Η σάτιρα δεν είναι απλώς άλλη μια μορφή τέχνης. Είναι και τέχνασμα. Το κατ’ εξοχήν κόλπο των ανθρώπων για να αντέχουν, να υπομένουν και ενίοτε (αν και σπανιότατα) ν’ αλλάζουν τα κακώς κείμενα, τα κακώς δρώμενα. Κυνισμός, ειρωνεία, και μαύρη προοπτική (black humor) είναι μερικά από τα αιχμηρά της σύνεργα. Σε μαχαιρώνει, σε πυροβολεί πισώπλατα, σε ρίχνει από την γέφυρα την ώρα που δεν κοιτάς… Νευρωτικός επαναστάτης μα κάποτε και νευρωτικός εγκληματίας…
«And now for something completely different».
Σε ρυθμούς δριμείας σάτιρας κινείται αυτόν τον καιρό η τηλεοπτική μας δημοκρατία. Θα μου πείτε, τί δουλειά έχουμε ν’ αγγίξουμε τα του τηλεοπτικού γίγνεσθαι σε ένα κινηματογραφικό site. Για να το καταλάβει κανείς αυτό αρκεί να αναλογιστεί λίγο πώς έχει διαμορφωθεί τις τελευταίες αρκετές εβδομάδες το τηλεοπτικό μας τοπίο, μέσα στο οποίο παροικεί το μεγαλύτερο μέρος των συμπολιτών μας. Σάτιρα το πρωί, στα πρωινάδικα, σάτιρα το μεσημέρι, στα μεσημεριανής ζώνης καπηλειά, σάτιρα στις βραδινές εκπομπές. Σάτιρα για τους πολιτικούς, σάτιρα για τα εγχώρια κακέκτυπα celebrities, σάτιρα για το τηλεοπτικό γίγνεσθαι. Και σαν όλ’ αυτά να μην ήταν αρκετά οι τηλεπατέρες –και τηλεμητέρες κυρίως– του γένους κατέβασαν την λαμπρή ιδέα να προχωρήσουν ένα βήμα παραπέρα, στο «μετα-σατιρικό» λόγο, αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε γλωσσολογικούς όρους, αναλώνοντας ώρες ολόκληρες τηλεχρόνου (δικού τους) και πραγματικού χρόνου (δικού μας), προσπαθώντας να θέσουν όρια, πλαίσια και κανόνες πάνω στο τί είναι σάτιρα, με τέτοια επιμονή και επίπλαστη σοβαρότητα που θα έλεγες πώς εκπονούν μια διακαναλική, συλλογική, διδακτορική διατριβή πάνω στο εν λόγω θέμα.
Ο μεγάλος σατιρικός πρωταγωνιστής μας, από την άλλη μεριά, ο αναμφιβόλως ευφυής δημιουργός του νέου αυτού τηλεοπτικού κινήματος, που κάθε Τρίτη συγκεντρώνει έμπροσθεν των τηλεοπτικών τους δεκτών πλέον των δύο εκατομμυρίων τηλεθεατών, επενδύει στρατηγικά στην τράπεζα του «μετα-λόγου», κάτι που έχει σαν αποτέλεσμα τη διαρκή προβολή της εκπομπής «Αλ Τσαντίρι Νιούς», από όλα τα τηλεοπτικά κανάλια, σε όλες τις ώρες τις ημέρας, με την ίδια συζήτηση να ανακυκλώνεται στα πάνελ γνωστών και φερέλπιδων τηλε-οτιδήποτε. Ο «αριστεροφανικός» κύριος Λαζόπουλος διατείνεται, μέσω του δημοσίου βήματος που του παρέχει η εκπομπή του, πώς μιλάει εξ ονόματος λίγο-πολύ όλων των Ελλήνων. Αισθάνεται πως είναι αρμόδιος να μιλήσει ομού περί της βουλευτικής υποψηφιότητας της κυρίας Σαρρή, περί της εκλογής νέου προέδρου στο ΠΑ.ΣΟ.Κ., περί του έρωτος της κυρίας Ρούλας μετά του Αλβανού και περί του «ανιστόρητου» βιβλίου ιστορίας της έκτης δημοτικού. Όλα τα σφάζει όλα τα μαχαιρώνει ο γύφτος δηλαδή.
