Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν έρθει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σε επαφή με τον χώρο των κόμικς. Πόσο εύκολο είναι όμως να έρθει ο χώρος των κόμικς σε επαφή μαζί μας; Το LL έψαξε και βρήκε έναν άξιο εκπρόσωπο του είδους. Καρτουνίστικη προσωπικότητα -χωρίς παρεξήγηση- ο Σπύρος Δερβενιώτης μας μίλησε για την τεχνική, την σκέψη, τις μεθόδους, το ταλέντο και πολλά άλλα…
Lapsus Linguae: Καταρχάς, μια ερώτηση υποδομής, όσο κι αν έψαξα δεν κατάφερα να βρω μια ονομασία για το επάγγελμά σας, τελικά πώς σας αποκαλούν στον χώρο σας;
Σπύρος Δερβενιώτης: Σκίτσο… έλα ντε, αυτό είναι μια καλή ερώτηση, γενικότερα οι περισσότεροι είμαστε σκιτσογράφοι, αλλά για το επάγγελμα αυτού που φτιάχνει κόμικς δεν έχουμε βρει όνομα που να μας καλύπτει ακόμα. Έχω διαβάσει για το «κομίστας», το «κομιξάς», το «δημιουργός κόμικ», το… όλα τα έχουν δοκιμάσει, κανένα δεν έχει καθίσει σε καθολική αποδοχή, οπότε ο καθένας το περιγράφει όπως νομίζει. Εγώ είμαι σκιτσογράφος ούτως ή άλλως γιατί έχω και παράλληλες ασχολίες όπως το πολιτικό σκίτσο. Δηλαδή δεν είμαι αποκλειστικά δημιουργός κόμικ, είμαι σκιτσογράφος: αυτό περιλαμβάνει τα πάντα.
LL: Η πρώτη απορία κάποιου άπειρου και εκτός του χώρου της ένατης τέχνης έχει να κάνει με τα πρακτικά και διαδικαστικά θέματα. Πώς δουλεύει ο καλλιτέχνης, σε ποιο βαθμό είναι η εργασία του δημιουργική και κατά πόσο αισθάνεται ο ίδιος απλά εκτελεστής μιας παραγγελίας. Τι περιθώρια έχει κανείς να δημιουργήσει μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια;
Σ.Δ.: Καταρχήν υπάρχει ο χοντρικός διαχωρισμός των πραγμάτων που είναι παραγγελιά και των πραγμάτων που φτιάχνω «από μόνος μου». Στα κατά παραγγελία είναι απλά τα πράγματα: κάποιος σου δίνει ένα κείμενο, σου ζητάει συγκεκριμένο αριθμό εικόνων και μέγεθος τους και κοιτάς τι θα βγάλεις εσύ απ’ αυτό. Μερικές φορές είναι και πολύ συγκεκριμένοι στο τι σου ζητάνε, μερικές φορές, τις περισσότερες μάλλον, σ’ εμπιστεύονται, σου λένε «διάβασε αυτό το κείμενο και φέρε μας πέντε εικόνες». Αυτά είναι τα απλά. Στα «εκ του μηδενός» είναι που βγάζεις ό,τι σε χαρακτηρίζει μετά ως καλλιτέχνη σε πορεία χρόνου. Το θέμα είναι ελεύθερο, υποτίθεται, οπότε ξεκινάς εσύ με ό,τι σε απασχολεί τον δεδομένο καιρό σε συνδυασμό με το τι θα ταίριαζε στο έντυπο για το οποίο προορίζεται το έργο. Μετά μπαίνουν πρακτικοί περιορισμοί, όπως ο αριθμός των σελίδων ή το μέγεθος που μπορεί να αντέξει το συγκεκριμένο έντυπο και πάνω εκεί χτίζεις το ύφος και τη δομή της σειράς ή της ιστορίας που ετοιμάζεσαι να κάνεις. Τα υπόλοιπα είναι θέμα απλώς του τι σε απασχολεί να εκφράσεις.
