Δεν πάει πολύ καιρός που αρχίσαμε να πιστεύουμε πως μπορούμε να κάνουμε πράξη την ελληνοτουρκική φιλία. Μετά από αιώνες συγκρούσεων, φαίνεται ότι οι λαοί των δυο χώρων είναι διατεθειμένοι να κάνουν ειρήνη, να υποστηρίξουν από κοινού τα συμφέροντα τους. Τουλάχιστον αυτή την εντύπωση δίνει η πολιτική ηγεσία, με υποσχέσεις συνεργασίας και αλληλοβοήθειας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως, ότι οι δύο μας χώρες, στις δυο άκρες του Αιγαίου, έχουν πολλά να χωρίσουν και μεγάλη ιστορία που τις συνδέει έτσι ώστε το διάβημα αυτό να γίνεται δύσκολο, ενίοτε και ουτοπικό. Ίσως όμως η δική μας εποχή, η εποχή της παγκοσμιοποίησης να είναι η καλύτερη ευκαιρία για συζήτηση και συναίνεση.
Ο διάλογος για την ελληνοτουρκική φιλία δεν είναι καινούργια ανακάλυψη. Εμπνευστές της, ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Ισμέτ Ινονού το 1930 με το «Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας, Ουδετερότητας, Διαλλαγής και Διαιτησίας», ασφαλώς ωθούμενοι από τα ιστορικά γεγονότα και την διεθνή πίεση. Την εποχή εκείνη όμως, θα ήταν αφελές αν περίμενε κανείς να εδραιωθεί η φιλία των δυο λαών, ενόσω όλες οι πληγές από την μικρασιατική καταστροφή και την συνεχή τριβή μεταξύ των δυο χωρών μας, ήταν ανοιχτές και έχασκαν, υπενθυμίζοντας και στις δυο πλευρές μια πραγματικότητα πολύ επώδυνη. Επιπλέον το διεθνές κλίμα δεν ευνοούσε προσπάθειες προσέγγισης, οι κοινωνίες ήταν κλειστοφοβικές και αποκομμένες η μια από την άλλη, αδύνατο σε δυο προαιώνιους εχθρούς να αντιμετωπίσουν ψύχραιμα την συμβίωση τους στον ίδιο, ζωτικό, χώρο της Μεσογείου.
Η έλλειψη ψυχραιμίας, ο μεγαλοϊδεατισμός αμφότερων και οι, πολλές φορές, θερμοκέφαλες πολιτικές αποφάσεις, συνέχισαν να διαιωνίζουν την ένταση έως τις μέρες μας, ας μην ξεχνάμε την οξύτατη κρίση στα Ίμια το 1996, και τις καθημερινές παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου από τουρκικά πολεμικά αεροσκάφη. Σήμερα όμως υπάρχει μια ζωτικής σημασίας διαφορά σε σχέση με το, όχι και τόσο μακρινό, παρελθόν. Σήμερα υπάρχει μια νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Άσχετα αν κανείς την ονομάζει παγκοσμιοποίηση, πλανητικοποίηση, οικουμενοποίηση ή αδηφάγα εξάπλωση του οικονομικού φιλελευθερισμού, η νέα τάξη πραγμάτων προσφέρει καινούριες ευκαιρίες για τις διμερείς σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας, και καλλιεργεί ένα έδαφος γόνιμο για συζήτηση επί της ουσίας, όχι τόσο μεταξύ πολιτικών παραγόντων αλλά λαών, ανθρώπων που ενδιαφέρονται για την ανάπτυξη φιλικών σχέσεων και που πιστεύουν ότι ο δρόμος για το μέλλον δεν περνά μέσα από την αντιπαράθεση και τον ανταγωνισμό αλλά μέσα από την συνεργασία και την κατανόηση.
