Μια πρωτοποριακή παράσταση στο θέατρο «Σημείο». Ο σκηνοθέτης της Προδοσίας του Χάρολντ Πίντερ μιλάει στο LL για τις προθέσεις, τους στόχους και τις δυσκολίες μιας τέτοιας παράστασης. Το έργο του βραβευμένου με Νόμπελ Λογοτεχνίας για το 2005, Χάρολντ Πίντερ ενσαρκώνεται στο θέατρο «Σημείο» με τον πιο αυθεντικό τρόπο.

 

Lapsus Linguae: Το Θέατρο Σημείο ανέβαζε Χάρολντ Πίντερ πριν ακόμα ο συγγραφέας βραβευθεί με νόμπελ. Έχετε ανεβάσει έργα του Πίντερ στο παρελθόν; Τι είναι αυτό που σας γοητεύει τελικά στον συγκεκριμένο συγγραφέα;

Νίκος Διαμαντής: Στο «Σημείο» έχουμε ανεβάσει Πίντερ άλλες δυο φορές, πλην της Προδοσίας. Το 1992 ανεβάσαμε, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, το Mountain Language (Βουνίσια Γλώσσα) ένα από τα δυο αμιγώς πολιτικά κείμενα του Πίντερ. Το 1999 παρουσιάσαμε δυο μικρά κομμάτια του, τη Σιωπή και το Τοπίο γραμμένα στο τέλος της δεκαετίας του 1960. Πρόκειται για δυο ελαφρώς μπεκετίζοντα κομμάτια, υπό τον κοινό τίτλο Εξομολογήσεις. Ουσιαστικά είναι η τρίτη φορά που ασχολούμαστε με τον Πίντερ, και με διαφορετική θεματική θα έλεγα κάθε φορά. Η πρώτη φορά, με τη Βουνίσια Γλώσσα, είναι αμιγώς πολιτική, σκληρά πολιτική. Το έργο έχει να κάνει με το πρόβλημα των κούρδων, για το οποίο η στάση του είναι πολύ σκληρή και ταπεινωτική απέναντι στην Τουρκία, και πολύ θαρραλέα με αποτέλεσμα να τον εκδιώξουν απ’ την χώρα. Τα δύο άλλα του κείμενα είναι έντονα επηρεασμένα από τον Μπέκετ, αλλά είναι αριστουργήματα, θεατρικά αριστουργήματα, είναι παραδείγματα πλασίματος θεατρικών προσώπων, και τα δύο. Η Προδοσία ανήκει σε ένα από τα κλασσικά του έργα, γραμμένη το 1978 και βραβευμένη με το Olivier και ανεβασμένη πάρα πολλές φορές από πολλούς ηθοποιούς.

Ο λόγος που επιλέγουμε εμείς έναν τέτοιο συγγραφέα, είναι αντίστοιχος με τον λόγο που επιλέγουμε τον Μπέκετ, που μας αρέσει πολύ, ή τον Χάινερ Μίλλερ. Είναι κάποιοι συγγραφείς του 20ου αιώνα, τους οποίους θεωρούμε πολύ σημαντικούς. Μας μιλήσανε για τα προβλήματα, τα όποια προβλήματα που υπάρχουν προσεγγίζοντας τα ο καθένας με διαφορετικό θεατρικό τρόπο και με διαφορετική στάση, όχι μόνο θεατρική αλλά και ηθική. Πιστεύουμε στον τρόπο με τον οποίο αναλύει τα θεατρικά πρόσωπα, στο έργο του ο Πίντερ, αναδεικνύοντας τις κρυμμένες βίαιες πτυχές τους, τις κρυπτικές ερωτικές στιγμές που υπάρχουν, όχι μόνο σαν ένα λογοτέχνημα αλλά σαν μια καινούρια θεατρική γλώσσα επεξεργασμένο με έναν καινούριο θεατρικό τρόπο. Είναι ένας συγγραφέας που μας ελκύει πάρα πολύ, γιατί μπορούμε να παρουσιάσουμε σύγχρονες προσεγγίσεις των πτυχών και του ερωτισμού και των ανθρώπινων σχέσεων και της ανθρώπινης μοναξιάς και της ανθρώπινης βιαιότητας και της ανθρώπινης απελπισίας, των στιγμών αυτών που πολλές φορές ο άνθρωπος δεν θέλει να παραδεχτεί ότι υπάρχουν μέσα του.

