Ο ποιητής του γαλάζιου ψιθυρίζει τους ήχους της αγάπης.
Ν’ αφουγκράζεσαι. Και να καταλαβαίνεις. Ένα-ένα τα βήματα της αγάπης αυξάνουν τον παλμό όταν ακούς και νοιάζεσαι. Όταν ενδιαφέρεσαι ν’ αποστηθίσεις την σιωπή του άλλου. Να την κάνεις δική σου και να την νιώσεις σαν ένα κομμάτι της δικής σου διάνοιας. Ο ποιητής μιλά σιγαλά για την αγάπη. Για την αγάπη εκείνη που αναβλύζει μέσα από τις σιωπές, και κατακυριεύει τον άνθρωπο, γεμίζοντας τον ολόκληρο, τόσο που ποτέ ξανά αυτός να μην είναι ο ίδιος. Ο Οδυσσέας Ελύτης στο Μονόγραμμά του κάνει διάλογο με τους αιθέρες, κουβεντιάζει τα αέρινα συναισθήματα και τα υλοποιεί μέσα από την γραφή, καθιστώντας τα γήινα και αληθινά. Όχι πια μια ουτοπία και ένας άπιαστος ίσκιος, αλλά μια ανάγκη επιτακτική που φουσκώνει το στήθος και το σηκώνει ψηλά στον ουρανό, να συναντήσει στα ασύλληπτα ύψη την ψυχή του άλλου.
Οι στίχοι πλάθουν εικόνες και τα λόγια μπογιατίζονται από τα ανεξίτηλα χρώματα της νόησης. Κάθε λέξη ενώνεται ηδονικά με την διπλανή της, την αγκαλιάζει και της προσφέρει το απαραίτητο στήριγμα για να ψηλώσουν μαζί και να συνθέσουν την μελωδία του ποιητικού έργου. Το Μονόγραμμα, που κυκλοφόρησε πρώτη φορά στις Βρυξέλλες το 1971, είναι ένα έργο που αναβλύζει μουσική. Μουσική και απαλά αρώματα, νυχτερινές ανάσες και αιγαιοπελαγίτικους αέρηδες. Η σκέψη ελευθερώνεται από τις αλυσίδες –βαρίδια που την κρατούν στην γη- και υψώνεται στους ουρανούς καθώς μεγαλόπρεπο πουλί που ανοίγει τα φτερά του και με τον ίσκιο τους αγκαλιάζει το χώμα.
Απόσπασμα από Το Μονόγραμμα
του Οδυσσέα Ελύτη
IV
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ’ ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ’ ακούς
Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ’ ακούς
Μαχαίρι
Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ’ ακούς
Είμ’ εγώ, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, μ’ ακούς
Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ’ ακούς
Πού μ’ αφήνεις, πού πας και ποιος, μ’ ακούς
Σου κρατεί το χέρι πάνω απ’ τους κατακλυσμούς
Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες
Θα ‘ρθει μέρα, μ’ ακούς
Να μας θάψουν κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ’ ακούς
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ’ ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει
Στα νερά ένα-ένα, μ’ ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες
Των Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ’ ακούς
Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ’ ακούς
Της αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμε
Και δεν γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς
Σ’ άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε ο ίδιος, μ’ ακούς
Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει –ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει –ακούς;
Είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.
Οδυσσέα Ελύτη, Το Μονόγραμμα, Αθήνα: Ίκαρος, 2000
Δημοσιεύτηκε στο Lapsus Linguae τον Μάιο του 2006