Μέσα Οκτωβρίου. Κατέβαιναν παρέα την Χαριλάου Τρικούπη. Νωρίς το πρωί. Φυσούσε ένας αέρας ξεκάθαρα φθινοπωρινός. Το είδος εκείνο που παίρνει μαζί του ό,τι υπόλειμμα καλοκαιριού έχει απομείνει στην ατμόσφαιρα. Μύριζε βροχή και περπατούσαν βιαστικά. Η κίνηση στους Αθηναϊκούς δρόμους είχε ήδη αρχίσει να σχηματίζεται. Ταλαντευόμενοι πάνω στα κακοφτιαγμένα πεζοδρόμια κοιτούσαν πάντα κάτω. Όπως περπατάει κανείς όταν φοβάται∙ μην παραπατήσει, μήπως σκοντάψει, μην παραφερθεί. Και η πτώση να καιροφυλακτεί σε κάθε βήμα. Μπροστά εκείνος∙ εκείνη ακολουθώντας. Ο καιρός είχε αλλάξει απότομα. Στην Αθήνα ο Οκτώβρης μπορεί να είναι ακόμα καλοκαίρι∙ αλλά όχι εκείνη τη μέρα. Το φθινόπωρο τους είχε πιάσει στον ύπνο. «Ξέρεις, αυτός ο καιρός μου θυμίζει τόσο το Παρίσι», είπε εκείνος. Εκείνη έγνεψα μοναχά. Δεν είχε πάει ποτέ της στο Παρίσι και η πρόταση αυτή αντήχησε στ’ αυτιά της σαν ποίημα. Φορούσε ένα δικό του πουλόβερ, που της έπεφτε πολύ φαρδύ· το περισσευούμενο ύφασμα στριμωγμένο όπως-όπως μέσα στο τζιν παντελόνι της, το πανωφόρι της κουμπωμένο σε μια απέλπιδη προσπάθεια να κρύψει τα αστεία εξογκώματα. Δεν την ενοχλούσε το γελοίον του πράγματος. Βάδιζε τυλιγμένη στη μυρωδιά του. Περπατούσαν μαζί, όμως εκείνη πορευόταν σε έναν δικό της κόσμο, όπου τα πάντα ορίζονταν από τις αισθήσεις και η εξωτερική πραγματικότητα σχεδόν δεν την άγγιζε. Ονειροβατούσε∙ όχι με όρους εφηβικούς μα σαν γυναίκα αρχέτυπο. Σαν όλες οι γυναίκες από την Λίλιθ μέχρι σήμερα· παγιδευμένη σ’ ένα βαραθρώδες «θέλω» όπου η επιθυμία αποκτά σάρκα και οστά και λειτουργεί ως πολύ αποφασιστικός ρυθμιστής των πραγμάτων.
