«Μπορώ να σας βεβαιώσω ότι σ’ αυτό το φιλμ έκανα πραγματικά ό,τι μου κατέβαινε στο κεφάλι. Αν δεν σας αρέσει μόνο εμένα πρέπει να κατηγορήσετε»

[Ο Ζακ Τατί για την ταινία του «Mon Oncle», 1958 ]

Η είσοδος του νέου έτους προ μιας εβδομάδας –αναμενόμενη, προγραμματισμένη στο δευτερόλεπτο και ούτε κατά διάνοια αιφνίδια–,  μας ωθεί υποχρεωτικά σχεδόν να προβούμε στις συνήθεις ευχές για το μέλλον, ατομικά του καθενός και της ανθρωπότητας εν συνόλω, ευχές που οπωσδήποτε δεν αποκλείεται να εννοεί κανείς από τα βάθη της καρδιάς του, δεν εξασφαλίζεται όμως από αυτό το στοιχείο η πραγματοποίησή τους σε καμιά περίπτωση. Μια όμως και οι ευχές δεν κοστίζουν τίποτα –και επιπλέον υπάρχει ισχυρή πιθανότητα να φτιάξουν το κέφι του παραλήπτη τους­– χωρίς φόβο και πάθος, και με κάθε ειλικρίνεια θέλω να ευχηθώ σε όλους ανεξαιρέτως τους αναγνώστες του Movieworld, και σε όλο τον κόσμο, να έχουν την καλύτερη χρονιά που μπορούν, μέσα στο πλαίσιο των δυνατοτήτων τους. Το ζητούμενο όμως είναι να ορίσουμε το πλαίσιο, και τον ορίζοντα προσδοκιών, έτσι ώστε να μην αναμένουμε ανέφικτα πράγματα, η μη πραγματοποίηση των οποίων θα μας πικράνει και θα μας αναστατώσει. Μιλούσαμε τον προηγούμενο μήνα για έναν δημιουργό ιδιαίτερο, ο κόσμος του οποίου αποτελεί ένα πλαίσιο από μόνος του για να εντάξει κανείς τη σκέψη του και ένα πρίσμα μέσα από το οποίο μπορεί να φιλτράρει την καθημερινότητά του. Το σύμπαν του Μπάρτον όμως διακατέχεται από μια εγγενή μελαγχολία που αν και ήταν πολύ ταιριαστή για το τέλος μια χρονιάς –η οποία χωρίς να εξετάσουμε αν ήταν καλή ή κακή για τον καθένα μεμονωμένα, σίγουρα έφερε, όπως κάθε τέλος, τα βάρη, της αποτυχίες και τα απορρίμματα των γεγονότων και των αποφάσεων, των απογοητεύσεων και των λαθών τριακοσίων εξήντα πέντε ημερών που προηγήθηκαν– θα ήταν καλύτερο να αποφευχθεί να σηματοδοτήσει την αρχή μιας καινούριας.

Ο Γενάρης ως νοητή –και οπωσδήποτε επίπλαστη, αλλά ας μη μας απασχολήσει τώρα– αρχή πρέπει να ενταχθεί σε ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο, γιατί όπως κι αν πρόκειται να μας βγει το 2008, δεν πρέπει να επιτρέψουμε σε κανέναν να μας κατηγορήσει πως δεν το αντιμετωπίσαμε καταρχήν με αισιοδοξία. Ας μαζέψουμε λοιπόν τα μπογαλάκια μας, μια μικρή βαλιτσούλα και ας πετάξουμε μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα δυτικά, κάπου στην άκρη της ηπειρωτικής Ευρώπης. Ο σημερινός μας ΑνεμοΔέκτης είναι αφιερωμένος στην επιτηδευμένη αφέλεια και την ανάλαφρη γαλλική αισιοδοξία, ένα είδος πρόσχαρης αναμονής για το μέλλον που μόνο σ’ αυτή τη γωνιά του κόσμου μπορεί να εντοπίσει κανείς και που με μεγάλη δυσκολία μπορεί να του αντισταθεί. Σταθμός πρώτος η «Αμελί» του 2001, ένα έργο του Ζαν-Πιερ Ζενέτ, που έκανε διάσημο το χαριτωμένο μουτράκι της Οντρέ Τοτού –διασημότητα που αργότερα εκείνη εξαργύρωσε σε αμερικάνικες αποτυχίες και τον τραγικό «Κώδικα DaVinci», αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία–, και φύσηξε έναν διαφορετικό αέρα στις κορεσμένες κινηματογραφικές αίθουσες. Θα μου πείτε, «περσινά ξινά σταφύλια μας λες», κι εγώ θα διαφωνήσω μαζί σας… Άλλωστε, αυτή η στήλη δεν σας μίλησε ποτέ για blockbusters και σημεία της επικαιρότητάς. Πίσω στο 2001 λοιπόν. Εκεί που η μυστήρια γοητεία της Αμελί έρχεται κάτι να πει στις βαριεστημένες ζωές όλων μας.

