Κανείς δεν γυρνά να κοιτάξει πίσω του, όταν περπατά στην οδό Μενάνδρου τη νύχτα. Ειδικά αυτή τη νύχτα. Ο αέρας σφυρίζει περνώντας βίαια μέσα από τα σπασμένα παράθυρα των πολυκατοικιών. Το χλωμό φως που διαχέεται ασθματικά από τις βρώμικες λάμπες του δήμου, δεν είναι ικανό να ξεδιαλύνει τις σκιές που παιζογελούν στους τοίχους. Κοκαλιάρες γάτες ανασκαλεύουν τα σκουπίδια στους ξέχειλους κάδους και η μυρωδιά σαπίλας που αναβλύζει γίνεται ένα με την αποσύνθεση που κυριαρχεί στην ατμόσφαιρα. Παρακμιακό πορνό προβάλει ο συνοικιακός κινηματογράφος. Μόλις η προβολή τελειώνει ύποπτες φάτσες ξεχύνονται σωρηδόν απ’ το κακοσυντηρημένο κτήριο και χάνονται βιαστικά στα σκοτεινά σοκάκια.
Όσοι όμως περπατούν στην οδό Μενάνδρου, δεν τολμούν να στρέψουν το κεφάλι πάνω απ’ τον ώμο τους. Βαδίζουν γρήγορα μέχρι που απομακρύνονται από την παγωμένη ερημιά αυτού του τόπου. Το κρύο τρυπάει τα κόκαλα και ο φόβος την καρδιά, ακόμα και οι παλικαράδες αποφεύγουν να βρεθούν εδώ μόλις δύσει ο ήλιος. Τα στοιχειά του δρόμου μοιάζουν απτά μόλις πέσει η νύχτα. Από μακριά ακούγονται θυμωμένες φωνές, ο άνεμος, ταχυδρόμος, φέρνει ακόμα και λόγια που ειπώθηκαν πολύ καιρό πριν ή πολύ μακριά από δω. Τα περισσότερα σπίτια είναι ερειπωμένα κι άδεια. Σπάνια, γίνονται στέκια περιθωριακών ή κακοποιών στοιχείων, όμως σύντομα όλοι φεύγουν, γιατί το να μείνεις, να αγωνιστείς και να αλλάξεις την ιστορία μοιάζει πολύ δύσκολη απόφαση.
Είναι, νομίζω, ήδη σαφές ότι σ’ αυτό το μέρος έχει γίνει ένα μεγάλο έγκλημα ή μια κατάφωρη αδικία, τέτοια που οι άνθρωποι το τρομάζουν και κάθε ζωντανό πλάσμα το αποφεύγει. Δεν ήταν πάντα έτσι η οδός Μενάνδρου, κάποτε έσφυζε από ζωή και κίνηση ακόμα και τις πιο περίεργες ώρες της μέρας ή της νύχτας. Τα γεγονότα που ακολούθησαν τις ζωντανές μέρες ήταν καθοριστικά και η αλλαγή ολική. Δικαίως ο αναγνώστης θα αναρωτιέται γιατί και πώς. Υπομονή, σε λίγο όλα θα γίνουν πιο ξεκάθαρα.
Να λοιπόν που φτάνουν τα μεσάνυχτα. Η καμπάνα της εκκλησίας στην πλατεία σημαίνει την ώρα. Στην οδό Μενάνδρου ακούγεται σαν κανονιοβολισμός. Μια υπόλευκη φιγούρα ζωντανεύει στην άκρη του δρόμου, μοιάζει να εξαϋλώνεται με κάθε της κίνηση, σαν σκιά. Περπατάει αργά, σχεδόν τελετουργικά, περπατάει αργά αλλά σταθερά. Κάτι σαν λυγμός ακούγεται πάνω από τη βοή του ανέμου. Από τις γωνίες και τις σκιές σε όλο το μήκος του δρόμου ξεπετάγονται μαυροντυμένες μορφές. Όλοι κρατούν στα χέρια κεριά με φλογίτσες που τρεμοπαίζουν στην τσουχτερή νυχτιά. Πρόκειται λοιπόν για μια συνάντηση. Η πορεία σταματά στην αυλή του σπιτιού με τον αριθμό δώδεκα. Ένα σπίτι μισογκρεμισμένο, με μπογιά ξεφλουδισμένη από τους τοίχους και βγαλμένα παντζούρια. Μοιάζει σαν λεπρός, βαριά άρρωστος, με το δέρμα του σκασμένο και τα μάτια κενά. Ανάμεσα στις τσιμεντένιες πολυκατοικίες φαντάζει ακόμα πιο μικρό και ανυπεράσπιστο.
Τα μικρά κεράκια ακουμπούν στο υγρό χώμα που αναδίδει μια οσμή ούρων και ακαθαρσίας. Σε μια στιγμή όλα γίνονται σιωπή. Δεν επικρατεί απλά ησυχία. Όλα είναι σιωπή, σιωπή και σκοτάδι. Ακόμη και η πνοή του ανέμου παύει να ακούγεται. Η παράξενη συνάθροιση στέκει ακίνητη λες και κάτι περιμένει. Δεν πρόκειται βέβαια αλλάξει τίποτα από τα γεγονότα που συνέβησαν εδώ, πολύ καιρό πριν, και που με τρόπο τόσο οριστικό και αναπόφευκτο οδήγησαν δυο νέους ανθρώπους στην καταστροφή και τον θάνατο.
***
Ένα ζεστό απόγευμα του Αυγούστου η Άννα τρέχει μέσα στα χωράφια. Είναι είκοσι χρονών. Τα μακριά καστανά της μαλλιά πέφτουν στην πλάτη της λυτά και μπερδεμένα. Δεν την νοιάζει. Απλά τρέχει, όχι για να ξεφύγει από κάτι, δεν την κυνηγάει κανείς, θέλει μόνο να νιώσει την κάψα της εποχής στο δέρμα της. Θέλει να ιδρώσει και να λαχανιάσει μέχρι να αισθανθεί ότι εγκαταλείπει το σώμα της. Θέλει να ξεγλιστρήσει από τα στενά όρια της ύπαρξης της, να πετάξει, να εξαφανιστεί, να εξαγνιστεί, να γίνει ένα με τον περιβάλλοντα χώρο.
Η γη είναι ολόστεγνη από την ανομβρία, το χόρτο ξερό, τσακίζεται κάτω από τα ξυπόλητα πόδια της. Το μακρύ, κόκκινο φουστάνι της πιάνεται στα ξερόκλαδα και λίγο-λίγο σκίζεται αφήνοντας ματωμένες πληγές στο ίσιωμα. Λίγα μέτρα πιο ‘κει, στην άκρη του γκρεμού, κάτω από ένα φουντωτό πλάτανο, σωριάζεται στο καυτό χώμα. Ξαπλωμένη ανάσκελα κοιτά τον ήλιο κατάματα μέχρι να δύσει.
***
Ο Γιούρι πέρασε όλη την μέρα στ’ αμπέλια. Τα σταφύλια πρέπει να κοπούν, να καθαριστούν και να σταλούν στην πόλη για πούλημα. Δεν είναι αστεία δουλειά, τα χέρια του είναι καταματωμένα και η μέση του πονάει από το σκύψιμο. Το αφεντικό είναι σκληρό και δεν ανέχεται την τεμπελιά. Μα όλη την μέρα κάτω απ’ τον ήλιο, ο Γιούρι απόκαμε, θέλει τώρα να αφεθεί στην γαλήνη της βραδιάς. Ο δρόμος τον βγάζει μόνος του στο μεγάλο ίσιωμα. Κατακίτρινα χωράφια που καταλήγουν σε βαραθρώδη γκρεμό με θέα τον άπιστο γιαλό.