«Έχεις πάλι εκείνο το βλέμμα», μου είπε ο άντρας μου. Γύρισα ξαφνιασμένη και το κεφάλι μου χτύπησε στο τζάμι του αυτοκινήτου. Ο Κώστας κοιτούσε μπροστά, τα φανάρια της Κηφισίας που άλλαζαν από πορτοκαλί σε κόκκινο. Πήρε το πόδι του απ’ το γκάζι και χαμήλωσε ταχύτητα. Το αυτοκίνητο κυλούσε επιβραδύνοντας. «Δεν ξέρω για ποιο πράγμα μιλάς». Να το πω; Του χαμογέλασα μόνο: «Φοβάμαι ότι θα βρέξει. Το παιδί δεν είναι καλά ντυμένο». Στο πίσω κάθισμα η Έλλη είχε πάλι αδειάσει το περιεχόμενο της σχολικής της τσάντας και μετρούσε τα χρωματιστά της μολύβια. Κάπου είχε χάσει το κόκκινο. Δεν έχει μάθει ακόμα ότι μόνο με το να μετράς και να ελπίζεις, αυτό που έχασες δεν θα επιστρέψει. Έχει καιρό. «Φθινοπώριασε», μουρμούρισε ο Κώστας. Το αυτοκίνητο ακινητοποιήθηκε μπροστά από το φανάρι. Γύρισε το κεφάλι του και με παρατήρησε με σμιχτά φρύδια. Άνοιξε το στόμα του να μιλήσει. «Σε παρακαλώ, δεν είμαστε μόνοι», του είπα. Με κοίταζε ακόμη. Μετά αναστέναξε: «Σε ένα μήνα θα πάω στο Παρίσι. Για μια σύσκεψη. Θέλω να έρθεις μαζί μου». Η καρδιά μου σταμάτησε και αισθάνθηκα τους μύες μου να παγώνουν. Τα μάτια του με τρυπούσαν, χαζεύοντάς μέ με απόλυτη αδιακρισία και σκόπιμη σκληρότητα· τέτοια σκληρότητα που δεν σου αφήνει πια χώρο ν’ απολογηθείς. «Δεν μπορώ να πάρω άδεια μέσα Νοεμβρίου», δήλωσα χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις, που θα ήταν έτσι κι αλλιώς άχρηστες. Έστρεψε πάλι μπροστά, έβαλε πρώτη· το αυτοκίνητο έμεινε στιγμιαία σ’ αυτή την αδρανή κατάσταση της επιτηδευμένης στασιμότητας προ της εκκίνησης και μετά όρμησε μπροστά. «Μην τρέχεις», του είπα.
Ο θόρυβος του δρόμου ήταν αποτρεπτικός για ψιλοκουβέντα. Όχι πως υπήρχε κάτι που έπρεπε ή χρειαζόταν απαραιτήτως να ειπωθεί. Τόσο νωρίς το πρωί τα λόγια περισσεύουν, και καμιά φορά τα λόγια περισσεύουν ολότελα. Το ρίγος που διαπερνά το κορμί όταν φυσά ο φθινοπωρινός αέρας είναι αναζωογονητικό. Και η πράξη του να περπατάς είναι μια διαδικασία γοητευτική και από μόνη της φυσικά απαιτητική: αξιώνει συγκέντρωση και συγχρονισμό, καθώς και μια κάποια αποφασιστικότητα. Δυο άνθρωποι που περπατούν έχουν μοιρασμένους στόχους. Ή ακόμα στόχους παντελώς διαφορετικούς∙ υπόγειους, που μπορεί κανείς να κρύβει εντελώς απ’ τον συνπεριπατητή του. Στην περίπτωση αυτή, κάθε βήμα του συνωμότη είναι και μια προδοσία. Ακόμα κι αν δυο άνθρωποι βαδίζουν πλάι-πλάι, κάθε βήμα εξορίζει τον ένα μακριά απ’ τον άλλον. Αν περπατά ο πρώτος λίγο πιο μπροστά, λιγάκι πιο βιαστικά, με κάθε του βήμα ανοίγει μια χαράδρα που ο άλλος δεν δύναται να διασχίσει. Πλησιάζοντας στην Ναβαρίνου η κίνηση έγινε πιο πυκνή. Τα μαγαζιά είχαν μόλις ανοίξει και η πόλη έπαιρνε ζωή ανεξάρτητη από τους κατοίκους της. Όταν έφτασαν στα φανάρια της Σόλωνος εκείνη στάθηκε δίπλα του και του έσφιξε το χέρι. Εκείνος το σήκωσε και το ζέστανε με την ανάσα του. Της χαμογέλασε.