Η Αμελί είναι ένα κορίτσι αινιγματικό. Με τρόπο σκέψης περίπλοκο. Που εστιάζει στο καλό. Να κάνει το καλό για τους άλλους. Και για τον εαυτό της το καλό το μηρυκάζει, το κλώθει μέσα στη σκέψη της, το γεννάει και το πνίγει. Δεν είναι για τα εύκολα, όπως η ζωή δεν είναι για τα εύκολα, και δεν είναι κι εύκολη. Η Αμελί φοβάται. Φοβάται όπως φοβούνται οι άνθρωποι, όπως έμαθαν να φοβούνται, να αποστασιοποιούνται, να κλειδώνουν τις σκέψεις τους μέσα τους για να μην τους επιτρέψουν να έρθουν σε επαφή με τη σκέψη του άλλου, του ξένου, εκείνου που παραμονεύει να εισβάλει στο άδυτο του εσώτερου κόσμου και να κάνει κατοχή. Κι έτσι φοβισμένοι πορευόμαστε όλοι. Κι όταν κάνουμε μια νέα αρχή, ακόμα και τη συμβολική αρχή της νέας χρονιάς, έτσι φοβισμένοι είμαστε. Το θέμα είναι αν ο φόβος μας θα μας καταβάλει, θα μας καθυποτάξει ή αν θα τον χειριστούμε δημιουργικά, ώστε, έστω την τελευταία στιγμή, να τον ξεπεράσουμε και να ζωγραφίσουμε με τα χρώματα που μας έδωσε μια εικόνα όχι της απομόνωσης, αλλά της επικοινωνίας. Εκεί είναι που έρχεται αυτό το παράδοξο γαλλικό πνεύμα, που παρά τα σημεία των καιρών που το έχουν καταβάλει, ξεπηδά ρευστό μέσα από το φιλμ και πλημμυρίζει την καρδιά του θεατή με μια αισιοδοξία σχεδόν ανυπόφορη μέσα στο κλίμα αυτό στο οποίο έχουμε μάθει να ζούμε και να απελπιζόμαστε. Το «Αμελί» είναι ένα φιλμ σύγχρονο, συνεπές ως προς τη σύγχρονη καθημερινότητα, που κρατάει κάτι από την παλιά γαλατική αβρότητά και γοητεία και την εντάσσει στην καθημερινή πεζότητα που έχει επιβάλει η ποπ κουλτούρα. Για να προσεγγίσουμε καλύτερα όμως το φαινόμενο στο οποίο αναφερθήκαμε αρχικά, ας προχωρήσουμε στο δεύτερο σταθμό μας, πενήντα χρόνια πίσω, στο 1958 και στην ταινία «Mon Oncle» του Ζακ Τατί (http://www.tativille.com).