Ο Πίντερ είναι ένας μαέστρος αυτών των στιγμών και τις αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο. Γι αυτό πιστεύω ότι η βράβευση του Πίντερ με Νόμπελ περιέχει κάτι το προκλητικό. Ο Πίντερ στο ξεκίνημα του ήταν ένα παιδί της αγγλικής φουρνιάς των οργισμένων νέων, ήταν ένα παιδί που προσέγγισε το θέατρο με έναν, στην αρχή, περιθωριακό τρόπο, με έναν ακραίο, βίαιο, απόλυτο τρόπο, έτσι ώστε αντιμετωπίστηκε πολλές φορές στην αρχή της καριέρας του ο ίδιος ως περιθωριακός. Επέμενε όμως σ’ αυτό το δρόμο όπως επέμενε και στις απόψεις του με αποτέλεσμα να διαμορφώσει ένα θεατρικό πρόσωπο που αυτή τη στιγμή τον κατατάσσει μέσα στους σημαντικότερους συγγραφείς της εποχής μας. Επιμένω σ’ αυτό το προκλητικό της βράβευσης ενός συγγραφέα προβοκάτορα, ενός συγγραφέα που κινείται σε νόρμες εντελώς καινούριες θεατρικές όπως αντίστοιχα κι ο Μπέκετ, αλλά που είναι πολύ πιο προκλητικός στις πολιτικές του απόψεις.

LL: Ο Πίντερ έχει πει ότι «μισεί το κοινό» και κρατά τις αποστάσεις του. Εσείς εμπλέκετε το κοινό μέσα στην παράσταση, είναι λες και εξ’ ορισμού τοποθετείτε τον θεατή σε μια πολύ δύσκολη θέση.

 

Ν.Δ: Ναι, ναι, τον μισούμε κι εμείς τον θεατή! (γέλια) Αστειεύομαι βέβαια, απλώς θέλω να πω ότι υπήρχε ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζαμε όποτε κάναμε Πίντερ και το οποίο ανακάλυψα ότι το είχανε κι όλοι οι άλλοι οι άνθρωποι που κάνανε Πίντερ. Και το λέω γελώντας, το πρόβλημα ήταν ότι επειδή ο λόγος του Πίντερ είναι πολύ καθαρός, πολύ πυκνός, πολύ σοφά δομημένος, σχεδόν μαθηματικά και γεωμετρικά δομημένος, δεν ξέραμε πώς να κινήσουμε τους ηθοποιούς, δεν ξέραμε πώς να δώσουμε ζωή στους ηθοποιούς και συνήθως αυτό που καταφέρναμε ήταν να δώσουμε μια ζωή φλύαρη. Διότι ο ρεαλισμός του, ο ανύπαρκτος ρεαλισμός του σε εισαγωγικά, το σχέδιο των προσώπων, η μη καταγωγική ιστορία των προσώπων του, οι ανύπαρκτες σχέσεις, αλλά τόσο φανερά δηλωμένες στιγμές, δημιουργούσανε ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα πάνω στο χτίσιμο, το σωματικό χτίσιμο των ρόλων.

Πονηρά σκεφτόμενος λοιπόν, αποφάσισα να τοποθετήσω τους θεατές σ’ αυτή τη θέση, να παρακολουθήσουν όλη την ιστορία, καθηλωμένοι οι θεατές, όπως ακριβώς είναι καθηλωμένες και οι στιγμές των ηθοποιών και να τις παρακολουθήσουν σαν να παρακολουθούν ένα κομμάτι ενός μωσαϊκού, το οποίο το βλέπουνε από διαφορετικές οπτικές, όχι ολόκληρες και συμπαγείς θεατρικά οπτικές. Είναι σαν να βρίσκεσαι λοιπόν σε ένα εστιατόριο ή σε έναν κοινό χώρο ή σε έναν δημόσιο χώρο, σε έναν χώρο εν πάση περιπτώσει, και σου έρχονται κατά κάποιον τρόπο στιγμές μιας ζωής. Σαν να κρυφακούς, σαν να κρυφοβλέπεις, σαν να υπάρχουν πράγματα τα οποία σε ενδιαφέρουν και να ξεχνιέσαι μέσα σ’ αυτά. Επέλεξα στην πραγματικότητα, για να σοβαρευτούμε τώρα, έναν απόλυτα καθαρό τρόπο με τον οποίο θα μπορεί ο θεατής να εισχωρήσει στην ψυχή αυτής της σχέσης.

Ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί αυτό είναι να έχει ο θεατής την αίσθηση της υποκειμενικής ματιάς που έχει και το κείμενο. Της υποκειμενικής και ταυτόχρονα επιλεκτικής διαδικασίας της μνήμης. Παρακολουθούμε μια διαδικασία μέσα από τις σκηνές που εκτυλίσσονται στο έργο ενός, θα λέγαμε, καθαρισμού ενός μωσαϊκού στιγμών, επιλεγμένο με διαφορετικό τρόπο από τους τρεις ήρωες του έργου. Εγώ δεν έκανα τίποτε άλλο παρά να τοποθετήσω τον θεατή στην ίδια ακριβώς θέση με τους ήρωες ώστε να συνθέτει κι ο ίδιος αυτό το μωσαϊκό μέσα από μια επιλεκτική, υποκειμενική παρακολούθηση, της παράστασης.

Αυτός ήταν αρχικά ο λόγος που ήθελα να έχω αυτή την πολύ κλειστή επαφή, και από την άλλη να δημιουργήσω φυσικά και ένα σοκ στον θεατή. Γιατί πιστεύω ότι το θέατρο πρέπει να δημιουργεί απανωτά σοκ στον θεατή. Και σε έναν κορεσμένο θεατή, έναν θεατή τεμπέλη, έναν θεατή ο οποίος περιμένει να του έρθουν οι πληροφορίες ο οποίος δεν έχει την πολυτέλεια του χρόνου, δεν είναι σπάταλος στον χρόνο του καθόλου, αλλά είναι φοβερά παχύσαρκος, σ’ αυτόν τον θεατή πρέπει να του δημιουργήσω ένα σοκ. Ένα σοκ για να μπορέσει να προσλάβει με πολύ έντονο τρόπο απ’ εξαρχής την θεατρική διαδικασία, το διαφορετικό της θεατρικής διαδικασίας στην οποία καλείται να μετέχει. Πιστεύω σ’ αυτή τη λειτουργία του σοκ, όπως πιστεύω και σε αυτή τη λειτουργία της διαφορετικής θεατρικής όρασης. Είναι ένα γεγονός το οποίο κάθε φορά το «Σημείο» προσπαθεί να το εξερευνά, με διαφορετικούς τρόπους και πολύ πιο ύπουλους και λιγότερο τρέντυ και φανερούς απ’ ότι ίσως μια τρέχουσα θεατρική επικαιρότητα μπορεί να μας προτείνει. Η προσπάθεια μας είναι να εξερευνήσουμε αυτές τις δυνατότητες διαφορετικής σχέσης ανάμεσα στη θεατρική δράση και στο κοινό.

LL: Πόσο εύκολο είναι για τον ηθοποιό να διατηρήσει την συγκέντρωση και την αυτοκυριαρχία του με αυτή την σκηνοθεσία; Για τους ηθοποιούς πόσο εύκολο είναι να μείνουν συγκεντρωμένοι μέσα σε μια θεατρική παράσταση που υπάρχει τέτοια εγγύτητα με το κοινό;

 

Ν.Δ: Θα σας πω αυτό μόνο. Η πρώτη παράσταση ήταν μια καταστροφή. Η πρώτη παράσταση ήταν μια καταστροφή γιατί δεν είχαμε κάνει καμιά générale με το κοινό. Παρόλο που μου το είχαν ζητήσει οι ηθοποιοί, επέλεξα να μην κάνω καμία générale για να υπάρχει αυτό το πρωτόγνωρο αίσθημα σε όλους μας και να βρούμε, έχοντας ήδη μπει στη διαδικασία της παράστασης, τον τρόπο για να το αντιμετωπίσουμε. Οι ηθοποιοί από εκεί και πέρα, από τη δεύτερη παράσταση και μετά επιστράτευσαν όλα τα θεατρικά τους μέσα για να πετύχουν την απόλυτη συγκέντρωση – κάτι που είναι πολύ δύσκολο να γίνει- τον απόλυτο έλεγχο της έκφρασης τους και αυτή την φωνηματική τονικότητα που προέρχεται από τον Πίντερ ήδη, και πρέπει να περάσει με απόλυτη ακρίβεια στον θεατή, ώστε να δημιουργήσουν αυτό το κλειστό σύμπαν μεταξύ τους.

