Μυστήρια πράγματα. Δεν είναι έως και τρομακτικός ο αντίκτυπος που μπορεί να έχει μια –όχι ιδιαίτερα σοφιστικέ– μελωδία στις διαδικασίες της μνήμης; Ακούγοντας ένα «καμένο», σύμφωνα με την τρέχουσα lingo, τραγουδάκι (http://www.youtube.com/watch?v=ac3zD_ULjnQ&feature=related «Οι Κούκλες», Μαίρη Αλεξοπούλου) βρέθηκα –μεταφέρθηκα– τόσο απότομα είκοσι χρόνια πριν• χαρούμενο, ξεβράκωτο αλητάκι στο παλιό μου το σπίτι. Σε μια ψηλοτάβανη μονοκατοικία στο Κερατσίνι, στο μεγάλο σαλόνι με την τζαμαρία και το τζάκι, εκεί που είχαμε μια ξύλινη στρογγυλή τραπεζαρία –την ίδια που έκανα γύρω-γύρω τρέχοντας για να γλιτώσω τις ξυλιές με την κουτάλα της κουζίνας που αρεσκόταν να μου σκάει η μανούλα μου στα πισινά…

Στο μαγικό αυτό δωμάτιο βρισκόταν το στερεοφωνικό• θυμάστε; Εκείνα στα σπαστά μηχανήματα, μια φέτα για τα controls, μια για το ραδιόφωνο, μια για το κασετόφωνο και το πικ-απ χώρια. Το κάτω ντουλάπι του σύνθετου γεμάτο κασέτες. Η συλλογή των γονιών μου απ’ το ’70 και το ’80. Τόνι Πινέλι, Σταύρος Ζώρας («Είναι αργά, πολύ αργά να μου ζητάς το γυρισμό…» http://www.youtube.com/watch?v=i1T4KddtvRw), τα πρώτα της Ελευθερίας Αρβανιτάκη, πολύ Νέο Κύμα, μια κασέτα με ηχογραφήσεις της Αλίκης Βουγιουκλάκη που έλιωσα απ’ τη χρήση πριν πατήσω τα δέκα, άλλη μεγάλη επιτυχία, «Το Πάρτυ των Στρουμφ», μια κασέτα με την «Ενδεκάτη Εντολή» της Νανάς Μούσχουρη (http://www.youtube.com/watch?v=3zac0Z455S8) που ακόμα πρέπει να ξέρω σε ακρίβεια ημιτονίου (και τα εξήντα λεπτά). Σε μια κασέτα με αντιγραμμένο κάποιον, τότε, τελευταίο δίσκο του Γιώργου Νταλάρα είχε γράψει ο θείος μου και τα «Χαιρετίσματα» του Βασίλη Παπακωνσταντίνου , άσμα που απέρριψα τότε ασκαρδαμυκτί• ο ροκ ήχος του Παπακωνσταντίνου μου ακουγόταν στα τέσσερα ως βαριά Heavy Metal.

Η δισκοθήκη μας δεν διέφερε πολύ σε ποικιλία. Τρεις ή τέσσερις δίσκοι των Abba, άλλοι τόσοι της Βίκυ Λέανδρος, τα «Πολιτικά Τραγούδια» του Μικρούτσικου που έθρεψαν τις νεαρές αριστερές μου πεποιθήσεις («Έτσι κι αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη», έλεγα τ’ αλλοπαρμένο τετράχρονο και το πίστευα κιόλας, κι ενθουσιαζόμουν υπέρμετρα με την «Μπαλάντα για τους Ασφαλίτες», http://www.youtube.com/watch?v=DgjCnXVK_y8), η τρίτη Ανθολογία του Σπανού –βασική πηγή εφιαλτών της παιδικής μου ηλικίας• μπορώ θετικά να πω ότι ο δίσκος αυτός λειτούργησε πάνω μου σαν εισαγωγή στη θλίψη, πολύ, πολύ πρόωρα. Δεν θυμάμαι ποτέ κανέναν συνομήλικό μου να ενθουσιάζεται ιδιαίτερα απ’ την εμμονή μου να ανακαλώ διαρκώς –και να τραγουδώ μεγαλοφώνως– την Αρλέτα στο «Η Ομίχλη Μπαίνει από Παντού στο Σπίτι» (http://www.youtube.com/watch?v=l5EZIJR7MVM) και τον Κώστα Καράλη στο «Mal du Depart» (http://www.youtube.com/watch?v=ARxNbklxGmc). Απ’ την άλλη μεριά, ήμουν η μόνη απ’ τους συμμαθητές και φίλους μου που γνώριζε το «Σπασμένο Καράβι» πριν του αλλάξει ο Μπάσης τα φώτα (http://www.youtube.com/watch?v=Mjl1g_JTnHs&feature=related). Ήμουν ένα περίεργο παιδί.

