«Νεαρέ περίμενε! Δεν μπορείς να ξεφύγεις από τη μοίρα με το να το βάλεις στα πόδια…»
[Από την ταινία «Nosferatu, Eine Symphonie Des Grauens» του Φρίντριχ Βίλχεμ Μουρνάου, 1922]
Η αλληγορία του Τρωκτικού
«Και τότε, ακούγοντας τις φωνές χαράς που ανέβαιναν από την πόλη, ο Ριέ θυμήθηκε ότι τούτη η χαρά πάντοτε απειλείται. Γιατί ήξερε αυτό που τούτο το χαρούμενο πλήθος αγνοούσε και που μπορείς να το διαβάσεις στα βιβλία. Ήξερε ότι ο βάκιλος της πανούκλας δεν εξαφανίζεται και δεν πεθαίνει ποτέ, ότι μπορεί για δεκάδες χρόνια ν’ αποκοιμηθεί μέσα στα έπιπλα και τα ασπρόρουχα, υπομονετικά να περιμένει μέσα στα δωμάτια, τα υπόγεια, τα μπαούλα, τα μαντίλια και μέσα στ’ άχρηστα χαρτιά και ότι ίσως ερχόταν κάποτε η μέρα, που για δυστυχία, ή για μάθημα των ανθρώπων, η πανούκλα θα ξυπνούσε ξανά τους ποντικούς της και θα τους έστελνε να ψοφήσουν μέσα σε μια ευτυχισμένη πολιτεία». [Αλμπέρ Καμύ, «Η Πανούκλα», εκδ. Αντίκοσμοι, μτφ. Αργυρώ Ροΐδου]
Η πολιτεία στην οποία η πανούκλα ξέρασε τα τρωκτικά της δεν ήταν μια ευτυχισμένη πολιτεία, και με τον ευφημισμό αυτό του Καμύ, η πικρή ειρωνεία που διαπνέει ολόκληρο το βιβλίο –όπου εξιστορούνται οι περιπέτειες της πόλης Οράν–κορυφώνεται στην τελευταία του πρόταση, που αυτοαναιρείται με ευχαρίστηση. Οι ποντικοί ή αρουραίοι της «Πανούκλας» έκαναν την εμφάνισή τους σε μια πολιτεία σε κρίση, «δίχως γραφικότητα, δίχως πράσινο και ψυχή, [που] μοιάζει να σε καθησυχάζει, και στο τέλος να σε ναρκώνει». Τέτοιες είναι οι πολιτείες που χτυπά πάντα ο λοιμός, από τον καιρό του Οιδίποδα, εφησυχασμένες, στάσιμες, λερωμένες από ένα μίασμα που δε φαίνεται με την πρώτη ματιά, που διαφεύγει της προσοχής του αδιάφορου παρατηρητή αλλά ροκανίζει τα σωθικά τους και υποσκάπτει τα θεμέλια της ηρεμίας τους. Η αρρώστια φέρνει τα τρωκτικά ή έρχεται μαζί τους; Στο έργο του Καμύ τα ποντίκια βγαίνουν από τους υπονόμους και τα υπόγεια κι έρχονται να πεθάνουν στο φως, να υπενθυμίσουν την παρουσία τους σε μια πόλη που αγνοώντας τα, τα έχει ξεχάσει. Η άφιξη των τρωκτικών είναι παραδοσιακά σημάδι μεγάλης καταστροφής, συνήθως πανώλης, που πέφτει σαν το δρεπάνι του θανάτου και θερίζει ομού το καλό και το κακό, χωρίς να κάνει διαχωρισμούς, χωρίς εξαιρέσεις, και χωρίς οίκτο κανέναν, χωρίς να ζυγίζει τα θύματά της ως αθώα ή ένοχα. Η άφιξη των τρωκτικών είναι σε ψυχαναλυτικούς όρους η άφιξη της τύψης και της νέμεσης που τιμωρεί αδιάκριτα, χωρίς να αποδίδει δικαιοσύνη. Γιατί για το κακό που έγινε, όποιο κι αν είναι αυτό, από τον επαίσχυντο γάμο του Οιδίποδα με τη μητέρα του, μέχρι τον σύγχρονο αναπαμό σε μια χυδαία, αγοραία ρουτίνα, δεν είναι υπεύθυνος ένας άνθρωπος, οι εκλεγμένοι ή μη άρχοντες, ο μεγάλος και πάντα θολός ένοχος. Σύμφωνα με τους νόμους που προκύπτουν από αρχαϊκά σύμβολα και μέσα από τις διδαχές της φύσης, ένοχο είναι το σύνολο των πολιτών, τα μέλη της ομάδας που ανέχτηκαν όποιον διέπραξε το κακό, ή που δεν ασχολήθηκαν αρκετά για να το εντοπίσουν και να το αποτρέψουν.