Σ’ αυτό βοήθησε ο τρόπος με τον οποίο έγιναν οι πρόβες και βοήθησε βέβαια η διάθεση η δική μας, η αποφασιστική ουσιαστικά διάθεση μιας ομάδας η οποία ξέρει πολύ καλά τι θέλει. Ήταν στόχος μας επιδιωκόμενος από την αρχή των προβών, απλώς δεν γνωρίζαμε αυτή την καινούρια πραγματικότητα και δεν θέλαμε να την γνωρίζουμε πριν από την πρώτη παράσταση, η οποία ομολογώ ότι ήταν μια καταστροφή –για μας, ήταν μια απόλυτη καταστροφή.

Υπήρχε ένας τέτοιος φόβος, ελκυστικός φόβος, διότι βάδιζες σε ένα άγνωστο θεατρικό τοπίο και έπρεπε να βρεις τον τρόπο να χειραγωγήσεις και να οδηγήσεις προς την κατεύθυνση την οποία θέλεις ένα κοινό το οποίο βρίσκεται δίπλα σου, και το οποίο μπορεί αν θέλει να σε παρατηρήσει σε όλο το φάσμα των λειτουργιών σου. Είναι μια διαδικασία στιγμών μέσα στην οποία μπαίνει μάρτυρας η υποκειμενική οπτική του θεατή.

LL: Η εμπλοκή του κοινού γίνεται ορατή σε εσάς; Έχετε δει το έργο να αποδίδεται διαφορετικά ανάλογα με το κοινό που το παρακολουθεί, συμβάλουν οι θεατές στην διαμόρφωση της παράστασης;

Ν.Δ: Σαφέστατα. Ακόμα και ο αριθμός των θεατών, δημιουργεί διαφορετικά ενεργειακά πεδία στη σχέση των ηθοποιών και δημιουργεί διαφορετικές εντάσεις. Αλλά το έργο είναι χτισμένο με τέτοιο τρόπο ώστε οι ηθοποιοί να μπορούν να εξαντλούν την γκάμα των εκφραστικών τους μέσων με απόλυτη ακρίβεια και μπορούν να χτίσουν όλο το ρόλο και όλη την ατμόσφαιρα του Πίντερ που χρειάζονται με όλο το θεατρικό τους λεξιλόγιο.

LL: Πόσο σας βοήθησε το κείμενο του Πίντερ στην σκηνοθετική καινοτομία που εφαρμόσατε; Μου είπατε ότι ουσιαστικά σας ώθησε το κείμενο να το κάνετε.

 

Ν.Δ: Βεβαίως. Εγώ πιστεύω πολύ στο κείμενο. Για να το εξηγήσω αυτό και να μην παρερμηνευτώ είμαι λάτρης του κειμένου, φανατικός αναγνώστης, λάτρης των κειμένων, της λογοτεχνίας, των θεατρικών κειμένων, πιστεύω στα κείμενα, μ’ αρέσει να τα κατακρεουργώ αλλά και να τα αγαπάω πάρα πολύ. Θέλω να αναδείξω τους πυρήνες που υπάρχουν μέσα τους, δεν έχω πειράξει ούτε μια λέξη από το κείμενο του Πίντερ, υπάρχει αυτούσιο όλο το κείμενο του, γιατί είναι ένα ιδιοφυές, ένα χτισμένο απόλυτα γεωμετρικά κείμενο και πιστεύω ότι αυτός ο τρόπος ερμηνείας του είναι ακριβώς στον πυρήνα της πιντερικής σκέψης. Τουλάχιστον όπως ειπώθηκε και από πολλούς άλλους ανθρώπους.

