«Θέλετε να παραστήσετε τους Θεούς; Κοιτάχτε τους αφαλούς σας»
[Από το βιβλίο του Τζαίημς Τζόυς, «Οδυσσέας», εκδόσεις Κέδρος 1990, σ. 63]
Ο καιρός μας είχε προετοιμάσει εδώ και μέρες. Κανείς δεν μας το κράτησε κρυφό, ούτε και εξεπλάγην κανείς όταν τελικά το αναμενόμενο συνέβη. Εδώ και λίγες ώρες πάντως μπορούμε να πούμε ότι επίσημα και θεσμοθετημένα το καλοκαίρι μπήκε, όπως αναπόφευκτο ήταν, και προχωρά μάλιστα με βήμα ταχύ. Ιούνιος 2008 και όλα τείνουν προς την παραδοσιακή, ελληνική νωχέλεια. Σε λίγες μέρες θα κλείσουν και τα δημοτικά σχολεία, τα πιτσιρίκια θα σκορπιστούν σε γιαγιάδες και παππούδες ή διάφορες κατασκηνώσεις στην ύπαιθρο. Οι ρυθμοί στις εργασίες των ενηλίκων θα πέσουν, καθώς ο υδράργυρος θ’ ανεβαίνει και το τέλος της σαιζόν είναι πια γεγονός. Σε λίγες μέρες οι δρόμοι της Αθήνας θα γεμίσουν –πριν αδειάσουν από τις καλοκαιρινές άδειες– με χαρούμενους ανθρώπους. Τα θερινά σινεμά θα ξαναπαίξουν τις επιτυχίες της χρονιάς, καθώς οι νέες κυκλοφορίες θα είναι περιορισμένες σε ποσότητα και ποιότητα. Για μένα προσωπικά, το καλοκαίρι δεν ήταν ποτέ η πιο σινεφίλ εποχή. Προτιμούσα πάντα τη σκοτεινή αίθουσα μέσα σε ένα χειμερινό πλαίσιο. Γι’ αυτό και αυτή τη φορά, εν όψει του θέρους, δεν θα μιλήσω για το σινεμά, αλλά για την ανέκαθεν αγαπημένη μου καλοκαιρινή ασχολία. Το κείμενο αυτό είναι αφιερωμένο σε όσους έχουν στη βιβλιοθήκη τους βιβλία που αν τα ξεφυλλίσεις πέφτει από μέσα άμμος. Σε όσους πέρασαν ατελείωτα ζεστά μεσημέρια, μέσα στην υποχρεωτική σιωπή, που έσπαγε το απαλό ροχαλητό της γιαγιάς, διαβάζοντας τις περιπέτειες των Πέντε Λαγωνικών (και του σκύλου). Σε όσους αποστήθιζαν τις περιπέτειες του Τρελαντώνη, χωμένοι πίσω από έναν συρμάτινο φράχτη, παίζοντας ταυτόχρονα κρυφτό με τα παιδιά της γειτονιάς. Μα πιο πολύ απ’ όλα το κείμενο αυτό είναι αφιερωμένο σε όσους αποτόλμησαν την ανάγνωση ενός συγκεκριμένου βιβλίου, που ταλαντεύεται ανάμεσα στη λογοτεχνία και την εικονοποιία, την ιδιοφυΐα και την τρέλα. Αφιερωμένο εξαιρετικά σε όλους τους αναγνώστες του «Οδυσσέα» του Τζέημς Τζόυς.
