Η μαγεία των εικόνων αποπλανεί τον θεατή, που μένει να χάσκει άφωνος, μπροστά στο θαύμα της αιχμαλώτισης της στιγμής από τον φωτογραφικό φακό. Δύσκολα αναλογίζεται κανείς, την ώρα που κοιτά μια έντυπη ή ψηφιακή εικόνα, τους μαγικούς ιστούς που πλέκονται ανάμεσα στην φωτογραφική αποτύπωση και τον «έξω κόσμο». Τις αλληλεπιδράσεις, τους συσχετισμούς, την αδιάκοπη πάλη ανάμεσα στο Φωτογράφο και τη Μηχανή, τον ανταγωνισμό και την αμφιταλάντευση που οδηγούν σ’ ένα παιχνίδι επικράτησης.

Η εικόνα παίζει με το μάτι. Ένα δάσος από κατάρτια, πυρπολημένο από τον ανατέλλοντα ήλιο. Η συμμετρία ανάμεσα στα σύννεφα και τη θάλασσα προσδίδει περαιτέρω ένταση στον ορίζοντα που βρίσκεται εγκλωβισμένος ανάμεσα τους.

Αλλαγή θέσης, εισαγωγή νέων στοιχείων στην εικόνα, έχει ως αποτέλεσμα μια φωτογραφία περισσότερο περίπλοκη μα λιγότερο βαριά. Το ίδιο τοπίο, μια διαφορετική ιστορία, άλλο αισθητικό αποτέλεσμα.

Μια φιλοσοφία της φωτογραφίας είναι απαραίτητη σ’ έναν κόσμο που δομείται ολοένα και πιο πιεστικά πάνω στην εικόνα. Η αναλογική εποχή μπαίνει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας και η ψηφιακή ανατέλλει θριαμβευτικά θέτοντας νέα ερωτήματα πάνω στην εικόνα –επομένως και τη φωτογραφία– που έχει γίνει ο νέος τρόπος ερμηνείας του κόσμου. Ο Φωτογράφος παλεύει να καταστήσει εαυτόν αθάνατο και η Μηχανή να απομυζήσει τις ανθρώπινες προθέσεις, να τις επεξεργαστεί και να τις χρησιμοποιήσει για να βελτιώσει τις επιδόσεις της. Κόσμος και τεχνολογία διαπλέκονται μυστηριακά σε μια υποβόσκουσα πάλη, της οποίας ο αχός δε φτάνει στ’ αυτιά του απονήρευτου θεατή. Τελικά όμως, στη φωτογραφία η μόνη ελευθερία που έχει ο Φωτογράφος είναι να παίζει ενάντια στη Μηχανή.

Οριζόντιοι, κάθετοι και διαγώνιοι άξονες χαρτογραφούν τη φωτογραφία και προσφέρουν τα κλειδιά ερμηνείας της. Ένα θαλασσινό τοπίο, ένα ποδήλατο, τα σχοινιά που δένουν ένα σκάφος στο λιμάνι. Η εικόνα επιθυμεί να μεταδώσει μια οικουμενικότητα, που αντανακλάται στην έκταση του νερού που χάνεται στο βάθος.

Αλλαγή κάδρου. Αφαιρώντας τις λεπτομέρειες προκύπτει μια φωτογραφία, του ιδίου θέματος, που μιλά για μοναξιά, πιο ψυχρή από την προηγούμενη, πιο απόλυτη, εντελώς διαφορετική νοηματικά.

Η συσκευή που χρησιμοποιείται για τη λήψη φωτογραφιών είναι το ευφυές κατασκεύασμα ενός κυρίαρχου υλικού πολιτισμού. Η χρήση της από τον άνθρωπο σηματοδοτεί τις απαρχές ενός πολέμου ανάμεσα σε εκείνον και τα δημιουργήματα του, ανάλογη της πάλης ανάμεσα στο Θεό και τα δικά του δημιουργήματα. Μια μάχη για επικράτηση του ενός πάνω στο άλλο, η έκβαση της οποίας δεν μπορεί να είναι βέβαιη. Η φωτογραφία είναι ένα πεδίο μάχης, στο τελικό αποτέλεσμα μπορούμε να μετρήσουμε τα άψυχα κορμιά των μαχόμενων, αλλά μόνο αμυδρά να διακρίνουμε ανάμεσα σε νικητή και ηττημένο.