Σήμερα η θάλασσα είναι ήρεμη, σαν γυαλί ακίνητη, φαίνεται αθώα, σαν να μην έπνιξε ποτέ της άνθρωπο και να μην κατάπιε στα γαλάζια βάθη της φορτωμένα πλοία και ελπίδες. Ο Γιούρι πλησιάζει τον μεγάλο πλάτανο και σταματάει. Κάτω από το αιωνόβιο δέντρο, κοιμάται ένας πορφυρένιος άγγελος.
Με αθόρυβα βήματα, ο Γιούρι, σιμώνει τον άγγελό του. Με τα μάτια κατεβασμένα βγάζει σιωπηλά την τραγιάσκα από το ξανθό του κεφάλι σε ένδειξη σεβασμού για την αθωότητα που κοιμάται μπρος στα πόδια του. Στα είκοσι δύο του δεν έχει ξαναδεί τόση απόλυτη ομορφιά, οι μακριές βλεφαρίδες της Άννας ακουμπούν τα αναψοκοκκινισμένα της μάγουλα. Το στόμα μισάνοιχτο και υγρό. Τα χέρια της διπλωμένα πάνω απ’ το κεφάλι, σαν μαξιλάρι. Το ξεσκισμένο της φόρεμα ανασηκωμένο μέχρι τους μηρούς. Ο Γιούρι παύει να αναπνέει καθώς ο άγγελος κινείται και αβίαστα, ψιθυριστά ξυπνάει από βαθύ ύπνο. Η Άννα ανοίγει τα μάτια της, ο Γιούρι την προσκυνά.
Το βράδυ είναι ζεστό και τα τζιτζίκια που τραγουδούν ακατάπαυστα προαναγγέλλουν μια ακόμα πιο ζεστή μέρα. Οι νέοι κοιτιούνται σιωπηλά. Δεν έχουν να πουν τίποτα γιατί τα μάτια μουρμουρίζουν όλα όσα πρέπει να ειπωθούν μεταξύ τους. Όχι άχρηστα λόγια: «Ποιος είσαι, πώς σε λένε». Ούτε άσκοπες διαμαρτυρίες και προσποιητή σεμνοτυφία. Μόνο: «Είσαι όμορφη, σε θέλω». Έπειτα τα κορμιά παίρνουν το λόγο. Οι μύες συστέλλονται και διαστέλλονται ρυθμικά. Τα στόματα ανοίγουν μόνο για κάποιο τυχαίο βογκητό, έναν αναστεναγμό παράδοσης. Τα χέρια χαϊδεύουν και χαϊδεύονται, μπλέκονται μεταξύ τους και αγκαλιάζονται σφιχτά.
Μέλη που μπερδεύονται βιαστικά, το σώμα ιδρώνει και γλιστρά, μόρια έκστασης αιωρούνται τριγύρω. Άνδρας και γυναίκα χάνουν την υλική τους υπόσταση, συγχωνεύονται σε μια ολότητα, με μια καρδιά που χτυπά γρήγορα και κάνει το αίμα να ρέει βίαια. Έντονοι σπασμοί συγκλονίζουν την γλυπτή αναπαράσταση της αιώνιας ένωσης. Το ακίνητο άγαλμα διαλύεται σε μικρά κομματάκια και αποκαλύπτει και πάλι τους δυο νέους, λαχανιασμένους και συγκλονισμένους από το αναπάντεχο. Αποκαμωμένοι αφήνονται στον ύπνο με τα κορμιά τους ακόμα ενωμένα.
***
Στις αρχές του φθινοπώρου ένα ζευγάρι κατεβαίνει σαν κυνηγημένο από το πλοίο που μόλις άραξε στο μεγάλο λιμάνι της πρωτεύουσας. Η επαρχία βρίσκεται τώρα πολύ μακριά και η πολιτεία φαντάζει ιδανική και ονειρική, η πόλη της ανωνυμίας με μια μουδιασμένη κατανόηση για όλους και για όλα μέσα από την ψυχρή αδιαφορία. Οι κίτρινοι κάμποι και οι απότομοι γκρεμοί είναι παρελθόν και το μέλλον διαγράφεται γκρίζο και τσιμεντένιο, όμως παράξενα γοητευτικό και λυτρωτικό. Άλλωστε είναι μαζί κι αυτό είναι το μόνο που έχει σημασία. Είναι νέοι και γεροί, η δουλειά δεν τους φοβίζει και η μοναξιά δεν τους σιμώνει.
Τρέχουν στα στενά δρομάκια με τα σπασμένα πεζοδρόμια και περιγελούν τις γριές Μοίρες που νόμισαν ότι μπορούν να τους χωρίσουν. Δεν μπόρεσαν, όσο κι αν ξεσηκώθηκε το χωριό, όσο κι αν καταράστηκαν οι δικοί τους. Την Άννα μπορεί να την κλείδωσαν στην κάμαρα της, και να απολύθηκε από το κτήμα ο Γιούρι χωρίς να του δώσουν ούτε τους μισθούς του. Δεν έχει σημασία. Το έσκασε η Άννα από το παράθυρο με τα χρυσαφικά της γιαγιάς, και ο Γιούρι μάζεψε τα λιγοστά υπάρχοντα και τις αποταμιεύσεις του, την συνάντησε κρυφά στο λιμανάκι και έφυγαν από τη φωλιά του φιδιού.
Τώρα πια η ζωή ανοίγεται μπροστά τους, και αν είναι το μέλλον αβέβαιο λίγο τους νοιάζει. Αρκεί που είναι μαζί, νέοι και δυνατοί. Αρκεί που είναι μαζί και νέοι. Αρκεί που είναι μαζί.
***
Χειμωνιάζει. Το νούμερο δώδεκα της οδού Μενάνδρου φιλοξενεί τους ατίθασους ήρωες μας εδώ και αρκετό καιρό. Αξημέρωτα κάθε πρωί ο Γιούρι φεύγει για την οικοδομή. Αργά το απόγευμα φεύγει η Άννα για το μπαρ όπου δουλεύει σαν σερβιτόρα. Τυχαία συναντιούνται το μεσημέρι, αν συναντηθούν. Η Κυριακή όμως είναι όλη δική τους και κανείς δεν μπορεί να τους την στερήσει. Κάνουν μακρινούς περιπάτους στους πολύβουους δρόμους της πόλης, φιλιούνται, περπατούν λίγο ακόμα και επιστρέφουν σπίτι για να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα. Αν ένας οργανισμός μπορούσε να θραφεί με έρωτα τότε δεν θα χρειαζόταν να δουλεύει κανείς από τους δυο. Είναι όμως αδύνατο και γι’ αυτό η καθημερινότητα παρεισδύει όλο και περισσότερο σε μια σχέση που ξεκίνησε σαν επουράνιο ξεφάντωμα.
Η γειτονιά δεν βλέπει με καλό μάτι τα δυο παιδιά που χωρίς να υπακούουν σε κανέναν θεσμό, και ενώ δουλεύουν νυχθημερόν και αδιάκοπα, έχουν χαρούμενο πρόσωπο. Πράγματι το νούμερα δώδεκα της οδού Μενάνδρου είναι ένα ευτυχισμένο σπιτικό. Η μπροστινή αυλή έχει καθαρίσει από τα σκουπίδια και μέσα σε μεταλλικούς κουβάδες φυτρώνουν φουντωμένοι βασιλικοί και γαρδένιες. Στα άλλοτε λερά τζάμια των μπροστινών παραθύρων κρέμονται πολύχρωμες κουρτίνες. Οι ένοικοι του σπιτιού σπάνια εμφανίζονται είτε μαζί είτε χώρια, αλλά το μικρό σπιτάκι ακτινοβολεί ζεστασιά.