LL: Σήμερα με την εξέλιξη της τεχνολογίας αλλάζουν και οι παραδοσιακές πρακτικές, οι περισσότερες τέχνες επηρεάζονται, όπως για παράδειγμα η φωτογραφία. Πόσο επηρεάζει η εξέλιξη της τεχνολογίας την ένατη τέχνη; Με ποιο τρόπο δουλεύετε εσείς σήμερα;
Σ.Δ.: Τώρα πια ως επί το πλείστον με υπολογιστή. Δηλαδή ένα πολύ μικρό μέρος γίνεται στο χέρι όπως το αρχικό σχέδιο, και τα υπόλοιπά σε μικρό ή μεγάλο βαθμό τα επεξεργάζομαι στον υπολογιστή. Γίνεται το σχέδιο με μολύβι, σκανάρω το μολύβι και από κει και πέρα ό,τι χρώμα μπαίνει είναι από υπολογιστή, και τα γράμματα επίσης.
LL: Οι δουλειές που κάνετε δημοσιεύονται σε εφημερίδες, περιοδικά και αυτόνομες, όπως το άλμπουμ Γιατί Μας Μισούν; Διαφοροποιείται ο τρόπος εργασίας σας ανάλογα με το μέσο στο οποίο δημοσιεύεται η δουλειά σας;
Σ.Δ.: Να σου πω την αλήθεια, αρκετό από το υλικό για το συγκεκριμένο άλμπουμ είχε προδημοσιευτεί σε εφημερίδες. Οπότε φυσικά υπάρχει διαφορά και στη δομή και στο αποτέλεσμα αλλά τελικά όχι τόσο-τόσο μεγάλη.
LL: Αυτή σας η δουλειά ανήκει καθ’ αυτό στην κατηγορία των κόμικς ή της πολιτικής γελοιογραφίας; Τα όρια εδώ μοιάζουν λίγο συγκεχυμένα.
Σ.Δ.: Ναι, το Γιατί Μας Μισούν είναι κόμικ με την πολύ ευρεία έννοια. Ίσως δεν μπορείς να το πολύχαρακτηρίσεις κόμικ, είναι στα όρια, έχει μια ροή και μια αφήγηση άρα μπαίνει στον ορισμό αλλά αυστηρά ό,τι έχουμε συνηθίσει να λέμε κόμικ δεν είναι.
LL: Ποια η σχέση λοιπόν ανάμεσα στην γελοιογραφία και το κόμικ;
Σ.Δ.: Δεν σχετίζεται, εγώ είμαι απλώς διπλοθεσήτης, ας το πούμε έτσι, πατάω σε δυο τέχνες.
LL: Απ’ όσο μπόρεσα να καταλάβω η ενασχόληση σας με το κόμικ πάει πολύ πίσω στον χρόνο. Ήδη από τα δεκαεφτά αρχίσατε να δημοσιεύετε σκίτσα σας στο ΠΑΡΑ ΠΕΝΤΕ. Πώς καταφέρατε να μετατρέψετε ένα παιδικό και εφηβικό χόμπι σε επαγγελματική καριέρα;
Σ.Δ.: Αυτό το έχω πει τόσες φορές που έχει καταλήξει ανέκδοτο. Όλοι φτιάχνουμε και διαβάζουμε κόμικς όταν είμαστε μικροί. Αυτοί που εξακολουθούμε να ασχολούμαστε είμαστε εμείς που δεν σταματήσαμε. Μας εκφράζει το συγκεκριμένο μέσο και ίσως παρακολουθήσαμε περισσότερο την εξέλιξη του μετά την εφηβεία, όταν οι περισσότεροι το παρατάνε, κυρίως γιατί δεν βρίσκουνε κάτι που να τους αφορά στα δεδομένα της καινούριας τους ηλικίας. Αν σκεφτούμε όμως ότι υπάρχουν κόμικς που είναι για κάθε ηλικία, είτε είσαι τριάντα είτε σαράντα είτε εξήντα που λέει ο λόγος, αυτοί που εξακολουθούν να ασχολούνται είναι αυτοί που ενεργά μπορούσαν να παρακολουθούν και να αγοράζουν τα πράγματα εκείνα που αναφέρονταν πια στα νέα τους ενδιαφέροντα.