Η κάμερα είναι ένα «Μαύρο Κουτί», κρατάει τα κλειδιά της κατανόησής της και δεν τα παραδίδει, θαρρείς και έχει βούληση και νόηση. Πρόκειται για ένα μεταμορφωμένο σε ύλη, συμπαγές λογισμικό. Το πρόγραμμα της φωτογραφικής Μηχανής παρέχει στον Φωτογράφο μια σειρά από δυνατότητες και επαφίεται στην ικανότητα και τη θέληση του δεύτερου να της εκμεταλλευτεί. Όμως η επιδεξιότητα του Φωτογράφου δεν μπορεί ποτέ να ξεπεράσεις τις δυνατότητες της Μηχανής. Ο άνθρωπος είναι εγκλωβισμένος μέσα στα όρια που του θέτει η συσκευή, και κάτι παραπάνω, καταδικασμένος να πραγματοποιήσει τις προδιαγεγραμμένες κινήσεις που του επιβάλει εκείνη.

Κατ’ ουσίαν η φωτογραφία μιας ψαρόβαρκας, μόνο που το θέμα πνίγεται μέσα στην πληθώρα των πληροφοριών. Ο θεατής δεν μπορεί να εστιάσει στο ζητούμενο όταν τόσα πολλά στοιχεία μέσα στη φωτογραφία απαιτούν την προσοχή του. Η τελική εντύπωση είναι αυτή ενός τοπίου, αδιάφορου και κοινότοπου.

Το ίδιο βασικό θέμα, εντελώς διαφορετική σύνθεση της φωτογραφίας, και πάλι το κεντρικό σημείο –η ψαρόβαρκα– αντιμετωπίζεται ως λεπτομέρεια. Παράδειγμα μια διαφορετικής ματιάς πάνω σε δεδομένο θέμα.

Αυτή τη φορά το βασικό θέμα κυριαρχεί στη φωτογραφία, ευκρινώς, χωρίς να πιάνει μεγάλο χώρο, είναι η εικόνα προσανατολισμένη έτσι ώστε οι λεπτομέρειες της σύνθεσης δεν παίζουν μεγάλο ρόλο και το μάτι εστιάζει για πρώτη φορά στο ζητούμενο.

Κάθε φωτογραφία είναι η πραγματοποίηση μιας πιθανότητας που εμπεριέχεται στο πρόγραμμα της Μηχανής. Η προσπάθεια του Φωτογράφου να παραπλανήσει τη Μηχανή, δημιουργώντας μια εικόνα έξω από τον πεπερασμένο αριθμό πιθανών επιλογών που προσφέρει η Μηχανή, ακουμπά τη ματαιότητα. Ο Φωτογράφος βρίσκεται μέσα στη Μηχανή, διαπλέκεται μαζί της, γίνονται ένα και αποσπώνται ο ένας απ’ τον άλλο βίαια για να μην αφομοιωθούν ο καθένας από τον αντίπαλο του. Το πάτημα του κουμπιού είναι η στιγμή της απόφασης. Η στιγμή στην οποία νομιμοποιούνται μια σειρά από επιμέρους αποφάσεις που έλαβε ο Φωτογράφος πριν από τη λήψη μιας φωτογραφίας, και  μόνη στιγμή εξουσίας πάνω στη συσκευή.

Η τεχνητή εικόνα είναι ένας χώρος απ’ όπου πηγάζουν και μεταφέρονται ερμηνείες. Ο χωροχρόνος της εικόνας είναι ο κόσμος της μαγείας. Ακίνητος, απατηλός, έχει τη δύναμη να σταματά την εξέλιξη, να αιχμαλωτίζει τη στιγμή, να αναδεικνύει χαρακτηριστικά που πέρασαν απαρατήρητα έξω από το κάδρο της. Είναι ουσιαστικά ένα διαμεσολαβητικό στάδιο ανάμεσα στον άνθρωπο και τον κόσμο, ένα ενδιάμεσο σημείο όπου διακινούνται ερμηνείες, παραγόμενες από τους συσχετισμούς ανάμεσα στα στοιχεία της εικόνας. Με αυτά τα δεδομένα, η δύναμη των εικόνων, να παράγουν τρόπους σκέψης και οπτικές γωνίες είναι τρομακτική, σε έναν κόσμο που είναι έτοιμος να αποπλανηθεί και να παραπλανηθεί, να πιστέψει αυτό που βλέπουν τα μάτια του, μόνο που αυτό που βλέπουν δεν είναι παρά αυτό που διάλεξε να τους δείξει ο Φωτογράφος, στο βαθμό που του το επέτρεψε ο προγραμματισμός της Μηχανής.