Οι ψίθυροι των γύρω όμως δεν σωπαίνουν, σε μια φτωχική γειτονιά η ευτυχία των άλλων είναι πρόκληση. Για την ακρίβεια, σε οποιαδήποτε γειτονιά η ευτυχία των άλλων είναι πρόκληση. Στην οδό Μενάνδρου ειδικά, το να είναι κανείς ευτυχής ισοδυναμεί με κήρυξη πολέμου. Το κουτσομπολιό ανθεί με κεντρικούς ήρωες την Άννα και τον Γιούρι. «Ποιοι είναι αυτοί, από που ήρθαν, γιατί δεν είναι σαν τους άλλους; Σαν τους άλλους, κατσούφηδες, να βαρυγκωμούν και να γκρινιάζουν. Πώς δουλεύουν με όρεξη και καλυτερεύουν την ζωή τους; Δεν σου φαίνεται κι εσένα ότι αυτός είναι ξένος, κακός σπόρος, κι αυτή τί να είναι για να μένει μαζί του; Καμιά βρώμα, του δρόμου, ποιος ξέρει από πού την μάζεψε και μας την έφερε εδώ! Εδώ όμως είμαστε τίμια γειτονιά, δεν θέλουμε πρόστυχες και μιάσματα».
Σιγά-σιγά, οι πόρτες της οδού Μενάνδρου αρχίζουν να βροντούν με δύναμη κάθε φορά που το ζευγάρι περνά από μπροστά. Τα παράθυρα κλειδαμπαρώνονται και οι μανάδες τραβούν με βία τα παιδιά τους στα σπίτια. Μουρμουρητά ακούγονται παντού: «Ο ξένος και η πόρνη του». Κανείς δεν είναι διατεθειμένος να τους πλησιάσει, αλλά ούτε και τους αφήνουν ήσυχους. Πρώτα-πρώτα τα στόματα όλων δουλεύουν. Οι φήμες θεριεύουν. «Είναι κλέφτες και παράνομοι, σίγουρα κρύβονται από την αστυνομία, δεν τους βλέπεις; Ούτε τηλέφωνο δεν έχουν, ούτε επισκέψεις δέχονται. Ποιος άραγε τίμιος νοικοκύρης κλαίει το βιός που του βουτήξανε αυτοί. Κι αν είναι επικίνδυνοι; Έχουμε μωρά παιδιά και θέλουμε να τα μεγαλώσουμε με ασφάλεια κι όχι να φοβόμαστε ότι θα μας σφάξουν στον ύπνο μας!».
Οι καλοθελητές σπεύδουν να μιλήσουν με την Άννα: «Φαίνεσαι καλή κοπέλα, τι κάνεις μ’ αυτόν; Μήπως σε εκβιάζει, σε απειλεί; Να σε βοηθήσουμε, να φωνάξουμε την αστυνομία;». Άλλοι πάλι προσπαθούν να εκμαιεύσουν πληροφορίες για να εμπλουτίσουν τα κακεντρεχή κουτσομπολιά τους: «Από πού είστε; Ποιοι είστε; Γιατί και πώς ήρθατε εδώ;». Η Άννα τους στέλνει όλους στο διάολο. Λίγο καιρό μετά την άφιξη τους στην οδό Μενάνδρου, η γειτονιά βουίζει σαν ζωντανό μελίσσι, οι κακίες και οι ανακρίβειες δίνουν και παίρνουν. Οι κακολογίες καλύπτουν όλο το φάσμα της ζωής των ηρώων μας, από το παρελθόν και το παρόν, μέχρι το μέλλον και την τύχη τους.
Ο Γιούρι είναι καλός και προνοητικός μάστορας. Το αφεντικό του τον εκτιμά και τον προσέχει σαν γιο του. Κανείς όμως από τους γείτονες του δεν θα τον έπαιρνε για να του κάνει ούτε ένα μικρό μερεμέτι. Η Άννα είναι μια κοπέλα πάντα γελαστή και χαρούμενη. Είναι έξυπνη, ευγενική, μιλάει ωραία και αγαπάει τους γύρω της. Κανείς όμως από τους γείτονες της δεν θα την έκανε παρέα, ούτε θα την ήθελε για παρέα των παιδιών του. Για την γειτονιά είναι και οι δύο σκάρτοι, χαμένα κορμιά, αλήτες και επικίνδυνη επιρροή. Για περίπου ένα χρόνο προσπαθούν να βρουν το ζωντανό σημάδι της διαφθοράς των δύο παιδιών.
Όταν πια, το καλοκαίρι, η Άννα εμφανίστηκε με ελαφρά φουσκωμένη κοιλιά τα σχόλια και οι κρίσεις ήταν αναμενόμενες. Καινούργιο σκάνδαλο τράνταξε την άλλοτε ήσυχη γειτονιά. Τώρα το μπάσταρδο της πόρνης ήταν πρώτο σε κάθε κουβέντα. Μια κατσιασμένη γριά άρπαξε την Άννα από το μπράτσο: «Να πας να το ρίξεις μωρή, τι το θες το μούλικο; Εμείς εδώ είμαστε χριστιανοί, τι θα πούμε στα παιδιά μας όταν μας ρωτήσουν γιατί είσαι φουσκωμένη;». Η Άννα την έσπρωξε και μπήκε στο σπίτι της δακρυσμένη.
Είναι σαφές ότι η κατάσταση είχε γίνει πολύ δύσκολη για το ζευγάρι. Ο Γιούρι έκλαψε από τη λύσσα όταν η Άννα του διηγήθηκε το περιστατικό, όπως είχε κλάψει από χαρά όταν έμαθε για την εγκυμοσύνη. Ήταν γι αυτόν ευλογία. Τί άλλο θα μπορούσε να είναι ένα μωρό από τον άγγελο του; Γι’ αυτόν το μωρό τους ήταν το θείο βρέφος και αυτό το πίστευε ακράδαντα. Δεν υπήρχε άλλη λύση. Έπρεπε να φύγουν από ‘κει. Όμως καμιά φορά η πραγματικότητα είναι πιο σκληρή απ’ όσο θα θέλαμε. Η μετακόμιση ήταν αναγκαία αλλά όχι εφικτή. Ο Γιούρι άρχισε να δουλεύει διπλή βάρδια για να φροντίσει την οικογένεια του και η Άννα δεν σταματούσε να σερβίρει ποτά σε άγνωστους όλη τη νύχτα. Μόνο που τώρα το χαμόγελο της ήταν πιο σφιγμένο, όπως ήταν και το τραγούδι του Γιούρι πιο πικραμένο από ποτέ.
Με το πέρασμα των εβδομάδων η Άννα γινόταν όλο και πιο βαριά και δυσκίνητη. Οι ονειρεμένες Κυριακές τους αραίωναν, όμως το γέλιο δεν έλειπε από το σπιτικό τους όταν έκαναν όμορφα σχέδια για το μέλλον τους. Επτά μηνών πια η Άννα ήταν πιο όμορφη παρά ποτέ. Τα μάγουλα της ήταν ροδοκόκκινα και τα μάτια της άστραφταν. Μπορούσε να νιώσει μέσα της το μωράκι της να επικοινωνεί μαζί της με τον πιο πρωτόγονο τρόπο, ένιωθε μητέρα, με κάθε ανάσα που έπαιρνε, όλο και περισσότερο. Ο δρόμος της οδού Μενάνδρου ήταν πάντα άδειος όταν τον ανέβαινε.