LL: Στα έργα σας υπάρχει κοινωνικό και πολιτικό σχόλιο, είναι η καθημερινότητα πηγή έμπνευσης για σας;
Σ.Δ.: Με απασχολεί γενικώς το να αποτυπώνω αυτά τα πράγματα, γιατί αν έχεις ένα δημόσιο βήμα είναι μια καλή ευκαιρία να λες κι εσύ τι γνώμη σου για πράγματα τα οποία ούτως ή άλλως σε επηρεάζουν. Μικρότερος ναι μεν είχα την ίδια έφεση αλλά περισσότερο προς την φαντασία και στο τελείως παράλογο πήγαινε το σενάριο και το σκίτσο. Υποθέτω ότι μεγαλώνοντας σαφώς αισθάνεσαι μεγαλύτερη ασφάλεια ότι έχεις μάθει, έχεις ενημερωθεί για πέντε πράγματα οπότε δεν μιλάς και τελείως άσχετα.
LL: Πόσο μεγάλο ρόλο παίζει το ταλέντο στην δουλειά του σκιτσογράφου; Ισχύει ότι χωρίς έμφυτο ταλέντο δεν μπορείς να προχωρήσεις σ’ αυτή τη δουλειά;
Σ.Δ.: Αυτό είναι ένα άλλο ανέκδοτο των μη ασχολούμενων με το σχέδιο. Νομίζω ότι ένα μεγάλο ποσοστό της επιτυχίας μη ταλαντούχων αλλά πεισμωμένων ανθρώπων οφείλεται στο ότι κάθονται και δουλεύουν. Και με τη δουλειά βγαίνει και σιγά-σιγά ένα καλύτερο αποτέλεσμα. Αν υποθέσουμε ότι το ταλέντο στο σχέδιο είναι συντονισμός ματιού και χεριού αυτό είναι κάτι το οποίο μου λείπει παντελώς και σου το υπογράφω. Και μπορεί να σου το υπογράψει και οποιοσδήποτε ξέρει από σχέδιο, οπότε ό,τι υπήρχε ήταν απλώς πείσμα. Aν θέλεις πραγματικά να εκφραστείς μέσα απ’ αυτό, και δεν το κάνεις για λόγους μόδας ή ό,τι άλλο, τα πάντα είναι εφικτά.
LL: Πόσο απέχει η ελληνική παραγωγή και κατανάλωση κόμικς από αυτή του εξωτερικού; Πόσο μακριά βρισκόμαστε τελικά;
Σ.Δ.: Κατ’ αρχήν το εξωτερικό δεν είναι μια ενιαία μάζα, εξωτερικό είναι και η Γαλλία όπου οι άνθρωποι ζουν και αναπνέουνε κόμικς από την στιγμή που θα γεννηθούνε και έχουνε μπει πάρα πολύ μέσα στην κουλτούρα τους αλλά υπάρχουνε και χώρες οι οποίες έχουνε ίσως μικρότερη από εμάς παραγωγή. Έχει σχέση με την ποσότητα του πληθυσμού, το παρελθόν της παρουσίας των κόμικς στην εκάστοτε χώρα και τα λοιπά. Οπότε υπάρχουν χώρες οι οποίες είναι ατμομηχανές του χώρου όπως η Αμερική, η Γαλλία και η Ιαπωνία σήμερα και άλλες οι οποίες με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο ή έχουνε μια αξιοπρεπή παραγωγή ή μια σχεδόν μηδενική όπως είναι προς το παρόν η δική μας.
LL: Θεωρείται επομένως μηδενική η δική μας παραγωγή;
Σ.Δ.: Κοίτα, σε σχέση με το πόσες καινούριες εκδόσεις γίνονται το χρόνο, ναι. Μόνο φέτος και πέρσι άρχισαν να υπάρχουν παραπάνω από τρεις τον χρόνο. Μέχρι πέρσι ήταν πολύ αραιά τα πράγματα, τώρα έχει αρχίσει και ανεβαίνει το κόμικ και παγκοσμίως και εδώ οπότε οι εκδόσεις αυξάνονται με γεωμετρικούς ρυθμούς, αλλά μέχρι τώρα είχαμε μηδενική παραγωγή και σε έντυπα και σε εκδόσεις.