Μια φωτογραφία όπου αποτυπώνεται ένα έντονο παιχνίδι με τα χρώματα, κυριαρχούν οι κάθετοι άξονες, η λάμπα τίθεται ως σύνορο ανάμεσα στο εδώ και στο εκεί, τον χώρο του φωτογράφου, και το απομακρυσμένο φόντο.

Οριζόντια διάταξη και διαφορετική τοποθέτηση της κάμερας, το παγκάκι δίνει στη φωτογραφία μια χροιά οικειότητας, δεν είναι πια ο ουρανός και η θάλασσα που απεικονίζονται –μεγάλα και άπιαστα– αλλά ένα αντικείμενο από τον ανθρώπινο κόσμο, που κάνει το θεατή πιο φιλικά διακείμενο απέναντι στην εικόνα.

Η επικινδυνότητα μιας τέτοιας μαγγανείας μεγεθύνεται, σε μια κοινωνία όπου το ευθέως προσλαμβανόμενο από την εικόνα, θεωρείται αυτομάτως σχεδόν, και οπωσδήποτε άκριτα, αληθές, ή κατέχων ψήγματα αληθείας ικανά να επιβάλλουν νοήματα, συνήθειες και αξιολογικές κρίσεις που έχουν άμεση επίπτωση στην περαιτέρω δόμηση του συλλογικού φαντασιακού, και του κοινωνικού ιστού. Μια μαγική ανακατασκευή της πραγματικότητας που παγιώνεται και νομιμοποιεί μια παραίσθηση –τη φαντασία– να διεκδικεί τα σκήπτρα της πραγματικότητας. Εδώ είναι που έρχεται η γραφή, ως διαμεσολαβητής που θα εξηγήσει και θα οριοθετήσει τις εικόνες, θα αποκωδικοποιήσει τις έννοιες και θα τους προσδώσει τις αληθινές τους διαστάσεις.

Πρόκειται ουσιαστικά για μια αποτύπωση του φωτός. Τα βουνά παιχνιδίζουν μέσα στον ήλιο που δύει και εμφανίζονται στη φωτογραφία όπως οι φιγούρες στο θέατρο σκιών. Ένας κόσμός που μέσα στο δυνατό φως διασπάται σε εκατομμύρια μόρια ύλης. Η μαγεία της εικόνας.

Η πρόθεση της Μηχανής είναι ο προγραμματισμός της κοινωνίας. Και ο Φωτογράφος και ο θεατής έχουν αποπλανηθεί από το φωτογραφικό φακό. Όταν ο Φωτογράφος δεν αναστοχάζεται πάνω σ’ αυτό που κάνει –το πάτημα του κουμπιού, τη λήψη της φωτογραφίας– το φωτογραφικό αποτέλεσμα δεν είναι παρά ένα χρονικό, του πού βρέθηκε η μηχανή και του τί έκανε στους τόπους αυτούς. Ο ανθρώπινος παράγοντας εξαλείφεται και η Μηχανή έχει κερδίσει το παιχνίδι. Η πραγματικότητα ολισθαίνει μέσα στο συμβολικό, διεισδύει μέσα στο μαγικό σύμπαν των εικόνων, διαστρέφεται, μεταλλάσσεται, κωδικοποιείται και γίνεται δυσανάγνωστη. Όσο η μηχανή νικά, η πρόθεση του Φωτογράφου παραμένει ανεκπλήρωτη και ο θεατής έρμαιο του παιγνίου μεταξύ ανθρώπου και συσκευής.

*Το παρόν κείμενο βρίσκεται σε διάλογο με το δοκίμιο του Vilém Flusser, «Προς Μια Φιλοσοφία Της Φωτογραφίας», Θεσσαλονίκη: Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, 1998, μετάφραση Ingo Duennebier, Ηρακλής Παπαϊωάννου.

Δημοσιεύτηκε στο Π@π@κι τον Φεβρουάριο του 2007