Την ώρα που δύο στους δέκα νοσοκομειακούς ασθενείς χρειάζονται μετάγγιση, η διάδοση της εθελοντικής αιμοδοσίας παραμένει μικρή και οι γιατροί δυσκολεύονται να καλύψουν τις ανάγκες.

Τα περισσότερα κοινωνικά ζητήματα αφορούν συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού –μεγαλύτερες ή μικρότερες. Υπάρχουν, όμως, και κάποια που μας αφορούν δυνητικά όλους. Ένα τέτοιο ζήτημα είναι αυτό της μετάγγισης αίματος, και ως εκ τούτου της εθελοντικής αιμοδοσίας, αφού στον καθένα μπορεί ανά πάσα στιγμή να παρουσιαστεί η ανάγκη για μετάγγιση αίματος.


Οι ετήσιες ανάγκες αίματος στη χώρα μας υπολογίζονται σε 600.000 μονάδες, όπου κάθε μονάδα αντιστοιχεί σε 450ml αίμα. Οι αριθμοί δείχνουν ολοκάθαρα το μέγεθος του προβλήματος. Σε κάθε δέκα νοσοκομειακούς ασθενείς, οι δύο χρειάζονται μετάγγιση. Η ανάγκη αυτή μπορεί να οφείλεται σε:

  • Βαρύ τραυματισμό, συνήθως από αυτοκινητιστικό δυστύχημα (στα οποία η Ελλάδα κατέχει την πρωτιά στην Ευρωπαϊκή Ένωση)
  • Μεσογειακή αναιμία, της οποίας οι πάσχοντες χρειάζονται τουλάχιστον 30 μονάδες αίματος τον χρόνο
  • Λευχαιμία, καρκίνο, χημειοθεραπεία
  • Άλλες περιπτώσεις, όπως εγχειρήσεις καρδιάς, ρήξη μήτρας ή άλλη αιμορραγία στον τοκετό, βαρεία γαστρορραγία.

Το ισχύον, άτυπο, καθεστώς ορίζει ότι, λόγω έλλειψης πλεονάσματος στις τράπεζες αίματος, σε περίπτωση ξαφνικής ανάγκης (ατύχημα, εγχείριση κ.λπ.) πρέπει να βρεθεί συμβατό αίμα από το οικογενειακό περιβάλλον του ασθενούς, κάτι που δεν μπορεί να ισχύσει στις περιπτώσεις που η ανάγκη λήψης αίματος είναι χρόνια, όπως στους πάσχοντες από Μεσογειακή Αναιμία. Αυτή η συνθήκη δημιουργεί μεγάλη ανασφάλεια σε ασθενείς και συγγενείς και εγκυμονεί κινδύνους, λόγω του άγχους και της πίεσης, για εύρεση αίματος ακόμα και από μη κατάλληλο δότη. Ο μόνος τρόπος για να περιοριστεί το φαινόμενο και να καλύπτονται επαρκώς οι, επιτακτικές, ανάγκες της χώρας σε αίμα είναι η εθελοντική αιμοδοσία, η οποία ωστόσο δεν είναι ευρέως διαδεδομένη, με αποτέλεσμα οι ανάγκες των ελληνικών νοσοκομείων για αίμα να γίνονται ολοένα και μεγαλύτερες.

Από την αρχαιότητα στον 21ο αιώνα

Η μετάγγιση αίματος έχει ιστορία αιώνων, αφού από την αρχαιότητα, οι μάγοι πρώτα και μετά οι επιστήμονες, ασχολήθηκαν με το αίμα και τους τρόπους εκμετάλλευσής του, είτε σαν φάρμακο είτε σαν δηλητήριο. Ήδη από το 1615 οι επιστήμονες δοκιμάζουν τις πρώτες μεταγγίσεις σε ανθρώπους και ζώα, με αμφίβολα όμως αποτελέσματα λόγω της άγνοιας θεμελιωδών στοιχείων όπως η συμβατότητα, που οδηγούσε στον θάνατο των ασθενών. Από την αρχή του 20ού αιώνα οι ανακαλύψεις πάνω στο θέμα αυτό είναι αλματώδεις και οι προσπάθειες των γιατρών ανά τον κόσμο για να γίνει η λήψη ξένου αίματος όλο και πιο ασφαλής συνεχίζονται.

