Καταπιεσμένα ένστικτα, ατροφικές συνειδήσεις, όνειρα που μας επιβλήθηκαν από την υπνοπαιδεία κάποιας διαφημιστικής καμπάνιας. Τροφαντά κουνελάκια της τεχνολογικής προόδου, σε μια ανιαρή σκλαβιά με μικρές δώσεις κανονικότητας. Μια ζωή μέσα ελεγχόμενη και κατευθυνόμενη εκ των άνωθεν. Χωρίς πραγματικές προκλήσεις, χωρίς δοκιμασίες που θα σκληρύνουν τους οπίσθιους γλουτιαίους μας. Ψευδοπροβλήματα, ψευδοδιλήμματα και μια σχεδόν κωμική οδύνη για κάθε τί που δεν έχει ακριβώς το χρώμα, τη γεύση, και την τιμή που θέλουμε. Κατάθλιψη, ακινησία, κατάρρευση. Ο Δυτικός πολιτισμός δικαιολογεί τ’ όνομα του. Δύει.

« On a long enough timeline, the survival rate for everyone drops to zero».

[Από την ταινία «Fight Club», του Ντέιβιντ Φίντσερ, 1999, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Τσακ Πάλανιουκ]

Αυτό το μήνα θα μιλήσουμε για μια ανθρώπινη νόσο που μεταδίδεται με ανατριχιαστική ταχύτητα, και φαίνεται να έχει κατακυριεύσει μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Δύσης, ενώ εμβόλιο ή θεραπεία δεν υπάρχει στον ορίζοντα… Μια και δεν έχει επίσημα καταγραφεί από τον Π. Ο. Υ. (τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας) θα πρέπει να της δώσω εδώ ένα πρόχειρο όνομα, πριν περάσω στις απαιτούμενες εξηγήσεις. Μιλάμε λοιπόν για την Ανθρώπινη Παθητικότητα, μια ασθένεια που δεν κάνει διάκριση σε φύλο ή ηλικία, αλλά οπωσδήποτε θα μπορούσαμε να της αναγνωρίσουμε μια ταξική συνείδηση. Από την Ανθρώπινη Παθητικότητα υποφέρουν κυρίως τα μεσαία στρώματα, όσοι έχουν ένα «μέτωπο στην κοινωνία», που όμως δεν ισοσταθμίζεται στο ζύγι με τις καταθέσεις τους στην τράπεζα. Μολαταύτα, παθητικότητα στον έναν ή στον άλλο τομέα –εργασιακό, ερωτικό, κοινωνικό– μπορεί να εμφανίσει ο καθένας, σε εξίσου ανησυχητικό και επικίνδυνο βαθμό, διανοούμενοι, καλλιτέχνες, εφοπλιστές, υπουργοί, καθηγητές πανεπιστημίου. Και δεν πρόκειται για ένα μικρόβιο που τυχαία μεταλλάχτηκε και ξέφυγε από τον έλεγχο μας. Πρόκειται για μια νόσο που οι ίδιες οι κοινωνίες παράγουν, και μέσω των κοινωνικών θεσμών μολύνουν τους ανυποψίαστους πολίτες, με αν όχι πλήρη σκοπιμότητα, σίγουρα πια με πλήρη επίγνωση. Το χειρότερο μακράν χαρακτηριστικό της Ανθρώπινης Παθητικότητας είναι το γεγονός ότι δε γίνεται αντιληπτή ούτε από τον πάσχοντα, ούτε από το άμεσο του περιβάλλον, παρά μόνο όταν είναι πολύ αργά. Μόνο ο ίδιος ο ασθενής μπορεί να πάει κόντρα, και να κατανικήσει το μικρόβιο, αλλά όταν η ασθένεια έχει φτάσει σε σημείο που να γίνει δεύτερη φύση του ανθρώπου, τότε πρέπει ή να την υπομείνει για πάντα, ή να τρελαθεί, ώστε να την ξεπεράσει μέσα από έναν παρανοϊκό, δεύτερο εαυτό που θα αποτινάξει τη σύμβαση και την απάθεια.