LL: Ένα φεστιβάλ σαν αυτό της Βαβέλ βοηθάει;
Σ.Δ.: Αυτό είναι μια πολύ ωραία, μεγάλη συζήτηση που έχει ανοίξει μέσα στον κόμικ χώρο. Yπάρχει η άποψη ότι βοηθάει γιατί τόσος κόσμος έρχεται σε επαφή με το κόμικ, και θεωρητικά κάποια στιγμή θα το αναζητήσει και υπάρχουνε και οι άλλοι που λένε ότι ναι μεν έρχεται ένα σωρό κόσμος αλλά αυτό δεν το βλέπουμε στις πωλήσεις μετά, οπότε, που πάνε όλοι αυτοί; Μάλλον είναι περαστικοί και άσχετοι.
LL: Το «9» της Ελευθεροτυπίας έχει συμβάλει στην εξοικείωση του κοινού με το κόμικ ή το γεγονός ότι απλά συνοδεύει την εφημερίδα αμβλύνει την σημασία του;
Σ.Δ.: Το «9» μπαίνει σε πολλές οικογένειες άσχετες με τα κόμικς και έχει δημιουργήσει πολλούς καινούριους αναγνώστες. Μπαίνει μαζί με την εφημερίδα αλλά είμαι σίγουρος ότι αυτοί που διαβάζουν το «9» πετάνε την εφημερίδα και το αντίστροφο. Δηλαδή, πραγματικά, ο μπαμπάς που πήρε την εφημερίδα για να διαβάσει ξέρω ‘γω τον Τριάντη ή οποιονδήποτε άλλο, θα το πετάξει το «9» , ή θα του ρίξει μια γρήγορη ματιά, τελευταία σελίδα, πρώτη σελίδα -δρόμο. Το πιτσιρίκι πάλι το οποίο θα τσιμπούσε το «9» του μπαμπά είμαι σίγουρος, όχι είμαι σίγουρος, έχω αποδείξεις ότι δεν έχει αγγίξει ποτέ την εφημερίδα!
LL: Άλλο θέμα! Κάτι που μου κάνει μεγάλη εντύπωση είναι το γεγονός ότι το κόμικ έχει από τη μια φανατικούς υποστηρικτές, και από την άλλη πολλοί άνθρωποι το σνομπάρουν ως είδος που απευθύνεται σε μωρά.
Σ.Δ.: Το ότι είναι για μωρά παιδιά είναι απλώς θέμα άγνοιας, και αδαημοσύνης. Το «δεν μου αρέσει» μπορώ να το καταλάβω απόλυτα, θέλουνε και τα κόμικς μια προπαίδεια όπως το να πας να δεις σύγχρονη ζωγραφική. Άμα τη δεις χωρίς να έχεις καμία πρότερη επαφή με τον χώρο, και ξαφνικά σε πηγαίνουν απ’ τον Ναυτικό με το Τσιμπούκι στον Πικάσο, θα πεις η ανιψιά μου ζωγραφίζει καλύτερα, αυτό που λένε όλοι. Αλλά αν έχεις παρακολουθήσει γιατί φτάσαμε από το ένα στο άλλο και πώς, καταλαβαίνεις καλύτερα. Κανονικά βέβαια τα κόμικς επειδή είναι μια άμεση τέχνη θα έπρεπε ό,τι βλέπεις κατευθείαν να το προσλαμβάνεις. Αλλά προφανώς υπάρχουν πράγματα τα οποία μιλάνε ακόμα και στον αδαή, υπάρχουν και πράγματα τα οποία ίσως δεν συνειδητοποιεί ο δημιουργός καν όταν τα φτιάχνει ότι πιθανώς ο αναγνώστης που έχει χάσει επεισόδια να μην καταλαβαίνει την καινούργια γλώσσα με το καινούργιο ντεκουπάζ ή τις πιο δυναμικές συνθέσεις.