LL: Ποιοι είναι, κατά την άποψη σας, οι βασικοί νοηματικοί άξονες της Προδοσίας;

 

Ν.Δ: Οι βασικοί νοηματικοί άξονες είναι η επιλεκτική μνήμη, η μνήμη με την οποία χτίζει ένας άνθρωπος τη ζωή του, την ιστορία του, αυτός ο τρόπος δημιουργεί διαδοχικές προδοσίες, διότι αυτόματα επιλέγουμε ένα γεγονός από ένα άλλο. Δεν μιλάω μόνο για ένα ερωτικό γεγονός αλλά μιλάω για όλα τα επίπεδα σχέσεων. Την σχέση με τον εαυτό μας, τις σχέσεις μας με τους άλλους, όποιους άλλους, τις ερωτικές σχέσεις, τις σεξουαλικές σχέσεις, τις ανθρώπινες σχέσεις, τις φιλικές σχέσεις, όλες αυτές οι σχέσεις λειτουργούν με μια διαδικασία απόλυτης επιλογής.

Ενός υποκειμενισμού, αυτός ο υποκειμενισμός κρύβει μέσα του μια βιαιότητα. Είμαστε χτισμένοι από στιγμές που έχουμε επιλέξει εμείς οι ίδιοι να θυμόμαστε. Είμαστε πονηρά όντα, πολύ πονηρά όντα, κρυφά όντα, κατά βάθος σ΄ αυτές τις επιλογές μας δημιουργούμε στρατηγικές. Στρατηγικές με τις οποίες συμπεριφερόμαστε ακόμα και προς τον ίδιο μας τον εαυτό. Αυτός είναι ένας τεράστιος άξονας πάνω στον οποίο δουλεύει ο Πίντερ. Ένας τρομερός άξονας κι ένα καινούριο, πολύ μεγάλο πεδίο στο γύρισμα του αιώνα.

LL: Ανεβάζετε κυρίως σύγχρονο κλασσικό και νεοελληνικό θέατρο, πιστεύετε ότι αυτά τα έργα μπορούν να γοητεύσουν ένα νεανικό κοινό ή απευθύνονται σε άλλες ηλικίες. Πώς το βλέπετε εσείς με βάση το κοινό που παρακολουθεί την παράσταση;

Ν.Δ: Εγώ πιστεύω και στο νεανικό κοινό, πιστεύω και στο γυναικείο κοινό, όπως και στη γυναικεία λογοτεχνία, πιστεύω και στη γενιά των μπιτ. Θέλω να πω ότι το κοινό είναι ένα. Δεν υπάρχει νεανικό κοινό, όπως δεν υπάρχει γυναικεία λογοτεχνία, όπως δεν υπάρχει μπιτ λογοτεχνία, υπάρχει καλό θέατρο και κακό θέατρο. Υπάρχει υψηλού επιπέδου θέατρο και θέατρο που έχει μια διαφορετική λογική.

LL: Ναι, αλλά πόσο ενδιαφέρονται οι νέοι άνθρωποι για το θέατρο;

Ν.Δ: Νομίζω πως όλοι ενδιαφέρονται για το θέατρο, στην πραγματικότητα πιστεύω ότι όλοι εν δυνάμει ενδιαφέρονται για το καλό θέατρο. Οι νέοι σήμερα αν έχουν στρέψει ως ένα σημείο την πλάτη στο θέατρο οφείλεται στο γεγονός ότι δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν με ορισμένα πράγματα που τους φαίνονται στατικά, μέσα στο θέατρο, αναζητούνε μια διαφορετική γλώσσα, ένα διαφορετικό τρόπο προσέγγισης του θεατρικού φαινομένου. Όχι απαραίτητα εύκολο, δεν λέω ότι ζητάνε μια ευκολία, ούτε ζητάνε μια τροφοδότηση μέσα από τα κέντρα πληροφοριών όπως υπάρχουν και διανέμουνε τις πληροφορίες. Αντίθετα οι νέοι όντας περισσότερο πληροφορημένοι αναζητούνε ουσιαστικά καινούρια πράγματα. Πιστεύω λοιπόν ότι το καλό θέατρο, εκεί όπου υπάρχει είναι μια πρόκληση γι αυτούς.