***
Το σαββατόβραδο είχε πάντα πολύ κίνηση στο μπαρ. Η Άννα προσπαθούσε να διώξει την κούραση και να κάνει σωστά την δουλειά της. Το μαγαζί έκλεισε στις τέσσερις, ξημερώματα Κυριακής. Μέχρι να μαζέψουν τα τραπέζια πήγε πέντε και μέχρι να μπει η Άννα στο σπίτι της θα είχε πάει πέντε και μισή. Δεν πρόφτασε. Στις πέντε και είκοσι πέντε ακριβώς γονάτισε στην αυλή του σπιτιού και άρχισε να σπαράζει καθώς οι πόνοι που ένιωθε όλη την ημέρα γίνονταν ολοένα και πιο δυνατοί, ολοένα και πιο οξείς. Πριν καλά-καλά την ακούσει, ο Γιούρι είχε πεταχτεί έξω από το σπίτι και έτρεχε να την στηρίξει. Το αίμα έτρεχε ποτάμι ανάμεσα στα πόδια της.
Την ξάπλωσε προσεχτικά στο χώμα καθώς εκείνη ένιωθε το κορμί της να σκίζεται στα δύο από τους πόνους. Το χρώμα έφευγε γοργά από το πρόσωπό της και από τα μάτια της έσβηνε η λάμψη. Ο Γιούρι σχεδόν έχασε τα λογικά του. Άρχισε να ουρλιάζει για βοήθεια κι όταν κανείς δεν απάντησε έτρεξε έξω από την αυλή και άρχισε να χτυπάει μία-μία τις πόρτες της γειτονιάς ικετεύοντας να τους πάει κάποιος σε έναν γιατρό, ένα νοσοκομείο. Τα αυτοκίνητα όμως παράμεναν παρκαρισμένα στην άκρη του δρόμου και οι ιδιοκτήτες τους κλειδαμπαρωμένοι στα σπίτια τους. Άδικα παρακαλούσε κάποιον να του ανοίξει, έστω να καλέσει ένα ασθενοφόρο. Για πολύ ώρα χτυπούσε φρενιασμένα τις πόρτες των σπιτιών αλλά εκείνες παρέμεναν πεισματικά κλειστές. Κάποια παράθυρα άνοιξαν αλλά στη θέα του έξαλλου Γιούρι σφραγίστηκαν ερμητικά.
Κλαίγοντας, σπαράζοντας, ο Γιούρι γύρισε στην Άννα που έσβηνε χωρίς ελπίδα. Με κόπο πια του έσφιγγε το χέρι αδύναμα. Την σήκωσε στα χέρια και βγήκε στον δρόμο βγάζοντας τραγικές κραυγές. Το αίμα της Άννας έβαψε το πεζοδρόμιο και λέρωσε την άσφαλτο. Κι ενώ ο Γιούρι έτρεχε στον άδειο δρόμο, ένιωσε ξαφνικά το σώμα της να βαραίνει στην αγκαλιά του. Τα μάτια της ήταν γυάλινα και κοιτούσαν στο πουθενά. Δεν ανάσαινε πια. Το φόρεμα της έσταζε από το ζεστό αίμα. Είχε χαθεί. Και δεν πρόλαβε ούτε να της πει «Σ’ αγαπώ» για τελευταία φορά.
Ο Γιούρι γονάτισε στη μέση του δρόμου, την ακούμπησε σαν ιερό λείψανο στο δρόμο, έσκυψε από πάνω της και έκλαψε λυσσασμένα. Καθώς ο ήλιος ανέτελλε, ένα περιπολικό έστριβε στην οδό Μενάνδρου. Ο Γιούρι σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τους αστυνομικούς με άδειο βλέμμα. Του είπαν: «Ψηλά τα χέρια, απομακρύνσου από την κοπέλα». Ο Γιούρι ένιωσε για πρώτη φορά στη ζωή του την αδικία να τον πνίγει και ένα ασίγαστο μίσος γι’ αυτούς που τον υπολόγισαν τόσο λίγο.
Δεν σήκωσε τα χέρια ψηλά. Έψαξε στη ζώνη του και βρήκε τον σουγιά που χρησιμοποιούσε στην δουλειά του για να ξύνει τον ασβέστη. Τον ανέμισε δυο φορές απειλητικά. Πριν προλάβει να τον μπήξει στην καρδιά του, έπεφτε νεκρός από τα πυρά της επίσημης πολιτείας.
***
Κανείς δεν γυρνά να κοιτάξει πίσω του, όταν περπατά στην οδό Μενάνδρου τη νύχτα. Το κρύο περονιάζει τα κόκαλα χειμώνα-καλοκαίρι και ο θάνατος πλανιέται στην ατμόσφαιρά ακόμη και τόσον καιρό μετά. Έξω από το νούμερο δώδεκα, κάθε βράδυ σαν σήμερα γίνεται μια συγκέντρωση. Μικρές φλογίτσες τρεμοπαίζουν στο αγιάζι του Νοέμβρη. Μαυροντυμένες γυναίκες δακρύζουν στο κατώφλι και σκυθρωποί άντρες στέκουν παράμερα θλιμμένοι. Δεν είναι βέβαια οι συγγενείς και οι φίλοι, που έλειπαν όταν η παρουσία τους ήταν αναγκαία. Ούτε και οι άθλιοι εκείνοι γείτονες που έχουν ήδη σκορπιστεί πολύ μακριά από ‘δω κουβαλώντας ο καθένας το μερίδιο της ενοχής του.
Οι συγκεντρωμένοι της οδού Μενάνδρου είναι εκείνοι οι πολίτες του κόσμου, οι γιοι και οι κόρες όλων των μανάδων, που θρηνούν για την χαμένη ανθρωπιά και αξιοπρέπεια της ανθρώπινης φυλής, που πενθούν όλους τους αδικημένους. Που κλαίνε για δυο παιδιά που δεν μπόρεσαν ούτε να θαφτούν μαζί, ενωμένοι κάτω απ’ το χώμα. Τόσο μίσος, και τόση προκατάληψη ακόμα και μετά θάνατον. Ένα κόκκινο γαρίφαλο στο χώμα, μοιάζει με το αίμα που χύθηκε μέσα από την Άννα εκείνο το βράδυ. Με το αίμα όλων. Απλά σαν αίμα. Για μια στιγμή μέσα από τις λάμψεις και τους καπνούς των κεριών διακρίνονται το αγόρι και το κορίτσι, να χαμογελούν, να αγκαλιάζονται, να λένε ατέλειωτες φορές «Σ’ αγαπώ». Μόνο μια στιγμή, μετά η παραίσθηση χάνεται.
Το γεμάτο φεγγάρι δεν φαίνεται από την οδό Μενάνδρου, ένα σύννεφο το πλακώνει και το κρύβει. Το μικρό πλήθος διαλύεται με βουρκωμένα μάτια και ένας-ένας οι συγκεντρωμένοι εξαφανίζονται μέσα στις σκιές, οι σκιές τους απορροφούν και γίνονται πάλι αόρατοι. Η παγωνιά επιστρέφει δριμύτερη και το ψυχρό φως του φεγγαριού τρυπά το σύννεφο ρίχνοντας μια αχτίδα πάνω στο κόκκινο γαρίφαλο που θυμίζει αίμα. Τα κεριά μετά από λίγο σβήνουν αφού δεν υπάρχει η πίστη των προσκυνητών για να τα κρατήσει ζωντανά και ο ασθενικός καπνός από τα φυτίλια θυμιατίζει την αυλή.
***
Ο δρόμος στοιχειώνει και πάλι. Κανείς δεν γυρνά να κοιτάξει πίσω του, όταν περπατά στην οδό Μενάνδρου τη νύχτα. Ίσως γιατί φοβάται ότι μπορεί να αντικρίσει τον εαυτό του να τον κατατρέχει.
by Evita Lykou on Saturday, 23 October 2010 at 17:02
ΟΔΟΣ ΜΕΝΑΝΔΡΟΥ
Σημείωση: Το διήγημα αυτό γράφτηκε περισσότερο από μια πενταετία πριν και δεν έχω ιδέα γιατί το δημοσιεύω σήμερα, πάντως όχι γιατί πιστεύω πως είναι υψηλή λογοτεχνία.