Ξεκινώντας την κατάδυση στα κινηματογραφικά ύδατα, θα προσπεράσουμε τον Μπέλα Λαγκόσι, και τον χαρακτηριστικό «Dracula» του 1931, με την γραφική κόμμωση και τις στυλιζαρισμένες βαμπιρικές πόζες και θα πλεύσουμε προς μια ταινία του βωβού κινηματογράφου, ένα φιλμ του 1922 που ανήκει στον Γερμανικό Εξπρεσιονισμό και που ζωγράφισε με τα χρώματα του τρόμου την πρώιμη περίοδο του σινεμά. Το έργο του Φρίντριχ Βίλχεμ Μουρνάου έχει τίτλο «Nosferatu, Eine Symphonie Des Grauens» (μπορεί κανείς να το παρακολουθήσει ολόκληρο στο http://video.google.com/videoplay?docid=-6185283610506001721) και πρόκειται για μια ανεπίσημη κινηματογραφική μεταφορά του «Δράκουλα» του Μπραμ Στόκερ. Ο Μαξ Σρεκ, που υποδύεται τον κόμη Όρλοκ, υιοθετεί τα χαρακτηριστικά του τρωκτικού –και όχι της νυχτερίδας όπως έγινε σε μελλοντικές μεταφορές του μύθου– για να ντύσει το χαρακτήρα του. Οι αρουραίοι παίζουν δομικό ρόλο στην πλοκή του φιλμ, καθώς αυτοί είναι που κουβαλούν την αρρώστια από τα Καρπάθια Όρη στην αθώα Γερμανική Βρέμη. Η σκηνή κατά την οποία ο κόμης Όρλοκ αποβιβάζεται στον τελικό του προορισμό –ενώ κατά τη διάρκεια του ταξιδιού έχει ήδη μολύνει με την Μαύρη Πανώλη όλες τις στάσεις της διαδρομής– και μαζί του ξεπηδούν από το αμπάρι του πλοίου μπουλούκι οι αρουραίοι που κουβαλούσε μέσα στα γεμάτα ανίερο χώμα φέρετρά του, προκαλεί ανατριχίλα ακόμα και στον σημερινό θεατή. Στην πόλη φτάνει το κακό, αλλά το κακό δεν είναι το βαμπίρ που θα σκοτώσει τους κατοίκους της, είναι η αρρώστια που θα πέσει βαριά, μια αρρώστια που η Ευρώπη γνωρίζει καλά, γιατί της έχει κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα πληρώσει βαρύ φόρο αίματος, έτσι ώστε τα δεινά που προκαλούνται από αυτήν έχουν χαραχτεί βαθιά στο συλλογικό της φαντασιακό.
Η ταινία του Μουρνάου έγινε remake το 1979, από τον Βέρνερ Χέρτζογκ, με τον τίτλο «Nosferatu: Phantom Der Nacht». Καθότι τα προβλήματα σχετικά με τα δικαιώματα του λογοτεχνικού έργου που είχε αντιμετωπίσει ο Μουρνάου το 1922 μέχρι το 1979 είχαν εκλείψει, οι χαρακτήρες ξαναβαφτίστηκαν με τα ονόματα του μυθιστορήματος του Στόκερ. Ο Κλάους Κίνσκι, ένας συγκλονιστικός κόμης Δράκουλας, με τα ίδια χαρακτηριστικά του αρουραίου που έφερε ο Σρεκ πενήντα επτά χρόνια πριν, ενσαρκώνει τον απόλυτο τρόμο, όχι του υπερφυσικού, του βαμπιρικού εκείνου όντoς που κρατάει από την μεταφυσική παράδοση της Λίλιθ, αλλά της πραγματικής φυσικής απειλής που έρχεται από τα ακάθαρτα εκείνα τρωκτικά τα οποία μεταφέρουν το βάκιλο της πανώλης. Στη μυθολογία του Νοσφεράτου, που δημιούργησε ο Μουρνάου, ο φακός δεν εστιάζει στον Δράκουλα που πίνει αίμα, αλλά στην αρρώστια που εξαπλώνεται και θερίζει –αναφέρεται η άποψη ότι η ετοιμολογία του τίτλου Νοσφεράτου προέρχεται από το ελληνικό «νοσοφόρος».