Αν όμως ο Π. Ο. Υ. δεν είχε σταθεί ικανός να προειδοποιήσει την παγκόσμια κοινότητα για τον κίνδυνο που καταφθάνει καλπάζοντας σαν τις ορδές του Αττίλα του Ούνου, το σινεμά και η λογοτεχνία από την άλλη μεριά, την έχουν εντοπίσει, και ενίοτε πασχίζουν να λειτουργήσουν σαν το μαγικό χάπι που θα φέρει τη θεραπεία. Όποιος έχει δει την ταινία «Ασκήσεις Ηρεμίας», του Πίτερ Σίγκαλ, θα έχει πάρει μια ήπια δόση του φαρμάκου για το οποίο μιλάω. Στην ταινία αυτή, ένας ήρεμος και παθητικός τύπος ωθείται να πάρει τη ζωή του στα χέρια του, από έναν εντελώς παρανοϊκό, όπως φαίνεται Τζακ Νίκολσον, στο ρόλο του ψυχίατρου, που φέρνει τα πάνω κάτω στις συνήθειες και την αντίληψη του για τον εαυτό του και τα πράγματα, τον αναγκάζει να ανεβάσει τον τόνο της φωνής του κατά μερικά ντεσιμπέλ, να διεκδικήσει αυτό που θέλει και που κανείς δεν του είπε, και δεν του έδειξε εμπράκτως, ότι ναι, μπορεί αν προσπαθήσει αρκετά να το έχει. Ότι δεν είναι απαραίτητο και αναγκαίο να σκύβει το κεφάλι, ότι δεν είναι υποχρεωτικό να συμφωνεί πάντα και με όλους, και τέλος –διάβολε– ότι έχει δική του φωνή, μπορεί να την υψώσει, μπορεί να ακουστεί, μπορεί να αλλάξει και να γίνει κάτι καλύτερο από έναν «yes sir» τύπο, που πάντα ψάχνει αυτό που θέλει, αλλά ποτέ δεν το βρίσκει, για τον απλούστατο λόγο ότι όταν βρεθεί μπροστά του το κλωτσάει βίαια από φόβο μήπως τον αναγκάσει να βγει από τη βολή και την παθητικότητα του.

Στο ίδιο πάνω κάτω μοτίβο κινείται και η ταινία «Σχολή Για Απατεώνες» του Τοντ Φίλιπς, όπου ένας παρόμοιος παθητικός, υποχωρητικός τύπος παίρνει μαθήματα αντίδρασης από τον Μπίλι Μπομπ Θόρτον, και βλέπει ότι αυτό που μπαίνει ανάμεσα σε εκείνον και το θέλω του, δεν είναι άλλος από τον ίδιο του τον εαυτό, που έχει μάθει να παραδίδει αμαχητί το δικαίωμα του στη διεκδίκηση, και που η ιδέα και μόνο του να κατακτήσει αυτό που θέλει τον τρομάζει σε τέτοιο βαθμό, ώστε υπονομεύει ακόμα περισσότερο την ικανότητα του να το πετύχει. Φυσικά και οι δυο προαναφερθείσες ταινίες κινούνται σε ένα χολιγουντιανό πλαίσιο, είναι ενταγμένες μέσα στο σύστημα που διαδίδει και εξαπλώνει την ασθένεια, μέσα στην κοινωνία του θεάματος όπως την ορίζει ο πρωτοπόρος κινηματογραφιστής Γκυ Ντεμπόρ, που επικροτεί και ενισχύει την παθητικότητα των πολιτών. Όλοι εντάσσονται σε καλούπια, όλοι στριμώχνονται, αναδιαμορφώνονται, συμβιβάζονται, σκύβουν τελικά το κεφάλι και ακολουθούν την πεπατημένη. Κανείς δε διαφωνεί με κανέναν, κανείς δεν αμφισβητεί το σύγχρονο τρόπο ζωής. Οι κοινωνικές δομές κατασκευάζουν τις επικρατούσες τάσεις, και μετά, έχοντας να κρέμονται από πάνω μας σα δόλωμα τα καταναλωτικά αγαθά στα οποία έχουμε όλοι εθιστεί, προσπαθούμε να ακολουθήσουμε την πεπατημένη, από φόβο, όχι μη νιώσουμε το μαστίγιο, αλλά μη χάσουμε το καρότο. Περπατάς στο δρόμο και βλέπεις ανθρωπάκια συμβιβασμένα, με κατεβασμένο το κεφάλι. Εμπλέκεσαι σε διαπροσωπικές σχέσεις και βλέπεις ανθρώπους φοβισμένους, αναποφάσιστους, ανασφαλείς, εντελώς ανίκανους να αρπάξουν την ευτυχία, τρέμοντας ότι αν το κάνουν, θα βρεθούν έξω από τη συλλογική μιζέρια, που σαν όπιο μας ποτίζει η κοινωνία, θα βρεθούν να διαφέρουν, και έτσι θα εξοστρακιστούν. Πολιτική, θρησκεία, mainstream τέχνη, στρατός, κράτος πρόνοιας, όλα προέκυψαν ως προσπάθειες περιορισμού των ενστίκτων.