LL: Τι σχέση έχει το κόμικς με την ζωγραφική;
Σ.Δ.: Όση σύνδεση έχει με οποιαδήποτε άλλη τέχνη έχει και με τη ζωγραφική. Δηλαδή τα κόμικς δεν είναι ζωγραφική -τελεία.
LL: Έχετε κάποιο αγαπημένο θέμα, κάτι με το οποίο σας αρέσει να ασχολείστε ιδιαιτέρως;
Σ.Δ.: Κατά καιρούς και αναλόγως και με το έντυπο το οποίο υποτίθεται υπάρχει πιθανότητα συνεργασίας, μπορώ να βρω κάτι καινούργιο που θέλω να πω, προσπαθώ να μην λέω τα ίδια πράγματα σε κάθε δουλειά. Υπάρχουνε δημιουργοί οι οποίοι ουσιαστικά λένε το ίδιο πράγμα σε κάθε τους δουλεία και είναι απόλυτα σεβαστό αυτό και είναι και μεγάλοι δημιουργοί. Εγώ πάλι έχω μια αντίθετη φαγούρα, ότι δεν θέλω καμιά δουλειά μου να μοιάζει με την προηγούμενη. Δεν θέλω δηλαδή να καταγραφώ αποκλειστικά σαν πολιτικό-κοινωνικός σχεδιαστής, θέλω να κάνω και δουλειές οι οποίες να είναι πιο αφημένες σε απολιτίκ μοτίφ οπότε θα κάνω και τέτοια πράγματα και έχω κάνει και τέτοια πράγματα, αναλόγως σε τι κέφι βρίσκομαι τη συγκεκριμένη εποχή.
LL: Ο περισσότερος κόσμος με τον οποίο μιλάω σας γνωρίζει από την περίφημη Μάνα Ρέιβερ, η οποία, παρεμπιπτόντως, ως έμπνευση ήταν καταπληκτική, ποια ήταν η πηγή της;
Σ.Δ.: Η Μάνα Ρέιβερ δεν μου κατέβηκε, η Μάνα Ρέιβερ υπήρχε, δηλαδή υπήρξε Μάνα Ρέιβερ πραγματική στα παράθυρα του Σκάι τότε που ήτανε το ρέιβ στην απόγειο φάση του. Με το που είδα εγώ την λεζάντα κάτω απ’ την κυρία Μάνα Ρέιβερ σκέφτηκα ότι αυτό είναι πάρα πολύ σουρεαλιστικό για να μη γίνει κάτι. Και απλώς το είχα σ’ ένα συρτάρι ως ιδέα μέχρι που βρέθηκε το «9», συγκυριακά, που ξεκινούσε τότε την έκδοση του και ξαφνικά ανασύρθηκε αυτή η ιδέα πήρε σάρκα και οστά κι έγινε αυτή η σειρά, στην οποία έβαλα μέσα και άλλα πράγματα που με απασχολούσαν, προσωπικά βιώματα, κοινωνική παρατήρηση, την κατάσταση της Ελλάδας σε ακτινογραφία
LL: Πόσο εύκολο είναι να δημιουργήσετε μια σειρά με διάρκεια μέσα στον χρόνο;
Σ.Δ.: Το να φτιάχνεις μια σειρά εξαρχής είναι πάρα πολύ δύσκολο γιατί ουσιαστικά πρέπει να χτίσεις ένα σύμπαν το οποίο σε πέντε εβδομάδες, πέντε χρόνια, πέντε μήνες να μη σε βγάλει σε αδιέξοδο, δηλαδή να υπάρχει μια συνέπεια στους χαρακτήρες, ότι ήρθαν από ‘κει, πάνε εκεί και δεν ξενίζει κάτι στις πράξεις τους. Όλα αυτά δυστυχώς πρέπει να τα έχεις προβλέψει πριν, όχι σε πέντε χρόνια ή καθ’ οδών, αυτό είναι το δύσκολο κομμάτι. Μετά η παραγωγή αυτή καθεαυτή απλώς είναι θέμα γκρίνιας, επειδή ποτέ ο χρόνος δεν είναι αρκετός και πάντα όλοι οι εμπλεκόμενοι θα θέλανε να έχουνε ξεμπερδέψει πιο νωρίς απ’ ότι τελικά, αναγκαστικά γίνεται. Εκεί θέλει λίγο στομάχι.