Στην Ελλάδα συστηματική μετάγγιση αίματος άρχισε να γίνεται στη διάρκεια του Μεσοπολέμου με πρωτοβουλία του καθηγητή Σπ. Οικονόμου και κατόπιν με την πολύτιμη συνδρομή του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού.

Σήμερα το αίμα λαμβάνεται και χορηγείται εντελώς δωρεάν, κάτι που ισχύει στην Ελλάδα από το 1979 και που έχει κατοχυρωθεί νομοθετικά [στην προηγούμενη φάση οι δότες πληρώνονταν για το αίμα τους, κάτι που τους καθιστούσε συχνά ακατάλληλους, αφού οι ομάδες πληθυσμού που είχαν περισσότερο ανάγκη τα χρήματα, και γι’ αυτό πουλούσαν το αίμα τους, ανήκαν στις ομάδες υψηλού κινδύνου που θα έπρεπε να αποφεύγουν την αιμοδοσία (π.χ. ναρκομανείς). Με το καθεστώς της εθελοντικής αιμοδοσίας πληρώνεται περισσότερο το αίσθημα προσφοράς, αλληλεγγύης και ηθικής ικανοποίησης και εξασφαλίζεται ως ένα βαθμό μεγαλύτερη ασφάλεια, αφού ο συστηματικός δότης είναι περισσότερο ευαισθητοποιημένος, άρα και περισσότερο αξιόπιστος από τον ευκαιριακό.

Η διαδικασία της αιμοδοσίας

Η αιμοδοσία είναι μια πράξη ελάχιστα χρονοβόρα και διόλου επίπονη. Αιμοδότης μπορεί να γίνει ο καθένας που πληροί τις προϋποθέσεις, αρκεί να είναι από 18 έως 65 χρονών.

Οι υποψήφιοι αιμοδότες πηγαίνουν στα Κέντρα Αιμοδοσίας που βρίσκονται στα περισσότερα μεγάλα δημόσια νοσοκομεία. Πρέπει να έχουν φάει κάτι ελαφρύ κατά τις τέσσερις ώρες που προηγούνται της αιμοληψίας και να μην είναι καταπονημένοι. Κάθε υποψήφιος εξετάζεται από ειδικευμένο ιατρικό προσωπικό, γίνεται λήψη του ιατρικού του ιστορικού και συμπληρώνει το ειδικό ερωτηματολόγιο, το οποίο και υπογράφει. Με μια σύντομη κλινική εξέταση εκτιμάται η γενική κατάσταση και το καρδιαγγειακό σύστημα του δότη. Ελέγχονται επισταμένα ο σφυγμός, η πίεση, ο αιματοκρίτης και το βάρος του, που πρέπει να είναι μεγαλύτερο των 50 κιλών. Ο γιατρός αποφασίζει με βάση αυτές τις πληροφορίες αν ο εθελοντής είναι κατάλληλος για δότης. Οι περιπτώσεις που δεν πρέπει κανείς να δίνει αίμα είναι:

  • Αν αισθάνεται αδιάθετος ή κουρασμένος
  • Αν είναι έγκυος ή ήταν έγκυος τον τελευταίο χρόνο
  • Αν αντιμετωπίζει νοσογόνες καταστάσεις, όπως καρδιακές παθήσεις, υψηλή ή χαμηλή πίεση, διαβήτη, επιληψία
  • Αν παίρνει συγκεκριμένα φάρμακα.

Εφόσον ο δότης είναι κατάλληλος, ξαπλώνει στην ειδική πολυθρόνα και η αιμοδοσία δεν κρατάει περισσότερο από δέκα λεπτά ή ένα τέταρτο της ώρας. Το αίμα που παίρνουν από κάθε δότη και αποθηκεύεται σε ειδική σακούλα αίματος δεν ξεπερνά τα 450ml, δηλαδή είναι λιγότερο από το 10% της συνολικής ποσότητας αίματος ενός ενηλίκου. Το σώμα αντικαθιστά το χαμένο υγρό σε περίπου 36 ώρες και ο συνολικός αριθμός αιμοσφαιρίων επιστρέφει στα φυσιολογικά επίπεδα μέσα σε 21 ημέρες.