Η παγκοσμιοποίηση δεν είναι ένα φαινόμενο που εμφανίστηκε ξαφνικά. Αναπτύσσεται, αργά αλλά σταθερά, από τα τέλη του 15ου κιόλας αιώνα, με πολλές φυσικά αναδιπλώσεις ανάλογα με τα πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά δρώμενα της κάθε εποχής. Σήμερα τείνει να εξελιχθεί σε καθεστώς, εγείροντας αντιδράσεις από τα διεθνή κοινωνικά φόρουμ. Ως οικονομικό σύστημα έχει επιβάλει την παρουσία του σε όλες τις δυτικού τύπου οικονομίες, που πλειοψηφούν στην σημερινή διεθνή πολιτική σκηνή. Όμως η παγκοσμιοποίηση, εκτός από την θρυλούμενη οικονομική υποδούλωση με τις νέες αγορές, κουβαλά νέα τεχνολογικά εργαλεία (διαδίκτυο, ψηφιοποίηση, εποχή των δικτύων), νέους διεθνείς οργανισμούς με σημαντική δράση, νέους κανόνες στις διεθνείς σχέσεις.
Βασική καινοτομία της νέας εποχής είναι η εξέλιξη των μέσων επικοινωνίας και των μαζικών μέσων. Σήμερα ευκολότερα παρά ποτέ μπορεί ο καθένας να έχει πρόσβαση στην πληροφόρηση και την επικοινωνία. Ανά πάσα στιγμή γνωρίζουμε τι συμβαίνει σε κάθε γωνιά του κόσμου και με την άνοδο του μορφωτικού επίπέδου στη δύση, είμαστε ίσως σε θέση να αξιολογήσουμε με νηφαλιότητα τα γεγονότα. Σήμερα, βοηθούσης της εξάπλωσης των τηλεπικοινωνιών, των δικτύων και των ελεύθερων, ανεξάρτητων φορέων ενημέρωσης, ο άνθρωπος δεν είναι υποχρεωμένος να άγεται και να φέρεται από την πολιτική διπλωματία ή την προπαγάνδα. Ζούμε σε μια κοινωνία που οι περισσότεροι μπορούν, αν θέλουν, να διαμορφώσουν άποψη και να αντιδράσουν δυναμικά σε κάθε προσπάθεια χειραγώγησης.
Θεωρητικά τουλάχιστον, ο τουρκικός και ελληνικός λαός μπορούν να ξεφύγουν από το τέλμα στο οποίο ήταν βυθισμένες οι προηγούμενες γενιές και να αποποιηθούν τις πρακτικές του παρελθόντος. Τα επώδυνα γεγονότα της ιστορίας δεν έχουν ξεχαστεί, όσο υπάρχουν ακόμη μάρτυρες που τα έζησαν, και δεν πρέπει να ξεχαστούν, μπορούμε όμως να τα δούμε με ψυχραιμία, να συμφιλιωθούμε με το οδυνηρό μας παρελθόν και να επενδύσουμε στο μέλλον. Αυτό δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί παλιότερα όταν η αδιαλλαξία κυριαρχούσε στις μεταξύ μας σχέσεις. Σήμερα όμως κάθε συζήτηση μπορεί να γίνει πολιτισμένα με αμοιβαίες υποχωρήσεις υπό την αιγίδα διεθνών οργανισμών.
Ένα ακόμη βήμα προς την κατεύθυνση της συμφιλίωσης συντελείται καθημερινά χάρη στο χαρακτηριστικότερο εργαλείο της παγκοσμιοποίησης. Έλληνες και Τούρκοι μπορούν να έρθουν σε απευθείας επαφή, σε πραγματικό χρόνο, μέσω του διαδικτύου. Ο διάλογος που γίνεται με τη βοήθεια αυτού του μέσου είναι μια τεράστια καινοτομία. Για πρώτη φορά μπορούμε να μιλήσουμε μεταξύ μας χωρίς ενδιάμεσους, χωρίς πολιτικούς και αναλυτές, μπορεί κανείς να έρθει σε ουσιαστική επαφή, να κατανοήσει τον γείτονα του, να δει ότι και αυτός είναι φτιαγμένος από το ίδιο υλικό δεν έχει κέρατα και δεν ξερνάει φωτιές, είναι άνθρωπος που ελπίζει, φοβάται ερωτεύεται, δεν είναι απαξιωτικά «ο Τούρκος» αλλά ο Μουράτ, ο Αχμέτ, ο Ισμαήλ, ο φίλος μου. Η οικειότητα που αναπτύσσεται είναι θεμελιώδους σημασίας γιατί μ’ αυτό τον τρόπο μπορεί ο καθένας να αισθανθεί ότι η υπόθεση τον αφορά, δεν είναι μια θεωρητική συζήτηση αλλά κομμάτι πλέον της καθημερινότητα μας. Σε παγκόσμιο επίπεδο γίνεται όλο και πιο φανερή μια αυξανόμενη απαξίωση προς τους πολιτικούς θεσμούς. Είναι λοιπόν ωφέλιμο να επιδιώκουμε την προσωπική επαφή αν αισθανόμαστε ότι η εκπροσώπηση μέσω της πολιτικής ηγεσίας δεν μας καλύπτει.