Κανείς δεν γυρνά να κοιτάξει πίσω του, όταν περπατά στην οδό Μενάνδρου τη νύχτα. Ειδικά αυτή τη νύχτα. Ο αέρας σφυρίζει περνώντας βίαια μέσα από τα σπασμένα παράθυρα των πολυκατοικιών. Το χλωμό φως που διαχέεται ασθματικά από τις βρώμικες λάμπες του δήμου, δεν είναι ικανό να ξεδιαλύνει τις σκιές που παιζογελούν στους τοίχους. Κοκαλιάρες γάτες ανασκαλεύουν τα σκουπίδια στους ξέχειλους κάδους και η μυρωδιά σαπίλας που αναβλύζει γίνεται ένα με την αποσύνθεση που κυριαρχεί στην ατμόσφαιρα. Παρακμιακό πορνό προβάλει ο συνοικιακός κινηματογράφος. Μόλις η προβολή τελειώνει ύποπτες φάτσες ξεχύνονται σωρηδόν απ’ το κακοσυντηρημένο κτήριο και χάνονται βιαστικά στα σκοτεινά σοκάκια.
Όσοι όμως περπατούν στην οδό Μενάνδρου, δεν τολμούν να στρέψουν το κεφάλι πάνω απ’ τον ώμο τους. Βαδίζουν γρήγορα μέχρι που απομακρύνονται από την παγωμένη ερημιά αυτού του τόπου. Το κρύο τρυπάει τα κόκαλα και ο φόβος την καρδιά, ακόμα και οι παλικαράδες αποφεύγουν να βρεθούν εδώ μόλις δύσει ο ήλιος. Τα στοιχειά του δρόμου μοιάζουν απτά μόλις πέσει η νύχτα. Από μακριά ακούγονται θυμωμένες φωνές, ο άνεμος, ταχυδρόμος, φέρνει ακόμα και λόγια που ειπώθηκαν πολύ καιρό πριν ή πολύ μακριά από δω. Τα περισσότερα σπίτια είναι ερειπωμένα κι άδεια. Σπάνια, γίνονται στέκια περιθωριακών ή κακοποιών στοιχείων, όμως σύντομα όλοι φεύγουν, γιατί το να μείνεις, να αγωνιστείς και να αλλάξεις την ιστορία μοιάζει πολύ δύσκολη απόφαση.
Είναι, νομίζω, ήδη σαφές ότι σ’ αυτό το μέρος έχει γίνει ένα μεγάλο έγκλημα ή μια κατάφωρη αδικία, τέτοια που οι άνθρωποι το τρομάζουν και κάθε ζωντανό πλάσμα το αποφεύγει. Δεν ήταν πάντα έτσι η οδός Μενάνδρου, κάποτε έσφυζε από ζωή και κίνηση ακόμα και τις πιο περίεργες ώρες της μέρας ή της νύχτας. Τα γεγονότα που ακολούθησαν τις ζωντανές μέρες ήταν καθοριστικά και η αλλαγή ολική. Δικαίως ο αναγνώστης θα αναρωτιέται γιατί και πώς. Υπομονή, σε λίγο όλα θα γίνουν πιο ξεκάθαρα.
Να λοιπόν που φτάνουν τα μεσάνυχτα. Η καμπάνα της εκκλησίας στην πλατεία σημαίνει την ώρα. Στην οδό Μενάνδρου ακούγεται σαν κανονιοβολισμός. Μια υπόλευκη φιγούρα ζωντανεύει στην άκρη του δρόμου, μοιάζει να εξαϋλώνεται με κάθε της κίνηση, σαν σκιά. Περπατάει αργά, σχεδόν τελετουργικά, περπατάει αργά αλλά σταθερά. Κάτι σαν λυγμός ακούγεται πάνω από τη βοή του ανέμου. Από τις γωνίες και τις σκιές σε όλο το μήκος του δρόμου ξεπετάγονται μαυροντυμένες μορφές. Όλοι κρατούν στα χέρια κεριά με φλογίτσες που τρεμοπαίζουν στην τσουχτερή νυχτιά. Πρόκειται λοιπόν για μια συνάντηση. Η πορεία σταματά στην αυλή του σπιτιού με τον αριθμό δώδεκα. Ένα σπίτι μισογκρεμισμένο, με μπογιά ξεφλουδισμένη από τους τοίχους και βγαλμένα παντζούρια. Μοιάζει σαν λεπρός, βαριά άρρωστος, με το δέρμα του σκασμένο και τα μάτια κενά. Ανάμεσα στις τσιμεντένιες πολυκατοικίες φαντάζει ακόμα πιο μικρό και ανυπεράσπιστο.
Τα μικρά κεράκια ακουμπούν στο υγρό χώμα που αναδίδει μια οσμή ούρων και ακαθαρσίας. Σε μια στιγμή όλα γίνονται σιωπή. Δεν επικρατεί απλά ησυχία. Όλα είναι σιωπή, σιωπή και σκοτάδι. Ακόμη και η πνοή του ανέμου παύει να ακούγεται. Η παράξενη συνάθροιση στέκει ακίνητη λες και κάτι περιμένει. Δεν πρόκειται βέβαια αλλάξει τίποτα από τα γεγονότα που συνέβησαν εδώ, πολύ καιρό πριν, και που με τρόπο τόσο οριστικό και αναπόφευκτο οδήγησαν δυο νέους ανθρώπους στην καταστροφή και τον θάνατο.
***
Ένα ζεστό απόγευμα του Αυγούστου η Άννα τρέχει μέσα στα χωράφια. Είναι είκοσι χρονών. Τα μακριά καστανά της μαλλιά πέφτουν στην πλάτη της λυτά και μπερδεμένα. Δεν την νοιάζει. Απλά τρέχει, όχι για να ξεφύγει από κάτι, δεν την κυνηγάει κανείς, θέλει μόνο να νιώσει την κάψα της εποχής στο δέρμα της. Θέλει να ιδρώσει και να λαχανιάσει μέχρι να αισθανθεί ότι εγκαταλείπει το σώμα της. Θέλει να ξεγλιστρήσει από τα στενά όρια της ύπαρξης της, να πετάξει, να εξαφανιστεί, να εξαγνιστεί, να γίνει ένα με τον περιβάλλοντα χώρο.
Η γη είναι ολόστεγνη από την ανομβρία, το χόρτο ξερό, τσακίζεται κάτω από τα ξυπόλητα πόδια της. Το μακρύ, κόκκινο φουστάνι της πιάνεται στα ξερόκλαδα και λίγο-λίγο σκίζεται αφήνοντας ματωμένες πληγές στο ίσιωμα. Λίγα μέτρα πιο ‘κει, στην άκρη του γκρεμού, κάτω από ένα φουντωτό πλάτανο, σωριάζεται στο καυτό χώμα. Ξαπλωμένη ανάσκελα κοιτά τον ήλιο κατάματα μέχρι να δύσει.
***
Ο Γιούρι πέρασε όλη την μέρα στ’ αμπέλια. Τα σταφύλια πρέπει να κοπούν, να καθαριστούν και να σταλούν στην πόλη για πούλημα. Δεν είναι αστεία δουλειά, τα χέρια του είναι καταματωμένα και η μέση του πονάει από το σκύψιμο. Το αφεντικό είναι σκληρό και δεν ανέχεται την τεμπελιά. Μα όλη την μέρα κάτω απ’ τον ήλιο, ο Γιούρι απόκαμε, θέλει τώρα να αφεθεί στην γαλήνη της βραδιάς. Ο δρόμος τον βγάζει μόνος του στο μεγάλο ίσιωμα. Κατακίτρινα χωράφια που καταλήγουν σε βαραθρώδη γκρεμό με θέα τον άπιστο γιαλό.