Την ταινία αυτή την είδα σε επανέκδοση, δυο καλοκαίρια πριν σε ένα θερινό σινεμά, και μιλώντας γι’ αυτήν έρχεται ακόμα στη μνήμη μου η μυρωδιά από το νυχτολούλουδο που άνθιζε κάπου εκεί γύρω. Ο Ζακ Τατί παίρνει τον αγαπημένο του ήρωα, τον κύριο Ιλό, του δίνει το ρόλο του αγαπημένου θείου ενός μικρού αγοριού και αφήνει την ταινία να κυλήσει αργά και με νωχέλεια, σα να του βρίσκεται όλος ο χρόνος του κόσμου, σαν οι έγνοιες της καθημερινότητας, τα άγχη και οι πιέσεις να είναι πολύ μακριά από τον φιλμικό του κόσμο. Η κανονικότητα παρωδείται μέσα στην ταινία, χωρίς χυδαιότητα και επιτήδευση, αλλά με μια απλότητα και μια γλυκύτητα που γεμίζει το θεατή του 21ου αιώνα με νοσταλγία. Αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά είναι που εντοπίζω εγώ, που τους δίνω γαλλική ονομασία προέλευσης, και τα θέτω ως τον ακρογωνιαίο λίθο της ορθής αντιμετώπισης της νέας χρονιάς. Παράξενος, αφελής, αθώος, τεμπελάκος και αξιαγάπητος, ο κύριος Ιλό δεν μπορεί να ενταχθεί στην αστική ρουτίνα που θέλει τον άνθρωπο να αποκτά τα χαρακτηριστικά της μηχανής. Ο κύριος Ιλό αντιμετωπίζει τη ζωή σαν να είναι το πιο απλό, το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου, ακριβώς αυτό που είναι δηλαδή. Το δεδομένο, το κεκτημένο μας δικαίωμα, που εύκολα εμείς παραχωρούμε στα νύχια της επιτήδευσης και της κακεντρέχειας μιας καθημερινότητας που μας θέλει στρατιώτες χωρίς συναισθήματα και χωρίς προοπτικές, πέραν αυτών που «μεγάθυμα» θα μας παραχωρήσουν οι άλλοι.

Αυτό που λέει ο Τατί, αυτό που μου είπε κι εμένα ένα καλοκαιρινό βράδυ, αλλά δεν το έλαβα τότε υπόψη, είναι ότι η πρέπει κανείς ν’ αρπάζει τη ζωή απ’ τα μαλλιά και να τη χαίρεται μέσα από την απλότητά της. Να βρίσκει λόγο να γελάσει μέσα στο σύνηθες και σκοπό ύπαρξης μέσα από την ύπαρξή του, όχι αγνοώντας ή σνομπάροντας τους άλλους, αλλά χωρίς να τους επιτρέπει να λάβουν αποφάσεις που πρέπει ο καθένας να λαμβάνει μόνος του για τον εαυτό του. Ο Τατί αρέσκεται να αφηγείται μια ιστορία από τα γυρίσματα του «Mon Oncle», που δείχνει πόσο η ατμόσφαιρα που ξεχειλίζει απ’ το πανί έχει αντίκρισμα και στην πραγματικότητα: Οι περίφημοι σκύλοι του Τατί, μια αγέλη αδέσποτα που «πρωταγωνίστησε» στην ταινία, και που όταν έφτασε το τέλος των γυρισμάτων δεν πετάχτηκαν πίσω στο δρόμο. Και με μέριμνα μάλιστα του ίδιου του σκηνοθέτη, ο οποίος έβαλε αγγελία γράφοντας πως οι «σταρ» του «Mon Oncle» χαρίζονταν σε όποιον το επιθυμούσε. Τα σκυλιά είχαν γίνει κομμάτι του καστ, είχαν αγαπηθεί από τους ανθρώπους της ταινίας και τους είχαν αγαπήσει. Η ανταπόκριση του κόσμου τεράστια, και όλα τα ζωάκια βρήκαν ένα ζεστό σπιτικό. Τέτοιες, καθημερινές πράξεις, που δεν κοστίζουν τίποτα, είναι όμως ένα είδος προσφοράς, θεραπευτικό και γι’ αυτόν που την κάνει και γι’ αυτόν που τη δέχεται. Η ανιδιοτέλεια δεν μπορεί να υπάρξει αν ο άνθρωπος δεν είναι υπεράνω της καθημερινής μικρότητάς, υπεράνω του άγχους που μας έχουν καλλιεργήσει τα μέντια και από το οποίο δεν μπορούμε να ξεφύγουμε, γιατί δεν μπορούμε τίποτα να πάρουμε πια στ’ αστεία.