LL: Θέλετε να μου μιλήσετε για την εμπειρία σας ως ακαδημαϊκός;

Ν.Δ: Είναι μια εξαιρετική εμπειρία. Ό λόγος που όπως είπα πριν πιστεύω στους νέους είναι ακριβώς αυτά που μου έχει διδάξει η επαφή μου όλα αυτά τα χρόνια, η επαφή μέσω της διδασκαλίας ή μέσω των σχέσεων που έχω με τα νέα παιδιά. Βλέπω ότι τα νέα παιδιά έχουνε ένα πλούτο πληροφοριών, έναν πλούτο ιδεών και είναι πραγματικά αναζωογονητικό αυτό. Αναζωογονητικό για μια κοινωνία που ουσιαστικά είναι στάσιμη. Αυτό που πραγματικά λείπει κατά την πολύ ταπεινή μου άποψη, και χωρίς κανένα ίχνος διδακτισμού -γιατί ούτε εμείς το είχαμε, σαν γενιά- είναι οι άξονες, οι ισχυροί άξονες πάνω στους οποίους θα μπορέσουνε οι νέοι να προχωρήσουν και να προοδεύσουν τις ιδέες τους. Λείπουν αυτοί οι θεσμοί που θα τους αγκαλιάσουν και θα τους προστατέψουν, που θα αγκαλιάσουν και θα προστατέψουν τις νέες ιδέες, τις πιο προχωρημένες ιδέες, τις πολύπλοκες ιδέες μέσα από τις οποίες τροφοδοτείται ένας οργανισμός.

Ένας οργανισμός έχει ανάγκη από θεσμούς για να μπορέσει να χρησιμοποιήσει προς ίδιον όφελος αυτό που βρίσκεται εξορισμένο, και είναι στην πραγματικότητα η λογική και η σκέψη του έφηβου. Ένας οργανισμός έχει ανάγκη τα καινούρια στοιχεία μέσα από θεσμούς, να τα προστατεύσει και να τα οδηγήσει και να γίνουν ζωογόνα. Πιστεύω ότι αυτό που λείπει δεν λείπει από τους νέους ουσιαστικά λείπει από την αγάπη όλων των ανθρώπων που συνήθως βρίσκονται δίπλα στους νέους, και ή τους κολακεύουνε ή προσπαθούν να τακτοποιήσουν αυτή την αναρχική και δυναμική σχέση που έχουν.

Πιστεύω ότι ένα σύστημα θεσμών ουσιαστικά πυκνό, που θα ήταν τολμηρό θα μπορούσε να προφυλάξει και να δώσει τόπο με αξιοκρατικά κριτήρια, με κριτήρια πραγματικά καινούρια και όχι καινοφανή να δώσει τόπο και φωνή στις νέες ιδέες, στα νέα παιδιά. Και νέους, για να το προχωρήσουμε ακόμα παρακάτω δεν εννοώ μόνο τους ηλικιακά νέους, εννοώ νέους εκεί που υπάρχουνε. Πιστεύω από την άλλη ότι υπάρχει ένας ηλικιακός ρατσισμός αυτή τη στιγμή, σε μια κοινωνία η οποία είναι αφάνταστα καταναλωτική και πολύ εύκολη στις κρίσεις της και δεν έχει άξονες αξιοκρατικούς για να δουλέψει, δημιουργείται ένα στατικό πλαίσιο το οποίο απλώς καταναλώνει ηλικίες.

