αν περιμένετε να σας πω ποια ήταν η κατάληξη της εκτέλεσης της συνταγής, μάλλον θα σας απογοητεύσω, καθώς δεν έχω προβεί στην παρασκευή της ονειρεμένης σαλάτας ακόμα.

Απόψε όμως, καθώς καθόμουν στο γραφείο μου ξελιγωμένη από την πείνα, αποφάσισα να αγνοήσω για σήμερα τον κανόνα του ενός γεύματος την μέρα και να μου ετοιμάσω μια γαβάθα κουσκουσάκι, αυτό το ευλογημένο κατασκεύασμα που ουσιαστικά δεν χρειάζεται άλλη προετοιμασία πέραν του να το περιχύσεις με καυτό νερό. Κατέβηκα λοιπόν τα σκαλιά προς την κουζίνα νιώθοντας μια κάποια τύψη για την απόφασή μου να φάω βραδυνό, και έβαλα τον βραστήρα να δουλεύει. Καθώς αδυνατώ να καταναλώσω οτιδήποτε δεν έχει παρασκευαστεί με φροντίδα και μεράκι (τρομάρα μου) άδειασα το κους κους σ’ ένα μπολ (προσοχή, όταν λέω κους κους δεν αναφέρομαι στο ζυμαρικό που φέρει το ίδιο όνομα στην Ελλάδα, αλλά σ’ αυτό το μικρό νιανιά πράγμα που ίσως εμείς το λέμε πλιγούρι, αλλά δεν είμαι και σίγουρη) και σε μια πυρέξ κανάτα ανακάτεψα το καυτό νερό με έναν χοιρινό κύβο Knor, κάμποσο απ’ αυτό το κίτρινο μπαχαρικό που εδώ το λένε turmeric και στην Ελλάδα το λέμε κάρρυ και λίγο αλατάκι. Κατόπιν πρόσθεσα το υγρό στο μπολ με το κους κους και το άφησα να γίνει όσο έκοβα σε μικρούτσικα κομματάκια μισό κρεμμύδι, ψιλοέκοβα λίγο μαϊντανό κι απ’ αυτό το βοτανικό που λέγεται chives (υπέροχο πικάντικο άρωμα).

Όταν το κους κους είχε ρουφήξει το νερό του ανακάτεψα τα παραπάνω προσθέτοντας χυμό λεμονιού και ελληνικό λάδι και τότε κοίταξα προς τα πάνω και μου ήρθε η επιφοίτηση! Όχι απ’ το άγιο πνεύμα, που δεν έχει και λόγο ν’ ασχοληθεί μαζί μου άλλωστε, αλλά απ’ αυτό που είδα στο ράφι πάνω απ’ το κεφάλι μου. Ένα απ’ τα δυο αβοκάντο μου με κρυφοκοίταγε μέσα απ’ την πολύχρωμη λεκάνη όπου το είχα τοποθετήσει. «Βρε λες;», σκέφτηκα. Και αμέσως μετά: «Δεν βαριέσαι;», και το κατέβασα απ’ το ράφι. Το χάραξα με το μαχαίρι και τράβηξα ν’ ανοίξουν τα δυο μισά (το τεράστιο κουκούτσι στην μέση εμποδίζει να το κόψει κανείς κατευθείαν). Καθάρισα το ένα κομμάτι απ’ τη φλούδα κι ύστερα ψιλόκοψα τον λιπαρό καρπό και τον πρόσθεσα στο κους κους μου. Και ναι, λοιπόν, φτάσαμε στο δια ταύτα∙ ήταν υπέροχο! Στην σωστή ποσότητα το αβοκάντο μπορεί να γίνει μια εξαιρετική γκουρμέ προσθήκη σε σαλάτες και τα παρόμοια και το συνιστώ ανεπιφύλακτα.

Τώρα γιατί αντί να κάτσω να φάω με την ησυχία μου και να δω το «Megamind» όπως είχα αρχικά σκοπό, έκατσα κι έγραψα αυτό το κατεβατό, δεν έχω ιδέα να σας πω, ενδεχομένως να με τύπτουν ακόμα εκείνες οι τύψεις που λέγαμε παραπάνω για την βραδινή παρασπονδία μου…

by Evita Lykou on Saturday, 15 January 2011 at 23:45