Σήμερα η θάλασσα είναι ήρεμη, σαν γυαλί ακίνητη, φαίνεται αθώα, σαν να μην έπνιξε ποτέ της άνθρωπο και να μην κατάπιε στα γαλάζια βάθη της φορτωμένα πλοία και ελπίδες. Ο Γιούρι πλησιάζει τον μεγάλο πλάτανο και σταματάει. Κάτω από το αιωνόβιο δέντρο, κοιμάται ένας πορφυρένιος άγγελος.
Με αθόρυβα βήματα, ο Γιούρι, σιμώνει τον άγγελό του. Με τα μάτια κατεβασμένα βγάζει σιωπηλά την τραγιάσκα από το ξανθό του κεφάλι σε ένδειξη σεβασμού για την αθωότητα που κοιμάται μπρος στα πόδια του. Στα είκοσι δύο του δεν έχει ξαναδεί τόση απόλυτη ομορφιά, οι μακριές βλεφαρίδες της Άννας ακουμπούν τα αναψοκοκκινισμένα της μάγουλα. Το στόμα μισάνοιχτο και υγρό. Τα χέρια της διπλωμένα πάνω απ’ το κεφάλι, σαν μαξιλάρι. Το ξεσκισμένο της φόρεμα ανασηκωμένο μέχρι τους μηρούς. Ο Γιούρι παύει να αναπνέει καθώς ο άγγελος κινείται και αβίαστα, ψιθυριστά ξυπνάει από βαθύ ύπνο. Η Άννα ανοίγει τα μάτια της, ο Γιούρι την προσκυνά.
Το βράδυ είναι ζεστό και τα τζιτζίκια που τραγουδούν ακατάπαυστα προαναγγέλλουν μια ακόμα πιο ζεστή μέρα. Οι νέοι κοιτιούνται σιωπηλά. Δεν έχουν να πουν τίποτα γιατί τα μάτια μουρμουρίζουν όλα όσα πρέπει να ειπωθούν μεταξύ τους. Όχι άχρηστα λόγια: «Ποιος είσαι, πώς σε λένε». Ούτε άσκοπες διαμαρτυρίες και προσποιητή σεμνοτυφία. Μόνο: «Είσαι όμορφη, σε θέλω». Έπειτα τα κορμιά παίρνουν το λόγο. Οι μύες συστέλλονται και διαστέλλονται ρυθμικά. Τα στόματα ανοίγουν μόνο για κάποιο τυχαίο βογκητό, έναν αναστεναγμό παράδοσης. Τα χέρια χαϊδεύουν και χαϊδεύονται, μπλέκονται μεταξύ τους και αγκαλιάζονται σφιχτά.
Μέλη που μπερδεύονται βιαστικά, το σώμα ιδρώνει και γλιστρά, μόρια έκστασης αιωρούνται τριγύρω. Άνδρας και γυναίκα χάνουν την υλική τους υπόσταση, συγχωνεύονται σε μια ολότητα, με μια καρδιά που χτυπά γρήγορα και κάνει το αίμα να ρέει βίαια. Έντονοι σπασμοί συγκλονίζουν την γλυπτή αναπαράσταση της αιώνιας ένωσης. Το ακίνητο άγαλμα διαλύεται σε μικρά κομματάκια και αποκαλύπτει και πάλι τους δυο νέους, λαχανιασμένους και συγκλονισμένους από το αναπάντεχο. Αποκαμωμένοι αφήνονται στον ύπνο με τα κορμιά τους ακόμα ενωμένα.
***
Στις αρχές του φθινοπώρου ένα ζευγάρι κατεβαίνει σαν κυνηγημένο από το πλοίο που μόλις άραξε στο μεγάλο λιμάνι της πρωτεύουσας. Η επαρχία βρίσκεται τώρα πολύ μακριά και η πολιτεία φαντάζει ιδανική και ονειρική, η πόλη της ανωνυμίας με μια μουδιασμένη κατανόηση για όλους και για όλα μέσα από την ψυχρή αδιαφορία. Οι κίτρινοι κάμποι και οι απότομοι γκρεμοί είναι παρελθόν και το μέλλον διαγράφεται γκρίζο και τσιμεντένιο, όμως παράξενα γοητευτικό και λυτρωτικό. Άλλωστε είναι μαζί κι αυτό είναι το μόνο που έχει σημασία. Είναι νέοι και γεροί, η δουλειά δεν τους φοβίζει και η μοναξιά δεν τους σιμώνει.
Τρέχουν στα στενά δρομάκια με τα σπασμένα πεζοδρόμια και περιγελούν τις γριές Μοίρες που νόμισαν ότι μπορούν να τους χωρίσουν. Δεν μπόρεσαν, όσο κι αν ξεσηκώθηκε το χωριό, όσο κι αν καταράστηκαν οι δικοί τους. Την Άννα μπορεί να την κλείδωσαν στην κάμαρα της, και να απολύθηκε από το κτήμα ο Γιούρι χωρίς να του δώσουν ούτε τους μισθούς του. Δεν έχει σημασία. Το έσκασε η Άννα από το παράθυρο με τα χρυσαφικά της γιαγιάς, και ο Γιούρι μάζεψε τα λιγοστά υπάρχοντα και τις αποταμιεύσεις του, την συνάντησε κρυφά στο λιμανάκι και έφυγαν από τη φωλιά του φιδιού.
Τώρα πια η ζωή ανοίγεται μπροστά τους, και αν είναι το μέλλον αβέβαιο λίγο τους νοιάζει. Αρκεί που είναι μαζί, νέοι και δυνατοί. Αρκεί που είναι μαζί και νέοι. Αρκεί που είναι μαζί.
***
Χειμωνιάζει. Το νούμερο δώδεκα της οδού Μενάνδρου φιλοξενεί τους ατίθασους ήρωες μας εδώ και αρκετό καιρό. Αξημέρωτα κάθε πρωί ο Γιούρι φεύγει για την οικοδομή. Αργά το απόγευμα φεύγει η Άννα για το μπαρ όπου δουλεύει σαν σερβιτόρα. Τυχαία συναντιούνται το μεσημέρι, αν συναντηθούν. Η Κυριακή όμως είναι όλη δική τους και κανείς δεν μπορεί να τους την στερήσει. Κάνουν μακρινούς περιπάτους στους πολύβουους δρόμους της πόλης, φιλιούνται, περπατούν λίγο ακόμα και επιστρέφουν σπίτι για να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα. Αν ένας οργανισμός μπορούσε να θραφεί με έρωτα τότε δεν θα χρειαζόταν να δουλεύει κανείς από τους δυο. Είναι όμως αδύνατο και γι’ αυτό η καθημερινότητα παρεισδύει όλο και περισσότερο σε μια σχέση που ξεκίνησε σαν επουράνιο ξεφάντωμα.
Η γειτονιά δεν βλέπει με καλό μάτι τα δυο παιδιά που χωρίς να υπακούουν σε κανέναν θεσμό, και ενώ δουλεύουν νυχθημερόν και αδιάκοπα, έχουν χαρούμενο πρόσωπο. Πράγματι το νούμερα δώδεκα της οδού Μενάνδρου είναι ένα ευτυχισμένο σπιτικό. Η μπροστινή αυλή έχει καθαρίσει από τα σκουπίδια και μέσα σε μεταλλικούς κουβάδες φυτρώνουν φουντωμένοι βασιλικοί και γαρδένιες. Στα άλλοτε λερά τζάμια των μπροστινών παραθύρων κρέμονται πολύχρωμες κουρτίνες. Οι ένοικοι του σπιτιού σπάνια εμφανίζονται είτε μαζί είτε χώρια, αλλά το μικρό σπιτάκι ακτινοβολεί ζεστασιά.