Από την περίληψη του περιεχομένου της εκπομπής, όπως μπορείτε να τη δείτε στην ιστοσελίδα της τηλεόρασης του Alpha, παραθέτω: «Ο Λάκης Λαζόπουλος, καβαλάει και φέτος το Ντάτσουν και έρχεται στο σαλόνι μας. Βγάζει τη γλώσσα σε όλους τους “δήθεν” που μας ταλαιπωρούν. Στηλιτεύει τα κακώς κείμενα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Σκύβει πραγματικά στην μίζερη ή χαρούμενη καθημερινότητα μας. Αναδεικνύει με το πονηρό, αλλά και διεισδυτικό μάτι του τσιγγάνου τί συμβαίνει μέσα, έξω, πάνω και κάτω από τα γραφεία του Μαξίμου, της Χαριλάου Τρικούπη, της Κουμουνδούρου και του Περισσού. Βρίσκεται στις λαϊκές αγορές, είναι και πάλι κοντά στα θρανία των παιδιών μας, αλλά και σε όλα τα μικρά και τα μεγάλα παιχνίδια που παίζονται εις βάρος μας ή υπέρ μας». Ως υπέρμαχος του κάθε παραπονεμένου Έλληνα εμφανίζεται λοιπόν ο κύριος Λαζόπουλος, και ακόμα χειρότερα, κατά τη διάρκεια πλείστων εκπομπών διατυπώνει μεγαλοφώνως και με υγρά, ευαίσθητα Bambi-eyes την πικρία του για τον πόλεμο κατά του προσώπου του, όπως αυτός διεξάγεται από τηλεοπτικές εκπομπές που ποτέ κανείς εχέφρων άνθρωπος δε θα έπαιρνε στα σοβαρά, πόσο μάλλον να καταθλιβεί πραγματικά γι’ αυτές.
Το περιεχόμενο το καλύψαμε λοιπόν, απ’ όλα έχει ο μπαξές, και έχει ο θεός… Ως προς το στήσιμο της εκπομπής έχουμε: Ένα one man show ουσιαστικά, που λειτουργεί με την ευγενική χορηγία της κατάντιας της ελληνικής τηλεόρασης, και με την αγαστή συμπαράσταση του κοινού που συρρέει αγεληδόν να παρακολουθήσει το ψυχωφελές θέαμα. Η αναμφισβήτητη αλήθεια είναι πως οι θέσεις για το show κάθε επόμενης Τρίτης εξαντλούνται σα ζεστό ψωμί το πρωί κάθε προηγούμενης Τετάρτης. Έχει επιτευχθεί λοιπόν το θαυμαστό οικονομικά αποτέλεσμα της μάξιμουμ απόδοσης με τη μίνιμουμ, από πλευράς παραγωγής τουλάχιστον, επένδυση. Πού τα παλιά μεγαλεία, με το θαυμάσιο «Ήταν Ένα Μικρό Καράβι», θεατρική παράσταση που μεταφέρθηκε το 1990 στην τηλεόραση του MEGA, και τους άρτιους ιδεολογικά και καλλιτεχνικά, στην αρχή τουλάχιστον «Δέκα Μικρούς Μήτσους». Μέσα από το μορφολογικό πλαίσιο της εκπομπής προκύπτει και η εκμηδένιση του όρου σάτιρα, για τον οποίο όλοι κόπτονται, και τον οποίο όλοι ορίζουν κατά πως τους βολεύει. Με μεθόδους που λάνσαρε επιτυχημένα στην ελληνική τηλεόραση ο Θέμος Αναστασιάδης με τα πολλά και διάφορα «Όλα» του, όπου οι στόχοι της σάτιρας ουσιαστικά αυτοπαρωδούνται, και ο καλλιτέχνης, ή δημοσιογράφος στην περίπτωση του, λίγα πράγματα έχει να προσθέσει στη δική τους κατάντια, εκεί που το μοντάζ αντικαθιστά τη δημιουργική σκέψη και η υπεραξία της εργατικής διαδικασίας επανεπενδύεται σε ένα προβληματικό τηλεοπτικό θέρετρο, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι για γέλια –κυριολεκτικά– αλλά μέχρι εκεί. Γιατί ούτε εκπληρώνει τους στόχους της κοινωνικής και πολιτικής σάτιρας, που είναι να τονίσει και να καυτηριάσει τα κακώς κείμενα, ούτε, φυσικά, παράγει πολιτισμό.