Ο Αναγνώστης
Ανάγνωση. Θα μιλήσουμε εδώ για τον συνειδητό αναγνώστη. Εκείνον που πριν ανοίξει το Βιβλίο το μυρίζει, το ζυγίζει στα χέρια του, το χαϊδεύει ηδονικά, το ξεφυλλίζει ευλαβικά, το παρατηρεί ακίνητος, το εξετάζει κριτικά, το μισανοίγει και με φόβο, θαρρείς και τα γράμματα θα δραπετεύσουν από τις σελίδες, το κλείνει ξανά με βιάση, το ανασκοπεί, από το τέλος στην αρχή και πάλι πίσω, ατενίζει το εξώφυλλο, βλέποντας μέσα του την ιστορία που ακόμα δεν έχει διαβάσει, έστω κι αν το εξώφυλλο είναι μαύρο κατράμι. Ύστερα προχωρά στην πολυθρόνα. Κάθεται αναπαυτικά και ανοίγει στην πρώτη σελίδα. Η πρώτη σελίδα δεν είναι καταρράκτης πληροφοριών. Είναι άλλωστε μόνο η πρώτη σελίδα. Ένα βιβλίο μπορεί να έχει διακόσιες, πεντακόσιες ή οχτακόσιες δεκάξι σελίδες. Η πρώτη δεν έχει πάντα πολλά να πει. Η μπορεί να λέει περισσότερα απ’ όσα ένας μέσος άνθρωπος μπορεί να συλλάβει μέσα σε είκοσι εννέα τυπωμένες γραμμές. Η ανάγνωση της πρώτης σελίδας του Βιβλίου είναι η έναρξη της κατάβασης στην προσωπική κόλαση του συγγραφέα. Της κατάβασης είπα; Της καταβαράθρωσης καλύτερα, για να είμαστε πιο ακριβείς. Η είσοδος στον ατομικό λαβύρινθο κάποιου, στην δική του προσωπική αλλοτρίωση, είναι πράξη μεγάλου κινδύνου. Δεν γνωρίζω ποια προφύλαξη μπορεί να λειτουργήσει μέσα στο πλαίσιο της καταγραφής ενός Εγώ, που παραπαίει ανάμεσα στην ιδιοφυή λαμπρότητα και στην παραφροσύνη της μανίας.
Το πείσμα του αναγνώστη είναι δομικό υλικό του Βιβλίου. Ακόμα και ένα βιβλίο που ουρλιάζει, λογίζεται ως φιμωμένο όταν κανείς δεν το διαβάζει. Ένας πείσμων και ξεροκέφαλος αναγνώστης δημιουργεί τη σφαίρα ύπαρξης του Βιβλίου. Έχει ξεπεράσει το σκόπελο της πρώτης σελίδας και αρμενίζει πλέον στα βαθιά μιας θάλασσας που κοχλάζει. Μια σκοτεινιά απλώνεται και κρύβει το φως, τόσο ώστε μόνο να συνεχίσει να διαβάζει μπορεί κανείς. Η απουσία σχημάτων, η απουσία αναφοράς στο δωμάτιο βυθίζει τον αναγνώστη στην μοναδική ακτίνα φωτός. Το Βιβλίο γίνεται σανίδα σωτηρίας, παρ’ ότι θα έλεγε κανείς, ότι το ίδιο δημιούργησε τον κίνδυνο. Ο ήρωας του Βιβλίου είναι ένας άνθρωπος, όπως και ο αναγνώστης. Για το λόγο αυτό είναι οικείος, συμπαθητικά πληκτικός με την πρώτη ματιά. Δεν είναι υπερήρωας, δεν είναι πολύ όμορφος, πολύ ευτυχισμένος, πολύ επιτυχημένος. Ένας άνθρωπος, όπως όλοι οι άλλοι. Ξυπνάει, τρώει, διαβάζει, πηγαίνει στην τουαλέτα, πενθεί, εγκλωβίζεται μέσα στον εαυτό του, παγιδεύεται μέσα στην κανονικότητα, περιορίζεται μέσα στην καθημερινότητα. Ο αναγνώστης όμως δεν αφήνεται να ξεγελαστεί. Ο εντελώς καθημερινός αυτός άνθρωπος μέσα σε μια μέρα της ζωής του περνάει από την ηρεμία στην κρίση, δίπλα απ’ την τρέλα και επιστρέφει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε. Δεν παριστάνει το Θεό. Δεν θέλει. Μάλλον δεν το θέλει. Άλλωστε οι παλινδρόμηση του ήρωα πάνω στο θέμα του θείου δεν επιτρέπει την ταύτιση του με οτιδήποτε το αντιπροσωπεύει.