Οι ψίθυροι των γύρω όμως δεν σωπαίνουν, σε μια φτωχική γειτονιά η ευτυχία των άλλων είναι πρόκληση. Για την ακρίβεια, σε οποιαδήποτε γειτονιά η ευτυχία των άλλων είναι πρόκληση. Στην οδό Μενάνδρου ειδικά, το να είναι κανείς ευτυχής ισοδυναμεί με κήρυξη πολέμου. Το κουτσομπολιό ανθεί με κεντρικούς ήρωες την Άννα και τον Γιούρι. «Ποιοι είναι αυτοί, από που ήρθαν, γιατί δεν είναι σαν τους άλλους; Σαν τους άλλους, κατσούφηδες, να βαρυγκωμούν και να γκρινιάζουν. Πώς δουλεύουν με όρεξη και καλυτερεύουν την ζωή τους; Δεν σου φαίνεται κι εσένα ότι αυτός είναι ξένος, κακός σπόρος, κι αυτή τί να είναι για να μένει μαζί του; Καμιά βρώμα, του δρόμου, ποιος ξέρει από πού την μάζεψε και μας την έφερε εδώ! Εδώ όμως είμαστε τίμια γειτονιά, δεν θέλουμε πρόστυχες και μιάσματα».
Σιγά-σιγά, οι πόρτες της οδού Μενάνδρου αρχίζουν να βροντούν με δύναμη κάθε φορά που το ζευγάρι περνά από μπροστά. Τα παράθυρα κλειδαμπαρώνονται και οι μανάδες τραβούν με βία τα παιδιά τους στα σπίτια. Μουρμουρητά ακούγονται παντού: «Ο ξένος και η πόρνη του». Κανείς δεν είναι διατεθειμένος να τους πλησιάσει, αλλά ούτε και τους αφήνουν ήσυχους. Πρώτα-πρώτα τα στόματα όλων δουλεύουν. Οι φήμες θεριεύουν. «Είναι κλέφτες και παράνομοι, σίγουρα κρύβονται από την αστυνομία, δεν τους βλέπεις; Ούτε τηλέφωνο δεν έχουν, ούτε επισκέψεις δέχονται. Ποιος άραγε τίμιος νοικοκύρης κλαίει το βιός που του βουτήξανε αυτοί. Κι αν είναι επικίνδυνοι; Έχουμε μωρά παιδιά και θέλουμε να τα μεγαλώσουμε με ασφάλεια κι όχι να φοβόμαστε ότι θα μας σφάξουν στον ύπνο μας!».
Οι καλοθελητές σπεύδουν να μιλήσουν με την Άννα: «Φαίνεσαι καλή κοπέλα, τι κάνεις μ’ αυτόν; Μήπως σε εκβιάζει, σε απειλεί; Να σε βοηθήσουμε, να φωνάξουμε την αστυνομία;». Άλλοι πάλι προσπαθούν να εκμαιεύσουν πληροφορίες για να εμπλουτίσουν τα κακεντρεχή κουτσομπολιά τους: «Από πού είστε; Ποιοι είστε; Γιατί και πώς ήρθατε εδώ;». Η Άννα τους στέλνει όλους στο διάολο. Λίγο καιρό μετά την άφιξη τους στην οδό Μενάνδρου, η γειτονιά βουίζει σαν ζωντανό μελίσσι, οι κακίες και οι ανακρίβειες δίνουν και παίρνουν. Οι κακολογίες καλύπτουν όλο το φάσμα της ζωής των ηρώων μας, από το παρελθόν και το παρόν, μέχρι το μέλλον και την τύχη τους.
Ο Γιούρι είναι καλός και προνοητικός μάστορας. Το αφεντικό του τον εκτιμά και τον προσέχει σαν γιο του. Κανείς όμως από τους γείτονες του δεν θα τον έπαιρνε για να του κάνει ούτε ένα μικρό μερεμέτι. Η Άννα είναι μια κοπέλα πάντα γελαστή και χαρούμενη. Είναι έξυπνη, ευγενική, μιλάει ωραία και αγαπάει τους γύρω της. Κανείς όμως από τους γείτονες της δεν θα την έκανε παρέα, ούτε θα την ήθελε για παρέα των παιδιών του. Για την γειτονιά είναι και οι δύο σκάρτοι, χαμένα κορμιά, αλήτες και επικίνδυνη επιρροή. Για περίπου ένα χρόνο προσπαθούν να βρουν το ζωντανό σημάδι της διαφθοράς των δύο παιδιών.
Όταν πια, το καλοκαίρι, η Άννα εμφανίστηκε με ελαφρά φουσκωμένη κοιλιά τα σχόλια και οι κρίσεις ήταν αναμενόμενες. Καινούργιο σκάνδαλο τράνταξε την άλλοτε ήσυχη γειτονιά. Τώρα το μπάσταρδο της πόρνης ήταν πρώτο σε κάθε κουβέντα. Μια κατσιασμένη γριά άρπαξε την Άννα από το μπράτσο: «Να πας να το ρίξεις μωρή, τι το θες το μούλικο; Εμείς εδώ είμαστε χριστιανοί, τι θα πούμε στα παιδιά μας όταν μας ρωτήσουν γιατί είσαι φουσκωμένη;». Η Άννα την έσπρωξε και μπήκε στο σπίτι της δακρυσμένη.
Είναι σαφές ότι η κατάσταση είχε γίνει πολύ δύσκολη για το ζευγάρι. Ο Γιούρι έκλαψε από τη λύσσα όταν η Άννα του διηγήθηκε το περιστατικό, όπως είχε κλάψει από χαρά όταν έμαθε για την εγκυμοσύνη. Ήταν γι αυτόν ευλογία. Τί άλλο θα μπορούσε να είναι ένα μωρό από τον άγγελο του; Γι’ αυτόν το μωρό τους ήταν το θείο βρέφος και αυτό το πίστευε ακράδαντα. Δεν υπήρχε άλλη λύση. Έπρεπε να φύγουν από ‘κει. Όμως καμιά φορά η πραγματικότητα είναι πιο σκληρή απ’ όσο θα θέλαμε. Η μετακόμιση ήταν αναγκαία αλλά όχι εφικτή. Ο Γιούρι άρχισε να δουλεύει διπλή βάρδια για να φροντίσει την οικογένεια του και η Άννα δεν σταματούσε να σερβίρει ποτά σε άγνωστους όλη τη νύχτα. Μόνο που τώρα το χαμόγελο της ήταν πιο σφιγμένο, όπως ήταν και το τραγούδι του Γιούρι πιο πικραμένο από ποτέ.
Με το πέρασμα των εβδομάδων η Άννα γινόταν όλο και πιο βαριά και δυσκίνητη. Οι ονειρεμένες Κυριακές τους αραίωναν, όμως το γέλιο δεν έλειπε από το σπιτικό τους όταν έκαναν όμορφα σχέδια για το μέλλον τους. Επτά μηνών πια η Άννα ήταν πιο όμορφη παρά ποτέ. Τα μάγουλα της ήταν ροδοκόκκινα και τα μάτια της άστραφταν. Μπορούσε να νιώσει μέσα της το μωράκι της να επικοινωνεί μαζί της με τον πιο πρωτόγονο τρόπο, ένιωθε μητέρα, με κάθε ανάσα που έπαιρνε, όλο και περισσότερο. Ο δρόμος της οδού Μενάνδρου ήταν πάντα άδειος όταν τον ανέβαινε.