Η σάτιρα είναι είδος ρευστό και εύπλαστο. Κάθε κοινωνός της μπορεί να την εξυψώσει, μπορεί και να την εξευτελίσει. Στο πλαίσιο της σάτιρας έχουν δημιουργηθεί τηλεοπτικά προγράμματα που δημιούργησαν σχολή, τηλεοπτική ιστορία, και πέρασαν τα χαρακτηριστικά τους και σε άλλα μέσα, όπως ο κινηματογράφος ή οι εικαστικές τέχνες. Για όποιον έχει παρακολουθήσει έστω και ένα επεισόδιο της τηλεοπτική τους σειράς ή κάποιας εκ των κινηματογραφικών ταινιών τους, γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι η παραπάνω πρόταση φωτογραφίζει μια συγκεκριμένη ομάδα ατόμων, και ένα πολύ συγκεκριμένο τηλεοπτικό πρόγραμμα. Ο λόγος για το «Monty Python’s Flying Circus» που ξεκίνησε να προβάλλεται από τη δημόσια βρετανική τηλεόραση το Σεπτέμβριο του 1969, και διήρκεσε τέσσερις σεζόν με σαράντα πέντε συνολικά επεισόδια, που οδήγησαν κατόπιν σε τέσσερις κινηματογραφικές ταινίες, στο ίδιο στυλ αν και με ελαφρώς διαφορετικό περιεχόμενο.
Για την απήχηση και επιτυχία των Monty Python ίσως είναι αρκετό να πούμε πώς εισήγαγαν μια νέα λέξη στα λεξικά, τον όρο «pythonesque», προκειμένου να περιγραφεί το ιδιότυπο χιούμορ τους, που είδαμε στην Ελλάδα σε μεγάλο βαθμό με την εκπομπή «Α.Μ.Α.Ν.» των Αντώνη Κανάκη, Σωτήρη Καλυβάτση και αργότερα Γιάννη Σερβετά, αλλά και σε πληθώρα άλλων ψυχαγωγικών εκπομπών που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο το υιοθέτησαν και είτε το υπηρέτησαν αξιοπρεπώς είτε όχι, όπως πολύ συχνά γίνεται με τους μεγάλους δασκάλους. Η σειρά των Monty Python, η επίδραση των στην κωμωδία έχει φτάσει να συγκρίνεται με την επίδραση των Beatles στη μουσική, είναι από αυτά τα τηλεοπτικά μνημεία που σε βοηθούν να στηρίξεις την πίστη σου ότι ίσως και να μη χρειάζεται τελικά να κάψουμε την τηλεόραση και τους εκπροσώπους της στην πυρά. Ίσως υπάρχει μια ελπίδα. Κάποιοι από τους δημιουργούς του show, Γκράχαμ Τσάπμαν, Τζον Γκλις, Τέρρι Γκίλιαμ, Έρικ Άιντλ, Τέρρι Τζόουνς και Μάικλ Πάλιν, σας είναι κατά πάσα πιθανότητα γνωστοί από άλλα καλλιτεχνικά πεδία. Η επιτυχία του «Monty Python’s Flying Circus» έγκειται κατά βάση στο γεγονός ότι ένας τηλεοπτικός φορέας, το BBC σε αυτή την περίπτωση, έδωσε βήμα σε νέους ανθρώπους, με φαντασία και δημιουργικότητα, μορφωμένους στα καλύτερα πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας, με τρομερό υπόβαθρο, οι οποίοι αξιοποίησαν όλα τους τα προσόντα σε μια δουλειά φτιαγμένη με μεράκι και κέφι, από μια ομάδα ανθρώπων, όπου το ομαδικό πνεύμα υπερτερούσε του ατομισμού. Η σάτιρα τους ήταν φορές εξόφθαλμα διανοούμενη, με πληθώρα αναφορών σε φιλοσοφικές και λογοτεχνικές προσωπικότητες. Καθώς δεν υπήρχε σεναριακή πλοκή, οι δημιουργοί επένδυσαν στη μορφή, στο στυλ της εκπομπής, η οποία έφτασε κατόπιν να δομεί το περιεχόμενο. Τα μικρά σκετς και οι ιδιόμορφες φιγούρες, ακόμα και οι εικαστικές παρεμβάσεις του Τέρρι Γκίλιαμ δομούσαν μια ανελέητη σάτιρα απέναντι στη βρετανική πολιτική, κοινωνία, νοοτροπία.