«Μαμά, το μολύβι χάθηκε», αναφώνησε η Έλλη απελπισμένη. Ήταν ίσως η έβδομη φορά που μου το έλεγε. «Θα πάρουμε αύριο καινούριο, αγάπη μου», της απάντησα αφηρημένη. Ο τόνος της φωνής μου δε θα μπορούσε να ικανοποιήσει την αδημονία κανενός πεντάχρονου παιδιού. Το αύριο για εκείνη είναι μια αιωνιότητα. «Μα πρέπει να ζωγραφίσω το μήλο. Με τί θα ζωγραφίσω το μήλο;». Ανακάθισα και στράφηκα προς τα πίσω. Την κοίταξα. Είναι πολύ όμορφο κοριτσάκι. Μεγάλα μάτια. Πεισματάρικα τώρα. Το μήλο πρέπει να ζωγραφιστεί, δεν υπάρχει αμφιβολία. «Μπορείς να ζωγραφίσεις ένα πράσινο μήλο. Σαν αυτό που σου έδωσε η θεία Ελένη, θυμάσαι; Δεν σου άρεσε το πράσινο μήλο;»· προσπαθώ να φερθώ διπλωματικά. Το σκέφτεται. Γέρνει το κεφαλάκι της με νάζι απ’ τη μια μεριά και ακουμπά το δάχτυλο στα σουφρωμένα της χειλάκια. Όπως εγώ. «Μα, μαμά, όλα τα παιδιά θα έχουν κόκκινο μήλο. Η δασκάλα είπε κόκκινο». Πώς να της εξηγήσω τώρα ότι δε βλάπτει καμιά φορά να πηγαίνεις αντίθετα απ’ το ρεύμα; Ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να συμμορφώνεται διαρκώς με τις επιταγές της μάζας και πως πρέπει να είσαι ο εαυτός σου· πνεύμα ανεξάρτητο· να τολμάς και να μη φοβάσαι να σφάλεις για να δημιουργήσεις κάτι νέο. Να μπαίνεις μέσα στη θύελλα τολμηρός κι ας ξέρεις ότι δε θα βγεις αλώβητος, γιατί μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο μπορείς να κάνεις τη διαφορά. Ότι πρέπει… «Θα σταματήσουμε σ’ ένα μαγαζί πριν φτάσουμε στη γιαγιά και θα πάρουμε καινούριες μπογιές», λέει ο Κώστας. Το θέμα λύθηκε.
Το πρωινό εκείνο είχε ξεκινήσει βεβιασμένα. Ο ήχος απ’ το ξυπνητήρι είναι πάντα μια ψυχρολουσία. Δε σ’ αφήνει να βγεις μαλακά απ’ το χώρο των ονείρων. Δεν μπορείς να ξυπνήσεις μέσα σε μια αγκαλιά και να ακουμπήσεις εκεί λιγάκι, όσο να καταλαγιάσει η συνείδηση που επιστρέφει από το νυχτερινό της ταξίδι μέσα σου. Το πρωινό ξύπνημα, αυτό που θα έπρεπε να είναι μια τρυφερή μετάβαση απ’ το χθες στο σήμερα αναιρείται από το καταπιεστικό κουδούνισμα, που σαν τρίτος άνθρωπος, σαν ζηλιάρα ερωμένη μπαίνει φθονερά στη μέση, απομακρύνοντας τους εραστές, μόνο για να τους στείλει να τραβήξουν κουπί στα νερά της καθημερινότητας· ο καθένας μοναχός του. Τον φίλησε σχεδόν με πόνο· με το γόνατο ακουμπισμένο στο κρεβάτι, το άλλο πόδι να πατάει κάτω, μερικά παρατεταμένα δευτερόλεπτα πριν πεταχτεί όρθια όπως απαιτούσε ο στριγκός ήχος του ξυπνητηριού. Κοίταξε στα πεταχτά απ’ το παράθυρο. Ο καιρός προμήνυε βροχή. «Θα παγώσω νομίζω», είπε. Της έδωσε το πουλόβερ του και επέμεινε να το φορέσει. Δεν διαμαρτυρήθηκε ιδιαίτερα. Λάτρευε να φορά τα ρούχα του· αν μπορούσε θα φορούσε τον ίδιο σαν ύφασμα κατάσαρκα πάνω της. «Να μην του αφήσω επιλογή να μ’ αφήσει…». Αδέσποτες σκέψεις.