***
Το σαββατόβραδο είχε πάντα πολύ κίνηση στο μπαρ. Η Άννα προσπαθούσε να διώξει την κούραση και να κάνει σωστά την δουλειά της. Το μαγαζί έκλεισε στις τέσσερις, ξημερώματα Κυριακής. Μέχρι να μαζέψουν τα τραπέζια πήγε πέντε και μέχρι να μπει η Άννα στο σπίτι της θα είχε πάει πέντε και μισή. Δεν πρόφτασε. Στις πέντε και είκοσι πέντε ακριβώς γονάτισε στην αυλή του σπιτιού και άρχισε να σπαράζει καθώς οι πόνοι που ένιωθε όλη την ημέρα γίνονταν ολοένα και πιο δυνατοί, ολοένα και πιο οξείς. Πριν καλά-καλά την ακούσει, ο Γιούρι είχε πεταχτεί έξω από το σπίτι και έτρεχε να την στηρίξει. Το αίμα έτρεχε ποτάμι ανάμεσα στα πόδια της.
Την ξάπλωσε προσεχτικά στο χώμα καθώς εκείνη ένιωθε το κορμί της να σκίζεται στα δύο από τους πόνους. Το χρώμα έφευγε γοργά από το πρόσωπό της και από τα μάτια της έσβηνε η λάμψη. Ο Γιούρι σχεδόν έχασε τα λογικά του. Άρχισε να ουρλιάζει για βοήθεια κι όταν κανείς δεν απάντησε έτρεξε έξω από την αυλή και άρχισε να χτυπάει μία-μία τις πόρτες της γειτονιάς ικετεύοντας να τους πάει κάποιος σε έναν γιατρό, ένα νοσοκομείο. Τα αυτοκίνητα όμως παράμεναν παρκαρισμένα στην άκρη του δρόμου και οι ιδιοκτήτες τους κλειδαμπαρωμένοι στα σπίτια τους. Άδικα παρακαλούσε κάποιον να του ανοίξει, έστω να καλέσει ένα ασθενοφόρο. Για πολύ ώρα χτυπούσε φρενιασμένα τις πόρτες των σπιτιών αλλά εκείνες παρέμεναν πεισματικά κλειστές. Κάποια παράθυρα άνοιξαν αλλά στη θέα του έξαλλου Γιούρι σφραγίστηκαν ερμητικά.
Κλαίγοντας, σπαράζοντας, ο Γιούρι γύρισε στην Άννα που έσβηνε χωρίς ελπίδα. Με κόπο πια του έσφιγγε το χέρι αδύναμα. Την σήκωσε στα χέρια και βγήκε στον δρόμο βγάζοντας τραγικές κραυγές. Το αίμα της Άννας έβαψε το πεζοδρόμιο και λέρωσε την άσφαλτο. Κι ενώ ο Γιούρι έτρεχε στον άδειο δρόμο, ένιωσε ξαφνικά το σώμα της να βαραίνει στην αγκαλιά του. Τα μάτια της ήταν γυάλινα και κοιτούσαν στο πουθενά. Δεν ανάσαινε πια. Το φόρεμα της έσταζε από το ζεστό αίμα. Είχε χαθεί. Και δεν πρόλαβε ούτε να της πει «Σ’ αγαπώ» για τελευταία φορά.
Ο Γιούρι γονάτισε στη μέση του δρόμου, την ακούμπησε σαν ιερό λείψανο στο δρόμο, έσκυψε από πάνω της και έκλαψε λυσσασμένα. Καθώς ο ήλιος ανέτελλε, ένα περιπολικό έστριβε στην οδό Μενάνδρου. Ο Γιούρι σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τους αστυνομικούς με άδειο βλέμμα. Του είπαν: «Ψηλά τα χέρια, απομακρύνσου από την κοπέλα». Ο Γιούρι ένιωσε για πρώτη φορά στη ζωή του την αδικία να τον πνίγει και ένα ασίγαστο μίσος γι’ αυτούς που τον υπολόγισαν τόσο λίγο.
Δεν σήκωσε τα χέρια ψηλά. Έψαξε στη ζώνη του και βρήκε τον σουγιά που χρησιμοποιούσε στην δουλειά του για να ξύνει τον ασβέστη. Τον ανέμισε δυο φορές απειλητικά. Πριν προλάβει να τον μπήξει στην καρδιά του, έπεφτε νεκρός από τα πυρά της επίσημης πολιτείας.
***
Κανείς δεν γυρνά να κοιτάξει πίσω του, όταν περπατά στην οδό Μενάνδρου τη νύχτα. Το κρύο περονιάζει τα κόκαλα χειμώνα-καλοκαίρι και ο θάνατος πλανιέται στην ατμόσφαιρά ακόμη και τόσον καιρό μετά. Έξω από το νούμερο δώδεκα, κάθε βράδυ σαν σήμερα γίνεται μια συγκέντρωση. Μικρές φλογίτσες τρεμοπαίζουν στο αγιάζι του Νοέμβρη. Μαυροντυμένες γυναίκες δακρύζουν στο κατώφλι και σκυθρωποί άντρες στέκουν παράμερα θλιμμένοι. Δεν είναι βέβαια οι συγγενείς και οι φίλοι, που έλειπαν όταν η παρουσία τους ήταν αναγκαία. Ούτε και οι άθλιοι εκείνοι γείτονες που έχουν ήδη σκορπιστεί πολύ μακριά από ‘δω κουβαλώντας ο καθένας το μερίδιο της ενοχής του.
Οι συγκεντρωμένοι της οδού Μενάνδρου είναι εκείνοι οι πολίτες του κόσμου, οι γιοι και οι κόρες όλων των μανάδων, που θρηνούν για την χαμένη ανθρωπιά και αξιοπρέπεια της ανθρώπινης φυλής, που πενθούν όλους τους αδικημένους. Που κλαίνε για δυο παιδιά που δεν μπόρεσαν ούτε να θαφτούν μαζί, ενωμένοι κάτω απ’ το χώμα. Τόσο μίσος, και τόση προκατάληψη ακόμα και μετά θάνατον. Ένα κόκκινο γαρίφαλο στο χώμα, μοιάζει με το αίμα που χύθηκε μέσα από την Άννα εκείνο το βράδυ. Με το αίμα όλων. Απλά σαν αίμα. Για μια στιγμή μέσα από τις λάμψεις και τους καπνούς των κεριών διακρίνονται το αγόρι και το κορίτσι, να χαμογελούν, να αγκαλιάζονται, να λένε ατέλειωτες φορές «Σ’ αγαπώ». Μόνο μια στιγμή, μετά η παραίσθηση χάνεται.
Το γεμάτο φεγγάρι δεν φαίνεται από την οδό Μενάνδρου, ένα σύννεφο το πλακώνει και το κρύβει. Το μικρό πλήθος διαλύεται με βουρκωμένα μάτια και ένας-ένας οι συγκεντρωμένοι εξαφανίζονται μέσα στις σκιές, οι σκιές τους απορροφούν και γίνονται πάλι αόρατοι. Η παγωνιά επιστρέφει δριμύτερη και το ψυχρό φως του φεγγαριού τρυπά το σύννεφο ρίχνοντας μια αχτίδα πάνω στο κόκκινο γαρίφαλο που θυμίζει αίμα. Τα κεριά μετά από λίγο σβήνουν αφού δεν υπάρχει η πίστη των προσκυνητών για να τα κρατήσει ζωντανά και ο ασθενικός καπνός από τα φυτίλια θυμιατίζει την αυλή.
***
Ο δρόμος στοιχειώνει και πάλι. Κανείς δεν γυρνά να κοιτάξει πίσω του, όταν περπατά στην οδό Μενάνδρου τη νύχτα. Ίσως γιατί φοβάται ότι μπορεί να αντικρίσει τον εαυτό του να τον κατατρέχει.
Όμορφο το γράψιμό σου.
Ευχαριστώ 🙂