Όποιος θέλει να δοκιμάσει ένα καλύτερο φάρμακο από τις παστίλιες για τον πονόλαιμο που ονομάσαμε πάρα πάνω, υπάρχουν έργα, με πραγματικά αντισηπτική δράση, μόνο, που όπως κάθε αντισηπτικό, ομολογουμένως τσούζει. Μια και τον αναφέραμε παραπάνω, ας αρχίσουμε με μια ταινία στην οποία πρωταγωνίστησε ο εξαιρετικός Τζακ Νίκολσον, πριν αναγκαστεί να ενδώσει σε εμπορικές ανοησιούλες για να βγάλει τον επιούσιο. Η «Φωλιά Του Κούκου», του Μίλος Φόρμαν είναι ένα βαθιά αλληγορικό έργο, που εκθέτει πλήρως στα μάτια του θεατή πόσο ο βασιλιάς είναι γυμνός, πόσο οι σύγχρονοι κοινωνικοί θεσμοί που καθηλώνουν τους πολίτες και τους επιβάλουν τις «χρηστές» συμπεριφορές, βασίζονται σε πήλινα πόδια και σαθρά θεμέλια, γιατί οι έχοντες την εξουσία σ’ αυτή την ταινία, δεν είναι διόλου λογικότεροι από τους τρελούς του ιδρύματος, που τιμωρούνται γιατί διαφέρουν, που βρίσκονται εγκλεισμένοι γιατί η διαφορετικότητα τους προσβάλει την κοινωνική ομοιομορφία που μας θέλει όλους πανομοιότυπους, καρικατούρες ανθρώπων, που μόνο σκύβουν το κεφάλι. Ωρύεται ο αντιδραστικός χαρακτήρας ΜακΜέρφυ, σε μια ταινία μόλις του 1975, όταν αντιλαμβάνεται ότι η πλειονότητα των συν-εγκλεισμένων του βρίσκονται εκεί με τη θέληση τους: «Τί νομίζετε ότι είστε, για όνομα του Θεού, τρελοί ή κάτι τέτοιο; Λοιπόν δεν είστε! Δεν είστε! Δεν είστε πιο τρελοί από το μέσο μαλάκα που βολτάρει έξω στους δρόμους, και έτσι είναι!». Η επανάσταση όμως που φέρνει –και τη φέρνει γιατί βαθιά μέσα του ο άνθρωπος μπορεί να αναγνωρίσει ότι την έχει ανάγκη– καταπνίγεται κάτω από το σιδερένιο χέρι της εξουσίας μέσα στο ίδρυμα. Ακόμα κι έτσι όμως, η ανάμνηση της αντίδρασης, η ανάμνηση του ότι κάποτε, κάποιος είπε, βροντοφώναξε «ΟΧΙ», και δεν έσκυψε το κεφάλι για να του πολτοποιήσουν τον εγκέφαλο, και να τον κάνουν σαν όλους τους άλλους, αυτή η μνήμη έχει κάνει ήδη τη διαφορά.