Πέρα όμως από τα χρήσιμα εργαλεία που προσφέρει η παγκοσμιοποίηση υπάρχει κάτι άλλο που πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη. Ορισμένες περιοχές του κόσμου τείνουν να εξελιχθούν σε διαρκή πεδία μαχών. Τα Βαλκάνια και η ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής είναι ζωντανές πληγές που αιμορραγούν, κατά κάποιο τρόπο σαν θυσία στο βωμό της παγκοσμιοποίησης. Η Ελλάδα και η Τουρκία βρίσκονται ανάμεσα σε φλεγόμενες περιοχές. Με κάθε τρόπο οφείλουμε να διατηρήσουμε την ειρήνη και την σταθερότητα στην περιοχή μας. Ο κόσμος δεν χρειάζεται άλλα ανοιχτά μέτωπα, ειδικά όταν μπορούμε και είμαστε πρόθυμοι να προχωρήσουμε σε μια συμφιλίωση που στην εύφλεκτη αυτή γωνιά του πλανήτη, θα ήταν λαμπρό παράδειγμα και μεγάλη ανακούφιση.
Ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας που επιτάσσει την συμφιλίωση είναι ότι σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία οι διαφορές των λαών τείνουν να ελαχιστοποιηθούν και η πολιτισμική ποικιλότητα χάνει έδαφος. Η εισροή πολιτιστικών αγαθών από τις ποιο πλούσιες στις φτωχότερες χώρες είναι καθεστώς. Είναι όμως ύψιστη ανάγκη η διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς κάθε λαού και κάθε κουλτούρας. Αυτό είναι ένα εγχείρημα δύσκολο, και φρονώ πως θα ήταν σημαντικό βήμα για την επίτευξή του η συνεργασία δυο λαών που έζησαν μαζί, έστω κι αν η συμβίωση ήταν βεβιασμένη, για πάνω από πέντε αιώνες.
Δεν μπορούμε να αποποιηθούμε την κοινή μας πορεία, έχουμε λοιπόν δυο επιλογές. Είτε να συνεχίσουμε την έχθρα, σε μια εποχή που δεν ευνοεί την απομόνωση αλλά την συνεργασία, είτε να προχωρήσουμε μπροστά και χωρίς να απαρνηθούμε την ιστορική πραγματικότητα, να χαράξουμε ένα νέο δρόμο, με ομαλές, κοινά επωφελείς σχέσεις. Η εποχή που διανύουμε μας δίνει και τα μέσα και τα κίνητρα για να πετύχουμε σ’ αυτό το εγχείρημα. Σήμερα ο διάλογος είναι ελεύθερος και ανοικτός, όλοι μπορούμε να βάλουμε ένα λιθαράκι στο να ξεπεραστεί ένα χάσμα που κανέναν δεν ωφελεί, αντίθετα μας βλάπτει και υποβιβάζει το κύρος και την αξιοπιστία μας σε διεθνές επίπεδο. Ακόμη κι αν η αλλαγή στη νοοτροπία και τις αντιλήψεις δεν είναι εύκολη, δεν είναι όμως αδύνατη. Το μόνο σίγουρο είναι ότι σήμερα υπάρχει τρόπος. Ας τον εκμεταλλευτούμε.
Το άρθρο κέρδισε το τρίτο βραβείο στον διαγωνισμό για νέους δημοσιογράφους και φοιτητές δημοσιογραφίας που διοργάνωσε το 2004 το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς με τίτλο «Η Ελληνοτουρκική φιλία την εποχή της παγκοσμιοποίησης». Δημοσιεύτηκε στο Lapsus Linguae το 2005.