Ερωτισμός και αισθησιασμός είναι θέματα που πολύ έχουν απασχολήσει τους ανά τον κόσμο καλλιτέχνες από τις απαρχές κιόλας της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Από την ζωγραφική των σπηλαίων ήδη, οι παραστάσεις είναι τέτοιες που υποθέτουμε ότι το γυμνό σώμα και η ερωτική πράξη παίζουν ρόλο συμβολικό ή θρησκευτικό. Η τάση αυτή του ανθρώπου να ταυτίζει την θρησκεία και το θείο με τον έρωτα, μέσω της τέχνης, κρατά έως και την έλευση του χριστιανισμού οπότε το γυμνό και το ερωτικό ποινικοποιούνται και περιορίζονται χωρίς να πάψουν οι ανά τόπους και ιστορικές περιόδους εξάρσεις καλλιτεχνικών τάσεων που τα χρησιμοποιούν και τα εκθέτουν, όχι χωρίς λογοκρισία.

Σε ότι αφορά τη λογοτεχνία, υπάρχουν δυο τάσεις, το ερωτικό και η πορνογραφία, τα όρια ανάμεσα στις οποίες είναι πολύ συγκεχυμένα. Ο διαχωρισμός ανάμεσα τους είναι εντελώς υποκειμενικός και συχνά μπορεί να συγχέονται. Παρ’ όλ’ αυτά δύσκολα θα υποστηρίξει κανείς ότι οι σαδιστικές σκηνές που περιγράφει ο Μαρκήσιος Ντε Σάντ αποπνέουν και ερωτισμό πέρα από φρίκη. Ο ερωτισμός στην λογοτεχνία μπορεί να εκδηλωθεί με τρόπο μη κραυγαλέο, συχνά χωρίς περιγραφή της ερωτικής πράξης ή και με πλήρη απουσία αυτής.

Ένα κείμενο, πεζό ή ποίημα, μπορεί να διέπεται από αισθησιασμό χωρίς καμία απολύτως αναφορά στο σεξ, μόνο με την περιγραφή ενός βλέμματος ανάμεσα σε δυο ανθρώπους. «Το Όνειρο», ποίημα του Διονυσίου Σολωμού, μελοποιημένο από τον Μάνο Χατζηδάκι στο «Μεγάλο Ερωτικό», είναι εξαιρετικά ερωτικό ακόμη κι αν δεν περιγράφει παρά την αγνή φαντασίωση ενός άνδρα και τον πόθο του για την αγαπημένη του με την μεγαλύτερη γλυκύτητα:

«Εγώ στόλεα: Πέστε, αστέρια,

Είν’ κανέν’ από τα’ εσάς,

Που να λάμπει από ‘κει απάνου

Σαν τα μάτια της κυράς»

Με τους στίχους αυτούς μοναχά, το ποίημα ξεχειλίζει από έρωτα και πάθος.

Στο Άσμα Ασμάτων ο ερωτισμός δεν προκύπτει από τις γλαφυρές περιγραφές της όμορφης κόρης, που είναι αναμφισβήτητα αισθησιακές, αλλά από την μελωδία του στίχου ακόμα και από το πλαίσιο στο οποίο είναι το ποίημα τοποθετημένο, δηλαδή την Παλαιά Διαθήκη, ένα βιβλίο αμιγώς θρησκευτικό,  που του δίνουν την χροιά του μυστικιστικού και ίσως του απαγορευμένου. Τα λόγια είναι αναμφισβήτητα ερωτικά: «θες με ως σφραγίδα επί την καρδίαν σου ως σφραγίδα επί τον βραχίονά σου ότι κραταιά ως θάνατος αγάπη…» (8:6).

Το μυθιστόρημα του Ουμπέρτο Έκο, «Το Όνομα του Ρόδου», δεν έχει παρά μια, ιδιαιτέρως διακριτική ερωτική σκηνή, η οποία διέπει όλο το βιβλίο και επηρεάζει όχι τόσο την πλοκή έργου, όσο την ψυχή του ήρωα. Ο Άντσο εκπαιδευόμενος μοναχός, ζει την πρώτη και μοναδική του ερωτική εμπειρία με μια χωριατοπούλα που για να εξασφαλίσει την επιβίωση της εκδίδεται σε κάποιον.

Ο αισθησιασμός της σκηνής αυτής που η χαλαρής ηθικής κοπέλα δίνεται στον παρθένο Άντσο, έγκειται στην ελευθερία που διέπει αυτό το δόσιμο. Δεν υπάρχουν υλικά ανταλλάγματα, φεύγοντας η κοπέλα δεν παίρνει μαζί της ούτε το κρέας για το οποίο αναγκάστηκε να ανεχθεί προηγουμένως τον γέρο καλόγερο.

Ο άδολος και καθόλου πρόστυχος έρωτας των δύο παιδιών είναι ευλογημένος. Ο ίδιος ο Άντσο σε όλη την ερωτική σκηνή μιλά με στίχους από το Άσμα Ασμάτων και λόγους αγίων. Ο ηλικιωμένος Άντσο-αφηγητής σχολιάζει την πράξη που στην μετέπειτα ζωή του κουβαλά σαν αμαρτία:

«Είχα την αίσθηση ότι σβήνω… γέμισα με ανείπωτη συγκίνηση… Τι ένιωσα; Τι είδα; Θυμάμαι μόνο ότι οι συγκινήσεις της πρώτης στιγμής δεν μπόρεσαν να εκφραστούν…»

Ο Έκο περιγράφει με τον πιο αριστοτεχνικό τρόπο τον έρωτα και το πάθος των δυο εραστών που οι συνθήκες το έφεραν ώστε κάθε μεταξύ τους σχέση να είναι όχι μόνον αδύνατη αλλά και αδιανόητη. Το στοιχείο της απελπισίας εντείνει τον αισθησιασμό της σκηνής, γιατί ο αναγνώστης γνωρίζει ότι είναι μάρτυρας μια πράξης απολύτως μοναδικής και ανεπανάληπτης.

Σίγουρα δεν έχουν όλοι την ίδια άποψη για τον ερωτισμό, όχι μόνο στην λογοτεχνία αλλά σε κάθε τομέα της ζωής, και ούτε θα μπορούσαν να συμφωνίσουν όλοι σε έναν κοινό ορισμού για ένα τόσο λεπτό θέμα. Για άλλους ανθρώπους ο ερωτισμός πηγάζει από την αμεσότητα, για άλλους αποκλειστικά και μόνο από την εικόνα.

Σε κάθε περίπτωση η ανακάλυψη του αισθησιακού είναι προσωπική υπόθεση ιδιαίτερα σε ότι αφορά την λογοτεχνία, αφού η συγγραφή κειμένου είναι τέχνη με πολλά επίπεδα που δεν είναι πάντα προσπελάσιμα από τον καθένα αναγνώστη.  Για να θεωρήσουμε ένα λογοτέχνημα ως ερωτικό πρέπει να συμφωνεί με τα βιώματα μας ώστε να το ερμηνεύσουμε ως τέτοιο.

Δημοσιεύτηκε στο Lapsus Linguae τον Ιούνιο του 2004