Χαρακτηριστικό δείγμα του χιούμορ και της σάτιρας ο παρακάτω μονόλογος: «Τραπεζίτης της Εμπορικής Τράπεζας: [στο τηλέφωνο] Γεια σας; Εμ… Ο κύριος Θύμα; Ναι, έχω τη χαρά να σας ανακοινώσω ότι πήρα το πράσινο φως για να προχωρήσω στην έγκριση της αίτησης του δανείου σας, ναι. Α, θα χρειαστούμε, φυσικά, ως εγγύηση τους τίτλους ιδιοκτησίας της οικίας σας, της οικίας της θείας σας, της οικίας του δεύτερου εξάδελφου σας, της οικίας των γονιών της γυναίκας σας και της μονοκατοικίας της γιαγιάς σας –και επιπλέον θα χρειαστούμε το βασικό πακέτο μετοχών στη νέα σας επιχείρηση, εμ, απεριόριστη πρόσβαση στον προσωπικό σας τραπεζικό λογαριασμό, την παρακράτηση των τριών τέκνων σας στο θησαυροφυλάκιο μας ως ομήρων, και πλήρη νομική εξασφάλιση ενάντια σε οποιαδήποτε πράξη κατάχρησης εκ μέρους του προσωπικού σας κατά της διάρκεια των καθηκόντων τους». Μέσα σε ελάχιστο τηλεοπτικό χρόνο έχει επιτελεστεί η ευφυέστατη και καταλυτική σάτιρα του τραπεζοοικονομικού συστήματος.
Το παράδειγμα των Monty Python, που έτυχε να σχολιάσουμε εδώ, και άλλα παραδείγματα, άλλων εκπομπών ανά το χρόνο και το χώρο αποδεικνύουν αν μη τί άλλο, ότι επιλογές για την τηλεόραση υπάρχουν. Η κατάντια της λοιπόν είναι ακόμα πιο κατακριτέα, γιατί δεν είναι μια κατάσταση στην οποία φτάσαμε αναπόφευκτα και στην οποία έχουμε εγκλωβιστεί παντοτινά. Είναι μια κατάσταση για την οποία ευθύνονται εν τέλει όλοι, παραγωγοί, δημιουργοί και κοινό –ένα κοινό βέβαια απαίδευτο, που δε του έμαθαν να αξιολογεί, αλλά άγεται και φέρεται από κάθε πρόγραμμα με δημαγωγικό χαρακτήρα και λίγο παραπάνω ταρατατζούμ. Τί μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτό; Δεν είμαι σε θέση να το πω. Εγώ πάντως προτιμώ να παρακολουθώ το «Monty Python’s Flying Circus» του 1969 στο youtube.com, παρά τον κύριο Λαζόπουλο του 2007. Η επιλογή είναι δική σας.
Δημοσιεύτηκε στο Movieworld.gr τον Νοέμβριος του 2007