Εκείνη η σαλονοτραπεζαρία των παιδικών μου χρόνων έχει ένα μυστήριο φως στις αναμνήσεις μου. ένα φως ζεστό, η εικόνα σχεδόν σε σέπια. Το φως του μεσημεριού φιλτράρονταν απ’ τις μπεζ δαντελωτές κουρτίνες, αντανακλούσε στα παλιομοδίτικα πλακάκια στο χρώμα της τερακότας και παιχνίδιζε με την απαίσια λουλουδάτη ταπετσαρία στους τοίχους. Απέναντι ακριβώς απ’ την τζαμαρία βρισκόταν το μεγάλο μας ενυδρείο, πάνω στο πάσο που χώριζε την τραπεζαρία απ’ την κουζίνα. Το δωμάτιο αυτό που φιλοξένησε όλα τα μοναχικά μεσημεριανά και απογεύματα της παιδικής μου ηλικίας. Αργότερα στο σαλόνι μας με τις βαθιές άνετες πολυθρόνες καθόμουν και διάβαζα μονορούφι ό,τι βιβλίο είχε να προσφέρει η Δανειστική Βιβλιοθήκη του Κερατσινίου, ή ενίοτε αποβλακωνόμουν στο πρόγραμμα των πρώτων ιδιωτικών καναλιών. Πριν το ’89 όμως δεν υπήρχε ιδιωτική τηλεόραση και το παιδικό πρόγραμμα της ΕΡΤ έπαυε μετά το μεσημέρι. Επίσης πριν το ’89 δεν ήξερα να διαβάζω. Μπορούσα μόνο να φαντάζομαι. Ν’ ακούω μουσική και να ταξιδεύω σε συναισθήματα που μόνο πολύ αργότερα μπόρεσα να τους δώσω όνομα. Σας είπα ότι ήμουν ένα παράξενο παιδί;

Το τραγούδι που στάθηκε αφορμή για ν’ αρχίσω αυτό το σημείωμα δεν το είχα ακούσει ποτέ μέχρι σήμερα ηχογραφημένο. Στην μόνη εκτέλεση που το γνώριζα ήταν σ’ αυτή που μου το τραγουδούσε η μαμά μου• το πρώτο κουπλέ μόνο γιατί δεν μπορούσε ποτέ να θυμηθεί τα λόγια απ’ το δεύτερο. Υπάρχει μέσα στο κεφάλι μου μια ολόκληρη συλλογή ασμάτων τραγουδισμένα μόνο απ’ τη γλυκιά φωνή της μαμάς μου• οι «Κούκλες»• ένα παιδικό τραγουδάκι που πολύ ταιριαστά δηλώνει: «Πόσο μ’ αρέσουν οι καραμελίτσες/θα ‘θελα να ‘χα δέκα σακουλίτσες/δεν σας το λέω φίλοι μου γι’ αστείο/ θα ‘θελα να ‘χα ζαχαροπλαστείο»• η «Κουκουβάγια» (ένα τραγούδι οι στίχοι του οποίου υπήρξαν για μένα καθοριστικοί ως προς την μετέπειτα εξέλιξή μου: «Σαν αρχίζει και νυχτώνει και τ’ αηδόνι κελαηδεί/βγαίνει η κουκουβάγια μόνη σε κυπαρισσιού κλαδί./Δεν κοιμάται η κουκουβάγια, με τα μάτια τα γλαρά/λες της έχουν κάνει μάγια, όλη νύχτα ν’ αγρυπνά./Όμως βλέπει στο σκοτάδι όπως βλέπουμε στο φως/και την έχει για σημάδι για παράδειγμα ο σοφός./Κι ο σοφός καθώς εκείνη όλη νύχτα μελετά/και στα σκότη διακρίνει την αλήθεια που ζητά», όποιος με γνωρίζει έστω και λίγο μπορεί να δει ξεκάθαρα τί εννοώ). Μου τραγουδούσε την «Μαργαρίτα μου χρυσή/και του κήπου ζηλευτή…», πολλά δάκρυα έχουν χυθεί με τη σκέψη ότι μπορεί η μαμά πια να μην μ’ αγαπά. Δεν μπορούσα ποτέ ν’ αντέξω να μείνει το τραγούδι μισό. Σαν μαγικό ξόρκι έπρεπε να ειπωθεί μέχρι το τέλος, μέχρι εκεί που «τώρα μ’ αγαπάει πολύ/η μανούλα η χρυσή», διαφορετικά ο τρόμος πως η δεδηλωμένη στο τραγούδι άρνηση της μητρικής αγάπης μπορεί να ισχύει, ήταν ολοκληρωτικός. Το αρχετυπικό απροστάτευτο βρέφος μέσα μου είχε πάντα μεγάλη επιρροή στις διαθέσεις μου.

