Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, κάποτε ο θνητός Ιξίονας τόλμησε να ποθήσει την βασίλισσα των θεών, Ήρα. Ο Δίας τότε έδωσε σε μια Νεφέλη την μορφή της συζύγου του και την άφησε να σαγηνεύσει τον Ιξίονα. Ο παράτολμος θνητός πλήρωσε την ασέβεια του στη μετά θάνατον ζωή. Οι νεφέλες μας ξεγελούν συχνά πλάθοντας μύρια σχήματα στον ουρανό, εμείς κοιτάμε με θαυμασμό τις πύλες του παραδείσου να διαγράφονται στον ορίζοντα…


Στο γαλάζιο ουρανό τα σύννεφα μοιάζουν με πρόβατα που ξεστράτισαν απ’ το λιβάδι τους, το έσκασαν απ’ το βοσκό και ταξιδεύουν μέσα στο χρόνο. Παρουσιάζουν μέσα σε ένα αστικό τοπίο μια εικόνα βουκολική, όπου το μάτι αναπαύεται και ο άνθρωπος γαληνεύει γνωρίζοντας ότι αρκεί να σηκώσει το βλέμμα στον ουρανό για να δει ένα θαύμα.


Όταν το στερέωμα μοιάζει καλυμμένο με βαμβάκι, γυρεύουμε μια μικρή σχισμάδα απ’ όπου μπορούμε να δούμε ένα κομμάτι γαλάζιο. Το βαμβακένιο κάλυμμα ανοίγει και ο ουρανός ζητά να καταπιεί ότι ασχημίζει τον κόσμο, τα ψηλά κτίρια που φαντάζουν προσβολή στην απεραντοσύνη του και την έπαρση του ανθρώπου που πιστεύει ότι μπορεί να φτάσει τα ουράνια.

Οι αρχαίοι Γαλάτες έτρεμαν μήπως τους πέσει ο ουρανός στο κεφάλι. Όταν τα σύννεφα είναι βαριά και κρέμονται πάνω από τον ουρανό της πόλης μοιάζουν με παγόβουνα που κλείνουν γύρω από τα ανθρώπινα κατασκευάσματα δείχνοντας τα μικρά κι ασήμαντα. Πόσο ασήμαντα πράγματι, όταν ο νεφελώδης ουρανός αγκαλιάζει τη γη και αγγίζει παρηγορητικά την αρχαία του συμβία, την τόσο πληγωμένη μέσα στους αιώνες από τα ίδια της τα παιδιά.

Η θάλασσα ζηλεύει την απεραντοσύνη του ουρανού, που υψώνεται μέχρι το διάστημα. Τα σύννεφα χορεύουν τρελό χορό πάνω από την μεγάλη αντίζηλο, το μοναδικό ανθρώπινο δημιούργημα που στέκει περήφανο ανάμεσα στην προαιώνια διαμάχη είναι σκοτεινό, αναγνωρίζοντας ίσως πόσο μηδαμινό είναι ανάμεσα στις δυνάμεις του σύμπαντος.

Τα λιμάνια είναι χώροι αποχαιρετισμού, συχνά θλίψης και σπαραγμού. Τα σύννεφα ταξιδεύουν κι αυτά πάνω από το λιμάνι, χαιρετίζουν τα καράβια και τα ακολουθούν στα μακρινά τους ταξίδια, κουβαλώντας τις ευχές, αυτών που μένουν πίσω, για καλή αντάμωση.

Τα παιχνιδιάρικα σύννεφα που φεύγουν για το βουνό, λίγη σημασία δίνουν στις κεραίες της τηλεόρασης και τους σκουριασμένους θερμοσίφωνες. Δίνουν στον ουρανό μια εικόνα παιχνιδιάρικη και ξυπνούν όμορφες μνήμες της παιδικής ηλικίας.


Της ηλικίας εκείνης όπου όλα ήταν αθώα, αγνά και άσπιλα, τότε όπου το λευκό κυριαρχούσε στη σκέψη μας. Όταν η φαντασία μεταμόρφωνε άσχημα κουρέλια σε ανοιχτά πανιά και μας καλούσε να ταξιδέψουμε σε έναν τόπο γεμάτο με ανεκτίμητους θησαυρούς, χωρίς καμιά έγνοια για το πριν και το μετά.


Καθώς σουρουπώνει ο ουρανός αποκτά μια γαλακτερή νωχέλεια, τα σύννεφα μοιάζουν πηχτά σαν μια κρέμα που σκεπάζει όμορφα και ειρηνικά την πόλη και αποκοιμίζει τους κουρασμένους της κατοίκους.

Όσο όμορφα κι αν είναι τα δημιουργήματα του ανθρώπου, γίνονται αληθινά στολίδια όταν η φύση ανθίζει και με μια γενναιοδωρία ασυνήθιστη, χρυσώνει τα μνημεία των θνητών μετατρέποντάς τα σε αθάνατες εικόνες.

Ο ήλιος δύει, μια πύρινη γλώσσα ξεπροβάλει μέσα από τα σύννεφα και κατακαίει την πλάση, την καταστρέφει στιγμιαία, για να την ξαναγεννήσει την επόμενη μέρα, λαμπρότερη και ποιο επιβλητική από ποτέ.

Τα σύννεφα είναι πάντα τροφή στην φαντασία, το μόνο που χρειάζεται είναι να αφεθούμε, να δούμε με καθαρά μάτια ότι εγγράφεται στον συννεφιασμένο ουρανό και να το ερμηνεύσουμε χρησιμοποιώντας καθαρή φαντασία….

Δημοσιεύτηκε στο Π@π@κι τον Μάιο του 2006