Μετά από 10 ή 15 λεπτά ξεκούρασης και ένα αναψυκτικό που προσφέρεται στη μονάδα, ο δότης είναι έτοιμος να επιστρέψει στις καθημερινές του ασχολίες. Ο αιμοδότης, εφόσον τηρηθεί κατά γράμμα η διαδικασία, δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο. Οι ενήλικοι άνδρες μπορούν να δίνουν αίμα τέσσερις φορές τον χρόνο και οι γυναίκες μέχρι τρεις, χωρίς καμία επίπτωση στην υγεία τους.

Μετά από κάθε αιμοληψία, το αίμα περνά από εξειδικευμένες εξετάσεις και επεξεργασία. Σύμφωνα με σύσταση της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας, την ελληνική νομοθεσία και την Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το αίμα που δωρίζεται εξετάζεται για τις παρακάτω ασθένειες:

  • AIDS
  • Ηπατίτιδα B
  • Σύφιλη
  • Ηπατίτιδα C
  • Νόσο Chargas
  • Ελονοσία.

Σε περίπτωση που κάποια από αυτές τις ασθένειες ανιχνευτεί στο δείγμα, ειδοποιείται ο αιμοδότης κάτω από απόλυτη εχεμύθεια.

Μόλις διαπιστωθεί η καταλληλότητα του δείγματος, το αίμα διαχωρίζεται με φυγοκέντριση σε τρία μέρη: στα συμπυκνωμένα ερυθρά αιμοσφαίρια, που φυλάσσονται στη συντήρηση (περίπου -4°C) μέχρι ένα μήνα και χρησιμοποιούνται σε αιμορραγίες, στο πλάσμα, που διατηρείται για μήνες στην κατάψυξη και είναι απαραίτητο σε διαταραχές της πήξεως, και στα αιμοπετάλια, που φυλάσσονται σε θερμοκρασία δωματίου και κρατούν μόνο 5 ημέρες, ενώ χρησιμεύουν σε ασθενείς με χαμηλά αιμοπετάλια. Σε άλλες περιπτώσεις το αίμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ανεπεξέργαστο, χωρίς να διαχωριστεί στα συστατικά του.

Δυστυχώς όσες εξετάσεις κι αν γίνουν υπάρχει ακόμα σε κάποιες περιπτώσεις ο κίνδυνος για τον λήπτη να του μεταδοθεί κάποια νόσος που δεν ανιχνεύτηκε στις εξετάσεις, γι’ αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό να είναι ο δότης υπεύθυνος και να μην δίνει αίμα όταν υπάρχει κίνδυνος να είναι φορέας κάποιας μεταδοτικής ασθένειας. Άλλοι κίνδυνοι για τον λήπτη είναι να προκύψουν αντιδράσεις εκ μεταγγίσεως, αλλεργία και πυρετός. Ακόμα ένα ενδεχόμενο είναι να γίνει μετάγγιση ασύμβατου αίματος, λόγω ιατρικού λάθους, το οποίο επιφέρει τον θάνατο. Οι γιατροί εκτός από το να ελέγχουν την ομάδα αίματος (σύστημα ΑΒΟ και Rhesus) προχωρούν και στη διασταύρωση δείγματος του αίματος του λήπτη με το αίμα προς μετάγγιση, ώστε να προλάβουν τυχόν ανεπιθύμητη αντίδραση.

Όπως επισημαίνει η αιματολόγος-Επιμελήτρια Β΄ της αιματολογικής κλινικής του Νοσοκομείου «Άγιος Σάββας» κ. Αναστασία Πουλή, η εθελοντική αιμοδοσία πρέπει να αυξηθεί, καθώς, ουσιαστικά, από τους εθελοντές εξαρτάται η επιβίωση σημαντικού αριθμού συνανθρώπων μας και η άνοδος του βιοτικού επιπέδου ασθενών με χρόνιες παθήσεις που σήμερα ζουν μέσα στο άγχος της έλλειψης αποθέματος διαθέσιμου αίματος. Το μήνυμα της γιατρού δεν αφήνει περιθώρια επανάπαυσης: «Δώστε αίμα, γιατί χανόμαστε!».

Σχετικές Ιστοσελίδες:

Το αίμα και η αιμοδοσία

http://www.ixanthi.gr/agapi/ipages/geninfo.htm

Πανελλήνιος Σύλλογος Εθελοντών Αιμοδοτών

http://www.aimodosia.gr

Δημοσιεύτηκε στο Π@π@κι τον Μάιο του 2005