Η κατανάλωση ηλικιών δεν προσφέρει στον νέο παρά μόνο ένα πεντάλεπτο διασημότητας, να το πω λίγο κυνικά. Ένα πεντάλεπτο στο οποίο θα εισακουστεί, δεν υπάρχει δρόμος, και δεν υπάρχει η πολυτέλεια χρόνου και θεσμού που να του δώσει τη δυνατότητα μιας δουλειάς σε μακρόχρονα πλαίσια. Βλέπουμε ότι υπάρχει ένας σπαραγμός, ένας κατασπαραγμός, ένα φάγωμα των ηλικιών σε μια αρένα που θέλει συνεχώς να τροφοδοτείται πολύ εύκολα με ηλικιακά καινούρια πράγματα, με χρονικά καινούρια πράγματα με αποτέλεσμα το αυριανό να είναι κιόλας χτεσινό πάρα πολύ γρήγορα. Αυτό ουσιαστικά δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια διαφορετική μορφή της κατανάλωσης. Και πιστεύω ότι μέσα στους στόχους ενός δυναμικού πλαισίου, καινούριου πλαισίου, ισχυρού πλαισίου, αξιοκρατικού πλαισίου είναι να αντιμετωπίζει το καινούριο μέσα σε ένα διηνεκές. Να του δίνει τη δυνατότητα να εμφανίζεται, να καλλιεργείται και να προχωράει μέσα σε ένα διηνεκές και όχι μόνο των ηλικιακά καινούριων. Εδώ υπάρχουνε πάρα πολλά μπερδέματα και πολλές ασάφειες μ’ αυτή τη λογική του ηλικιακά καινούριου, δημιουργούνται τεχνιτές συγκρούσεις ή τεχνητοί διαχωρισμοί εκεί που δεν υπάρχουνε.

LL: Ποιο θα λέγατε ότι είναι το ιδιαίτερο στίγμα που διαφοροποιεί το Θέατρο Σημείο από το πιο εμπορικό θέατρο;

Ν.Δ: Κοιτάξτε, εγώ δεν πιστεύω στους διαχωρισμούς του θεάτρου, υπάρχει το καλό θέατρο και το κακό θέατρο. Το καλό θέατρο κάποιες στιγμές μπορεί να είναι εμπορικό, το κακό θέατρο κάποιες στιγμές μπορεί να είναι κι αυτό εμπορικό, ή να μην είναι. Πιστεύω ότι ο στόχος αυτός βρίσκεται στον πυρήνα κάθε θεατρικής δουλειάς όχι στο αποτέλεσμα. Δεν μπορούμε να κρίνουμε μια θεατρική δουλειά από το αποτέλεσμα της αλλά μέσα από τον πυρήνα της δημιουργίας της. Η συνθήκη εμπορικός για παράδειγμα δεν είναι μια ικανή και αναγκαία συνθήκη, όπως θα λέγαμε στα μαθηματικά για να απορρίψουμε κάτι.

Το μη εμπορικό αντίστοιχα δεν είναι μια ικανή και αναγκαία συνθήκη για να ορίσουμε κάτι σαν πρωτοποριακό. Δεν έχει καμία σχέση το ένα με το άλλο. Ο πυρήνας της θεατρικής δουλειάς, ο πυρήνας της καλλιτεχνικής δημιουργίας είναι αυτός που θέτει ο ίδιος τα ισχυρά κριτήρια της δουλειάς της. Το εμπορικό θέατρο είναι ένα θέατρο που έχει μια διάθεση να προχωρήσει πάνω σε κάποια πεπατημένη, πιθανόν να κολακέψει το κοινό, πιθανόν να εξερευνήσει κείμενα, ή να δημιουργήσει θεατρικά συμβάντα τα οποία έχουν ένα όριο.

Ένα υψηλού επιπέδου καλλιτεχνικό προϊόν όπου κι αν βρίσκεται, είτε στη μουσική, είτε στη ζωγραφική, είτε στο θέατρο, έχει σαν στόχο, όχι σαν συνθήκη, να μπορέσει να σπάσει αυτά τα όρια, να διερευνήσει αυτά τα όρια, να τα επανατοποθετήσει και να ξαναδεί τη σχέση του με τον περιβάλλοντα χώρο, με τον περιβάλλοντα κόσμο. Άρα, μια θεατρική βάση, μια μουσική βάση, μια εικαστική βάση, ξανακοιτάζει, αν πραγματικά είναι έντιμη τα όρια της. Αυτόματα. Αυτό υπάρχει μέσα στον πυρήνα της έντιμης καλλιτεχνικής δημιουργίας, κι αυτό είναι που διαφοροποιεί, κι εν πάση περιπτώσει πιστεύω ότι αυτό είναι που εμείς ως θέατρο «Σημείο» ενδιαφερόμαστε στον πυρήνα της δικιάς μας δουλειάς να κοιτάζουμε.

Δημοσιεύτηκε στο Lapsus Linguae τον Δεκέμβριο του 2005