Ένα άλλο τραγούδι, που άκουσα ηχογραφημένο πρώτη φορά γύρω στα είκοσι δύο μου, επίσης δομικό υλικό του παιδικού μου φαντασιακού ήταν ένα νανούρισμα που θυμάμαι όσο θυμάμαι τον εαυτό μου. «Νάνι το τριαντάφυλλό μου…», τραγούδαγε η μαμά μου, και δεν θα μπορούσα να πιστέψω ότι μπορεί αυτό το τραγούδι να ειπωθεί από άλλη φωνή, προς άλλο άνθρωπο. Βγαλμένο κι αυτό σαν να λες μέσα από μια μελαγχολική πάχνη, τραγουδημένο άψογα μέσα απ’ το πεντάγραμμο της αθωότητας, «Μαμά, πες μου το τραγούδι με τον καουμπόι», έλεγα, «Μα ποιόν καουμπόι;», αναρωτιόταν η μαμά. «Αχ, πού πήγε τ’ άλογό μου, τ’ άλογο του καβαλάρη…», τον καβαλάρη αυτόν η παιδική μου φαντασία είχε κάνει καουμπόι που πηδάει τα ποτάμια του Φάρ Ουέστ για να φτάσει στον μαγεμένο πύργο της φυλακισμένης πριγκίπισσας. Πριγκίπισσα εγώ αυτοπροσώπως. Δεν πιστεύω ότι ο Μάνος Χατζιδάκις είχε τίποτα απ’ αυτά κατά νου όταν έγραφε τη μουσική για τον «Ματωμένο Γάμο» (http://www.youtube.com/watch?v=sXC8LfnXMTs).

Καμιά φορά είναι δύσκολο να χωνέψεις πως μεγάλωσες. «Και τώρα;», σκέφτεσαι. Ποιος θα με νανουρίζει τώρα πια; Ποιος μπορεί να υποκαταστήσει τη φωνή και τη μυρωδιά και την απαλότητα της μητέρας την εποχή πριν τα οιδιπόδεια μπουν στη μέση; Μεγαλώσαμε τώρα, και κανένα τραγούδι δεν θα μπορέσει ποτέ ξανά να ακουστεί τόσο μαγικό, σαν ξόρκι που πραγματώνεται καθώς τραγουδιέται. Ούτε θα ξαναγυρίσουμε στην ηλιόλουστη τραπεζαρία των παιδικών μας χρόνων με κανένα άλλο μέσο παρά μόνο με τη μνήμη. Γιατί ό,τι ζήσαμε ζει μέσα μας, και ό,τι γίναμε φέρει το βάρος των εμπειριών μας αναπόφευκτα. Κι έτσι, είσαι αιώνια καταδικασμένος στην πιθανότητα κάποιο πρωινό εκεί μεταξύ ύπνου και ξύπνιου να βρίσκεσαι στο παιδικό σου κρεβάτι• τότε, που έξι η ώρα το πρωί του σαββατοκύριακου πεταγόσουν τρέχοντας στην τηλεόραση, με ένα μπολ σοκολατένια δημητριακά και γάλα, μόνο και μόνο για να διαπιστώσεις ότι τσάμπα το άγχος, το κανάλι δείχνει ακόμα την ελληνική σημαία να κυματίζει γιατί το πρόγραμμα δεν έχει ξεκινήσει ακόμα. Καταδικασμένος είσαι επίσης να ξυπνάς τελικά και να βρίσκεσαι πάντα σε ένα διαφορετικό κρεβάτι. Μεγαλώσαμε τώρα. Μετράμε κρεβάτια. Μετράμε ξένα σώματα. Και γίναμε ό,τι τα χρόνια μας μας έκαναν να γίνουμε.

by Evita Lykou on Monday, 03 August 2009 at 18:19
Advertisement