Ένα μυαλό που πετάει από σκέψη σε σκέψη. Είναι ο ήρωας; Είναι ο αναγνώστης; Είναι ο συγγραφέας; Το Βιβλίο κλυδωνίζεται, η επιμονή του αναγνώστη δοκιμάζεται. Οι δυνάμεις του στερεύουν και η εξάντληση τον κυριεύει. Το βάρος δεν είναι αμελητέο, και δεν αναφέρομαι στο βάρος του τόμου. Η παραβίαση της ιδιωτικότητας του ήρωα είναι εξαιρετικά αιχμηρή, και τρυπά τον αναγνώστη σα σουβλί. Ο ήρωας είναι απροστάτευτος και ο συγγραφέας αμείλικτος. Τον ξεμπροστιάζει, τον εκθέτει ανεπανόρθωτα και τον αφήνει αδύναμο κι ανυπεράσπιστο στην πιθανή κακοβουλία του αναγνώστη. Όμως, όπως είπαμε, ο αναγνώστης μας δεν έχει κατά νου την εύκολη κριτική. Προτιμά να συνεχίσει. Μέσα από μια μαιανδρική διαδρομή ο αναγνώστης παρακολουθεί την περιπλάνηση του ήρωα. Τον εκτροχιασμό του ήρωα. Μια συνηθισμένη μέρα. Λίγο μόνο πιο δυσάρεστη από τις άλλες. Είναι ο ήρωας που βρίσκεται στο μέσον της κρίσης ή ο συγγραφέας; Ή μήπως πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο, το ένα μαστορικά κρυμμένο πίσω από το άλλο; Και ο αναγνώστης; Ποιοι κίνδυνοι ελλοχεύουν γι’ αυτόν τον ανυπεράσπιστο που αφήνεται στο κέντρο της μανίας χωρίς οδηγό και φύλακα; Δεν έχει πολλές επιλογές ο αναγνώστης μας. Πρέπει να βρει μια διέξοδο. Και ο μόνος τρόπος διαφυγής από το μέρος εκείνο, το υγρό και ψυχεδελικά φωτισμένο είναι να ακολουθήσει τον ήρωα μέχρι την δική του κάθαρση. Και να διακινδυνεύσει, αν ο ήρωας αποτύχει στην αποστολή του, να χάσει και την δική του ψυχή.
Κι εκεί που βαδίζει σε κακοτράχαλα μονοπάτια, και εκεί που πιστεύει ότι το μέγεθος του όγκου που πρέπει να προσπελάσει είναι η μόνη του δυσκολία, ρίχνεται απροειδοποίητα σε έναν εφιάλτη. Ξαφνικά τα συνηθισμένα αν και δυσάρεστα μετατρέπονται σε ακατανόητα, παραληρηματικές εικόνες ξεπετάγονται από παντού με αστραπιαίες ταχύτητες. Καμιά ελπίδα πια, μια τεράστια δίνη έχει σχηματιστεί στο κέντρο της σελίδας και ρουφά τον αναγνώστη σε ένα άγνωστο μέρος. Η ανάγνωση συνεχίζεται ακούσια. Ο αναγνώστης δεν έχει την δύναμη να αντισταθεί, ούτε και τίποτα να αντιτάξει. Το Βιβλίο έχει γίνει τώρα ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Εκείνο αποφασίζει πότε θα ελευθερώσει τους ομήρους. Τον αναγνώστη. Τον ήρωα. Τον συγγραφέα. Οι μάσκες δεν πέφτουν ανταλλάσσονται όμως με τρομερή ταχύτητα και οι χαρακτήρες του έργου μπλέκονται φτιάχνοντας έναν γόρδιο δεσμό που μόνο το ξίφος μπορεί να λύσει. Οι σελίδες πετούν κάτω απ’ τα δάχτυλα του αναγνώστη και το μυαλό θολώνει καθώς προσπαθεί να συλλάβει το νόημα πενήντα σελίδων χωρίς σημείο στίξης. Κάποτε το Βιβλίο τελειώνει. Η καταιγίδα δεν κοπάζει, έχει μόνο αλλάξει τόπο διαμονής. Ο αναγνώστης κλείνει το Βιβλίο και σηκώνεται από την πολυθρόνα για να το αποθέσει στο ράφι της βιβλιοθήκης. Και τότε το συνειδητοποιεί. Δεν είναι πλέον ο αναγνώστης εκείνος που έκατσε στην πολυθρόνα. Είναι ο Ριπ Βαν Γουίνκλ, και έχουν περάσει, απ’ όταν άρχισε την ανάγνωση, είκοσι ολόκληρα χρόνια.
Υ.Γ. Θα ήθελα να μου συγχωρεθούν οι βιβλιολογικές αναφορές και το δυσνόητο του κειμένου. Για όσους εξαιρούνται από την αφιέρωση της εισαγωγής θα ήθελα το κείμενο αυτό να σταθεί η αφορμή για την ανάγνωση του «Οδυσσέα», μια ανάγνωση που θα ξεκλείδωνε –με μεγαλύτερη ή μικρότερη ευκολία– τα απροσπέλαστα σημεία. Η θερινή ραστώνη είναι ο ιδανικός χρόνος. Καλό καλοκαίρι!
Δημοσιεύτηκε στο Movieworld.gr τον Ιούνιο του 2008