«Έχουν περάσει τόσα χρόνια. Είναι κρίμα». Ο τόνος της φωνής του ήταν κοφτός. Γύρισα και κοίταξα την Έλλη. Έπαιζε ήσυχα με μια ξανθή, στρουμπουλή κούκλα και φαινόταν να μη δίνει σημασία. Ξαναγύρισα μπροστά. Δεν είχα απάντηση, οποιαδήποτε απάντηση στην προκειμένη περίπτωση θα ισοδυναμούσε καταρχάς με κατάφαση. Το ίδιο και η σιωπή. Άσχημο στρίμωγμα. «Σκέφτομαι πως δεν κατέβασα εχθές τα κοινόχρηστα. Και δεν ξέρω τί ώρα θα είναι η κυρία Χρύσα στο σπίτι της αύριο. Αυτό μόνο». «Έχουν περάσει τόσα χρόνια. Ποτέ δεν πίστεψα ότι θα κρατήσει τόσο». Σώπασα. «Ξέρεις, σχεδόν σε θαυμάζω». Σώπασα. «Κατά μια έννοια η εμμονή σου είναι ρομαντική». Σώπασα. «Κατά μια άλλη έννοια, βέβαια, είσαι για λύπηση».
Το πάθος είναι ενδιαφέρον φαινόμενο. Το ίδιο και η μνήμη. Όταν τα δυο συγκρούονται το αποτέλεσμα μπορεί να είναι επώδυνο. Έκοψαν αριστερά στην Σόλωνος και περπάτησαν χέρι-χέρι μέχρι την Ασκληπιού. Ήταν εκείνη η ελάχιστη στιγμή λίγο πριν αρχίσει η βροχή, που τα σύννεφα στέκουν σε πλήρη ετοιμότητα, βαριά κι ακίνητα πάνω στον ουρανό, περιμένοντας λες το σύνθημα για να ρίξουν στη γη το φορτίο τους. Στα φανάρια της Ασκληπιού εκείνος κοίταξε το ρολόι του. «Έχω αργήσει», της είπε και προπορεύτηκε για άλλη μια φορά. Καθώς περνούσαν μπροστά απ’ την Ακαδημία μια ριπή ανέμου ανακάτεψε τα νεκρά φύλλα που στοιβάζονταν στον πεζόδρομο. Ένα ξερό κοκκινωπό πλατύφυλλο πέρασε ανάμεσά τους λικνιζόμενο στους ρυθμούς του ανέμου. Εκείνος περπατούσε μπροστά. Δεν το είδε. Εκείνη το θαύμασε με φόντο την πλάτη του. Μπλε ραφ. Χρυσοκόκκινο πάνω στο μπλε. Ένα θέαμα σχεδόν εικαστικό. Πολύτιμο. Ανεξίτηλο. Τα μάτια της φωτογράφισαν τη στιγμή και την φύλαξαν στην μνήμη της για πάντα.
Συνέχισα να κοιτώ αμίλητη τα καφετιά και κόκκινα χρώματα απ’ το θολό φθινοπωρινό τοπίο που άφηνε πίσω το αυτοκίνητο καθώς κατέτρωγε τη χιλιομετρική απόσταση και το χρόνο μας. Ο ήλιος κρυμμένος πίσω από ένα παιχνιδιάρικο σύννεφο έριχνε πότε-πότε μερικές αδύναμες πρωινές ακτίνες που άστραφταν πάνω στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου. Ο Κώστας δε μίλησε άλλο. Η Έλλη τραγουδούσε στην κούκλα της ένα νανούρισμα που της λέω από μωρό. Πάντα, τα φθινοπωρινά πρωινά μου θυμίζουν το Παρίσι. Κι ας μην έχω ταξιδέψει εκεί ποτέ.
by Evita Lykou on Thursday, 18 February 2010 at 21:28