LL: Δεν είναι λίγο καταπιεστικό αυτό για έναν δημιουργό;
Σ.Δ.: Είναι θέμα δημιουργού, υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι λειτουργούν υπό πίεση, όπως εγώ, δηλαδή αν μου δώσεις μια βδομάδα θα κάθομαι τις έξι μέρες και την έβδομη θα τα κάνω όλα στην ώρα τους, και υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι πραγματικά μπορεί να κοκαλώσουν σ’ αυτή την προοπτική, είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας.
LL: Αυτή την περίοδο ετοιμάζετε κάτι καινούριο;
Σ.Δ.: Κατ’ αρχήν κυκλοφορεί ήδη το περιοδικό Γαλέρα στο οποίο έχω ξεκινήσει μια καινούρια σειρά, η οποία είναι αμιγώς πολιτική, μια και το αναφέραμε, και η οποία δεν έχει σταθερούς χαρακτήρες, απλώς έχει έναν σταθερό τίτλο και κάθε μήνα θα έχει τελείως διαφορετική ιστορία. Πάλι θα εμπνέεται από την επικαιρότητα, θα είναι όμως διεθνούς περιεχομένου- δεν αναφέρεται σε ελληνικές καταστάσεις.
LL: Σήμερα ένας νέος που θέλει να ασχοληθεί με τον χώρο, τι προοπτικές έχει;
Σ.Δ.: Πάμε σ’ αυτό που σου είπα πάλι πριν, το πείσμα δηλαδή την θέληση. Πάλι είναι σ’ ένα μεγάλο ποσοστό θέμα ιδιοσυγκρασίας, δηλαδή να έχεις το κουράγιο, ή την αυτοπεποίθηση, όπως θες πες το, να πας να χτυπάς πόρτες και να δείχνεις τη δουλειά σου. Όσοι δεν τολμούνε ή δεν θέλουν για οποιονδήποτε λόγο να το κάνουν αυτό, ο εύκολος τρόπος που έχουν, είναι να λένε ότι υπάρχουν κυκλώματα ή ότι χρειάζεται βύσμα ή οτιδήποτε τέτοιο που είναι απλώς η δικαιολογία για να μην κάνουν ποτέ τίποτα. Αν έχεις εμπιστοσύνη στη δουλειά σου θα βρεις και τον τρόπο να πείσεις τον άλλον ότι είναι κάτι που αξίζει την προσοχή, το πιστεύω αυτό. Από κει και πέρα κάνεις την καλύτερη δουλειά σου, αυτή που εσένα σε αντιπροσωπεύει και χτυπάς πόρτες. Μπορεί ν’ αργήσει ν’ ανοίξει μια, ή μπορεί η πρώτη να είναι κλειστή, σημασία όμως έχει να μην το βάζεις κάτω.
LL: Μπορείς να επιβιώσεις από αυτό το επάγγελμα;
Σ.Δ.: Σήμερα ναι.