Και από αυτό να περάσουμε σε μια ταινία παντιέρα της αντίδρασης σε έναν κόσμο που μας θέλει όλο και περισσότερο ίδιους για να μας κουμαντάρει με μεγαλύτερη ευκολία. Το «Fight Club», λογοτεχνικό αριστούργημα που διασκευάστηκε κινηματογραφικά το 1999 από τον Ντέιβιντ Φίντσερ, είναι στο σύνολο του ένα έργο που προκαλεί το θεατή, να πάρει ένα μπαστούνι και να διαλύσει την κινηματογραφική αίθουσα, ή το καθιστικό του σπιτιού του, όσο η ταινία ακόμα παίζει. Βίαιο, διεστραμμένο, αντανακλά όλες τις μικρές ασφυκτικές λεπτομέρειες της σύγχρονης ζωής. Ένα διαμέρισμα, τα έπιπλα, ταιριασμένα ένα-ένα, τα μπιμπελό, τα σερβίτσια, τα πουκάμισα, όλα ίδια και καλοσιδερωμένα, το πρωί πας στη δουλειά, το βράδυ φεύγεις, βρίσκεις την κοπέλα; Ερωτεύεσαι; Δεν τολμάς να της το πεις. Θα με θέλει; Κι αν δεν είμαι αρκετά κανονικός; Αν δεν είμαι αρκετά πλούσιος; Αν δεν είμαι μηχανή στο κρεβάτι; Ω, παράτα τη, τη σκύλα, ποιος νοιάστηκε; Και κάπου εκεί, όταν αυτή η ζωή, αυτή η ζωή με τους ασφυκτικούς ρυθμούς που ζούμε όλοι, πνίγει τον ήρωα, τον παγιδεύει και τον κατατρώει με αργούς βασανιστικούς ρυθμούς, έρχεται ως άλλος σωτήρας το alter ego του. Ο εαυτός που πάντα θα ήθελε να έχει –ο εαυτός που όλοι θέλουμε να έχουμε, αλλά στραγγαλίζουμε μέρα με τη μέρα– παίρνει το πάνω χέρι και παύει να υπακούει διαταγές. Ανοίγεις το στόμα ξαφνικά και μιλάει κάποιος άλλος: «Γαμώτο, μια ολόκληρη γενιά τρομπάρει γκάζι, σερβίρει τραπέζια, σκλάβοι με άσπρα κολάρα. Η διαφήμιση μας έχει βάλει να κυνηγάμε αυτοκίνητα και ρούχα, να δουλεύουμε σε δουλειές που μισούμε για να μπορούμε να αγοράζουμε σαβούρα που δε χρειαζόμαστε. Είμαστε τα μεσαία παιδιά της ιστορίας, δικέ μου. Χωρίς σκοπό ή φυσικό χώρο. Δεν έχουμε Μεγάλο Πόλεμο. Δεν έχουμε Μεγάλη Κατάθλιψη. Ο δικός μας Μεγάλος Πόλεμος είναι πνευματικός πόλεμος… η δική μας Μεγάλη Κατάθλιψη είναι οι ζωές μας. Μεγαλώσαμε όλοι με την τηλεόραση, να πιστεύουμε ότι μια μέρα όλοι θα γίνουμε εκατομμυριούχοι, και θεοί του σινεμά, και ροκ σταρ. Αλλά δε θα γίνουμε. Και σιγά-σιγά το μαθαίνουμε. Και είμαστε πολύ, πολύ τσαντισμένοι».

Και κάπου εκεί ξεκινούν να τα σπάνε όλα. Όλο το κατεστημένο, όλους τους θεσμούς που έχουν ρουφήξει τις ζωές μας. Ο χρόνος μας τρέχει. Και τα περιθώρια μας στενεύουν. Κι εμείς συνεχίζουμε να σκύβουμε το κεφάλι και να λέμε «ναι». Πρέπει να πάρουμε ένα μάθημα. Από τον Ραντλ Πάτρικ ΜακΜέρφυ, από τον Τάιλερ Ντέρντεν, από όλους τους καθημερινούς μικρούς και μεγάλους επαναστάτες. Ας τους δικαιώσουμε επιτέλους, ας τους αναγνωρίσουμε μια αιτία. Την ασφυξία μέσα στο καβούκι που τους έκλεισαν. Σηκωθείτε πάνω και κάντε καυγά. Φωνάξτε μια μέρα πολύ δυνατά, κι αν σας ακούσει ο γείτονας, τί έγινε; Την επόμενη φορά που θα βρεθείτε μπροστά σε κάποιον που σας φοβίζει αναλογιστείτε. Είναι εκείνος που προκαλεί το φόβο και το δέος σκόπιμα; Αν ναι, απλά σπάστε του τη μύτη, είναι η πιο απλή επιθετική κίνηση σε όλες τις πολεμικές τέχνες. Αν όχι, αν οι ίδιοι είστε που περιορίζετε τους εαυτούς σας, γιατί αυτό σας έμαθαν να κάνετε, απλά σταθείτε στο ύψος σας και πείτε τί σκέφτεστε. Ακόμα καλύτερα. Μην περιμένετε την επόμενη φορά που θα βρεθείτε μπροστά σ’ αυτόν τον κάποιον. Ψάξετε, πηγαίνετε γυρεύοντας, εκτεθείτε, κι αν χάσετε; Τί μ’ αυτό. Μια ήττα ξεχνιέται. Σημασία έχει ότι παίξατε. Από την άλλη… αν κερδίσετε, αυτό είναι ανεκτίμητο. Σπάστε τα όλα αντισταθείτε σ’ αυτό που σας επιβάλουν. Κάντε μόνο αυτό που θέλετε πραγματικά. Πρέπει να ψάξει κανείς λίγο να το βρει. Αλλά όταν το εντοπίσει, το πιο σοφό πράγμα που έχει να κάνει είναι να πάρει φόρα και να βουτήξει με το κεφάλι. Κι ας το σπάσει.

Λοιπόν; Μπορεί κάποιος να διαφωνήσει μαζί μου, τέλος πάντων;

Δημοσιεύτηκε στο Movieworld.gr τον Οκτώβριο του 2007