Ο Δράκουλας είναι αυτός που φέρει την αρρώστια, αυτός που όμοια με μιαρό τρωκτικό θα βυθίσει τα δόντια του στον άσπρο λαιμό της αθωότητας και θα την θερίσει πριν νικηθεί από την ίδια του την ανιερότητα. Στην «Πανούκλα» του Καμύ ο γιατρός Ριέ αναφέρει στις παρατηρήσεις του ότι η ασθένεια τσακίζει τους πιο γερούς οργανισμούς, γονατίζει τα ισχυρότερα ανοσοποιητικά συστήματα. Για να καταστραφεί ο Νοσφεράτου πρέπει να του παραδοθεί αμαχητί η αθωότητα. Ο πιο δυνατός κρίκος στο πεδίο της ηθικής. Για να σωθεί η πόλη από την ασθένεια και τη σήψη πρέπει να θυσιαστεί η αθωότητα. Ένας φαύλος κύκλος που δείχνει ότι μια αρρωστημένη πολιτεία δεν μπορεί να γιατρευτεί, γιατί οι προϋποθέσεις για τη γιατρειά της εμπεριέχουν στον μηχανισμό τους την αρχική αιτία του κακού. Εντυπωσιακό είναι πάντως το γεγονός ότι αν δει προσεκτικά κανείς το μηχανισμό της μετάδοσης της πανώλης θα εντοπίσει πολλές ομοιότητες με το μύθο του βαμπίρ. Η μετάδοση της ασθένειας δεν προκύπτει ευθέως από τους αρουραίους, αλλά από τους ψύλλους του είδους Xenopsylla Cheopis που είναι ξενιστές του βακίλου. Ο ψύλλος μολύνει το θύμα του όταν, όμοια με τον Καρπάθιο Κόμη, ρουφά το αίμα του, μεταφέροντας παράλληλα το φονικό βακτήριο. Ο αρουραίος, που σα ζώο αντιμετωπίζεται γενικά ως πλάσμα αηδιαστικό, δεν είναι παρά ο μεταφορέας, το μέσο για να προκληθεί η καταστροφή, με τον ίδιο τρόπο που ο Νοσφεράτου δεν ήταν παρά η αφορμή για την άφιξη των φονικών αρουραίων, και όχι ο ίδιος η αιτία της καταστροφής.
Οι συνδηλώσεις που έχουν φορτωθεί στον αρουραίο, ως υπαίτιο της καταστροφής, της αρρώστιας και της ηθικής έκπτωσης, τον ακολουθούν μέσα από διάφορες μορφές και στη σύγχρονη τέχνη, ακριβώς γιατί τον έχουν καταστήσει τόσο εξόφθαλμο σύμβολο του χαλασμού. Στο επικό κόμικ του Τζεφ Σμιθ (επικό καθώς πέρα από την θεματολογία του που προσιδιάζει σε έπος αριθμεί πάνω από χίλιες τριακόσιες σελίδες), «Bone», γίνεται σαφές πώς το σημαίνον του αρουραίου κουβαλάει όλα τα παραπάνω σημαινόμενα, ακόμα κι αν αυτά δεν υποδηλώνονται ευθέως, πουθενά, εμπλουτίζουν όμως την πλοκή του έργου με έναν τρόπο που δε θα μπορούσε να επιτευχθεί αν αυτά έλειπαν. Στο ήρεμο χωριό μιας κοιλάδας, που δεκαπέντε χρόνια πριν συγκλονίστηκε από τον Μεγάλο Πόλεμο ανάμεσα στο φυσικό και το υπερφυσικό, τον υλικό κόσμο και τον κόσμο των Ονείρων, καταφθάνουν οι οιωνοί μιας νέας σύρραξης. Κομιστές τους είναι μια φυλή βρωμερών, δύσοσμων, άγριων πλασμάτων που ονομάζονται Rat Creatures και έλκουν προφανέστατα την καταγωγή τους στους ίδιους αρουραίους που στη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας πολλές φορές φάνηκε να φέρνουν την καταστροφή και τον όλεθρο. Μπορεί στο «Bone» να μην προκύπτει αρρώστια, όμως η αρρώστια υποβόσκει σε όλες τις αντιδράσεις των πολιτών, στην καχυποψία, στην ατιμία, τον εγωισμό, στις νοσηρές καταστάσεις και συμπεριφορές που αναπτύσσονται όταν μια πόλη είναι υπό πολιορκία. Στην «Πανούκλα», οι πολιορκημένοι από την αρρώστια άνθρωποι, αυτοί που με νομοθετικό διάταγμα έχουν περιοριστεί στα σύνορα της πόλης τους και δεν μπορούν να ξεφύγουν ούτε από την αρρώστια, ούτε από το διπλανό τους, τρελαίνονται, οι άρρωστοι βουτούν κι αγκαλιάζουν τους υγιείς, σε μια προσπάθεια να πάρουν μαζί τους στο χαμό όσο περισσότερους μπορούν. Οι ίδιες εγωιστικές συμπεριφορές αναπτύσσονται όχι μόνο στο έργο του Σμιθ, αλλά και στην πραγματική ζωή, όπου ενώ ο εχθρός καραδοκεί, αυτοί που θα έπρεπε να είναι φυσικοί σύμμαχοι στρέφονται ο ένας ενάντια στον άλλον βυθίζονται στην υποψία, το φόβο, τον εγωκεντρισμό και βαδίζουν προς την αλληλοεξόντωσή τους. Αγγελιοφόροι της τραγωδίας και όχι υπαίτιοι είναι τα Rat Creatures.
Δημοσιεύτηκε στο Movieworld.gr τον Φεβρουάριο του 2008