LL: Άρα, πώς βλέπετε το μέλλον των κόμικς στην Ελλάδα;
Σ.Δ.: Όπως είπαμε υποτίθεται ότι είμαστε σε καλό σημείο διότι έχουμε αρχίσει να κινούμε και το ενδιαφέρον του κοινού και υπάρχουν καινούριες εκδόσεις. Δεδομένου λοιπόν ότι είμαστε στο υποτίθεται κατώτερο δυνατό όριο αναγνωστών που θα μπορούσαμε δυνητικά να έχουμε, το μέλλον προδιαγράφεται προς το παρόν ελπιδοφόρο. Νομίζω ότι το στοίχημα είναι περίπου κάτι σαν του ελληνικού κινηματογράφου: υπήρξε η σκοτεινή περίοδος που βγαίνανε μόνο «ακαταλαβίστικες» ταινίες και κάπου εκεί ο θεατής είχε περάσει σε δεύτερη μοίρα. Χρειάστηκε σιγά-σιγά να γίνουν οι πρώτες εμπορικές ταινίες για να αρχίσει λίγο, δειλά-δειλά να ξαναμπαίνει ο θεατής στις αίθουσες. Πιστεύω ότι είμαστε περίπου σε ένα τέτοιο σημείο, δηλαδή μετά από μια δεκαετία όπως αυτή του 1980-1990 όπου ήτανε πολύ σποραδικές οι δουλειές, πολύ ασύνδετες μεταξύ τους και με πολύ αραιή συχνότητα εμφάνισης, δεν μπορούσε να δημιουργηθεί ένα κοινό. Γιατί δεν είχε και τι να αγοράσει το κοινό. Όσο πιο τακτικά βγαίνουνε πράγματα τώρα, τόσο θα υπάρχει ένας πυρήνας που θα αυξάνεται, άνθρωποι οι οποίοι θα ξέρουνε λίγο περισσότερα απ’ τα κόμικς και θα μπορούνε να πουν και σε αυτόν που λέει «κόμικς είναι για μωρά» ότι ξέρεις έχει κυκλοφορήσει αυτό, αυτό, αυτό, και θα έχουν να προτείνουν μια μεγάλη ατελείωτη λίστα διεθνή και ίσως και ελληνική σε λίγο.
LL: Έχετε δημιουργήσει ένα αναγνωρίσιμο όνομα στον χώρο, αυτό σας επηρεάζει στην καθημερινότητα σας;
Σ.Δ.: Κοίταξε σε αντίθεση με άλλα επαγγέλματα όπου ο αναγνωρίσιμος είναι όντως αναγνωρίσιμος, εμάς δεν μας δίνουν τα καλύτερα τραπέζια στο εστιατόριο ή κάτι τέτοιο . Σίγουρα υπάρχει μια θετική ανταπόκριση του να σε αναγνωρίζουν, του στυλ, δέκα χρόνια πριν ας πούμε, όποιος με σύστηνε σε κάποιον γνωστό του έλεγε είναι ο Σπύρος Δερβενιώτης που κάνει κόμικς και η απάντηση ήταν κάπως σαν «Ααα, ναιιιι» του στυλ «Θα ‘πρεπε να τον ξέρω εγώ τώρα;» ή κάτι τέτοιο. Τώρα, περισσότερο λόγω Ελευθεροτυπίας και άλλων εντύπων, ξέρουν τουλάχιστον το όνομα. Μπορεί να μην θυμούνται καν ας πούμε τι έχω κάνει ή να χρειάζονται υπενθύμιση του στυλ «Μάνα Ρέιβερ –Α, μπράβο, ναι», πάντως σε αναγνωρίζουνε αυτό δεν πιστεύω όμως ότι αλλάζει τη ζωή μου ή κάτι τέτοιο. Αυτό επηρεάζει έναν πολύ μικρό κύκλο και νομίζω ότι κακώς τον επηρεάζει διότι ακριβώς επειδή τα κόμικς ακόμα είναι στο περιθώριο της show biz δεν νομίζω ότι αυτό θα έπρεπε ή μπορεί να επηρεάσει παραπάνω από τους πέντε ασχολούμενους αποκλειστικά με το επάγγελμα.
Στο σημείο αυτό υπερίσχυσε η ανθρώπινη της δημοσιογραφικής περιέργειας και το κασετοφωνάκι έκλεισε ώστε να αποσπάσω μερικά ζουμερά off the record σχόλια που δεν μπορώ να μοιραστώ με τους αναγνώστες… Το resume όμως της συνέντευξης είναι ότι όσο υπάρχουν άνθρωποι με κέφι και όρεξη κάθε τέχνη βρίσκει το δρόμο της για να φτάσει στο κοινό που την αγαπά…
Δημοσιεύτηκε στο Lapsus Linguae τον Οκτώβριο του 2005