Και άφησα για το τέλος την αφορμή στην πραγματικότητα γι’ αυτό το άρθρο. Ένα βιβλίο που δώρισα εφέτος την πρωτοχρονιά στη μικρή μου αδερφή, αλλά κατάφερα τελικά να διαβάσω εγώ πριν εκείνη το πιάσει καλά-καλά στα χέρια της. Πρόκειται για το «Ο Μικρός Νικόλας Σε Νέες Περιπέτειες», τις ανέκδοτες ιστορίες του μικρού Νικόλα (http://www.petitnicolas.com), από τους Ρενέ Γκοσινί και Ζαν Ζακ Σενπέ, (εκδόσεις Σύγχρονοι Ορίζοντες). Ο μικρός Νικόλας είναι ένα άτακτο παιδάκι της δεκαετίας του 1950. Μιας εποχής όπου, παρά τους δυο παγκόσμιους πολέμους και το ψυχροπολεμικό κλίμα φαντάζει καθαρή κι αμόλυντη, όπως παρουσιάζεται μέσα από τα μάτια ενός μικρού αγοριού που δεν θέλει να δει ούτε κακό, ούτε πονηριά, ούτε υστεροβουλία σε κανέναν. Δεν γνωρίζει αυτές τις έννοιες παρά μόνο ίσως ως κινηματογραφικές πιθανότητες, και δεν έχουν κανένα νόημα γι’ αυτόν έξω από τη σκοτεινή αίθουσα. Οι περιπέτειές του δεν έχουν τίποτα από τον εξωτισμό του κοσμοπολίτη Χάρυ Πότερ, ούτε από το αγγλοσαξωνικό φλέγμα των ηρώων της Ένιτ Μπλάιτον. «Μετά το μάθημα, η δασκάλα με κράτησε λίγο στην τάξη και μου είπε πως δεν είχα λύσει σωστά το πρόβλημα της αριθμητικής. Πρέπει να θυμηθώ να πω στον μπαμπά να είναι πιο προσεχτικός». Αυτό που κυριαρχεί στον κόσμο του είναι η απλότητα.

Τίποτα δεν ξεκινά για σκανδαλιά, αν και όλα εκεί καταλήγουν, ο μικρός Νικόλας αγαπά όλον τον κόσμο, τη μαμά και τον μπαμπά του, τους φίλους και τη δασκάλα του, έναν προς έναν τους γοητευτικούς χαρακτήρες που οι δυο δημιουργοί έπλασαν για να ντύσουν το σύμπαν του ήρωά τους. Στις ιστορίες του μικρού Νικόλα, όλα αρχίζουν με την καλή προαίρεση του ήρωα να είναι καλό και φρόνιμο παιδί. Μόνο που ακριβώς όπως τις έννοιες του κακού, έτσι και τις έννοιες της φρονιμάδας ο Νικόλας δεν τις έχει κατασταλαγμένες μέσα στο μυαλό του, κι έτσι καταλήγει περισσότερος ο μπελάς παρά η ωφέλειά τους. Αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό του όμως είναι που κάνει τις ιστορίες του τόσο δροσερές και φρέσκιες ακόμα και πενήντα χρόνια μετά τη συγγραφή τους. Αυτό το χαρακτηριστικό είναι που λείπει από τη ζωή μας σήμερα, και από τα κριτήρια με τα οποία λαμβάνουμε τις αποφάσεις που καθορίζουν το μέλλον μας. «»Στο σπίτι μας, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς», του είπα, «θα έχουμε τη γιαγιά, τη θεία Ντοροτέ και το θείο μου τον Ευγένιο». «Στο δικό μας», μου είπε ο Αλσέστ, «θα έχουμε γαλοπούλα γεμιστή»».

Δημοσιεύτηκε στο Movieworld.gr τον Ιανουάριο του 2008