Καμιά φορά μέσα στο παγωμένο τσιμέντο της πόλης διακρίνεται μια νότα μελαγχολίας, μια πνοή από το παρελθόν που μας ξυπνά νοσταλγικές αναμνήσεις. Ο φακός έχει την ιδιότητα να παγώνει στιγμές μέσα στο χρόνο, στιγμές που ταξίδεψαν από το χθες…
Το μνημείο πάνω στον αρχαίο βράχο είναι ένα σημείο σταθερότητας σε μια Αθήνα που ολοένα αλλάζει. Ένα στοιχείο προσανατολισμού μέσα στη ζούγκλα της ασφάλτου. Σηκώνεις το κεφάλι και ξέρεις ότι θα βρίσκεται πάντα εκεί, με την κλασσική ηρεμία και γαλήνη που εκπέμπει εδώ και αιώνες. Μέσα σε μια άσχημη πόλη, με άτακτη δόμηση και φρικτά κτίρια ο Παρθενώνας είναι μια όαση δροσιάς για το κουρασμένο μάτι του σύγχρονου αστού.
Μια άλλη άποψη της ίδιας περιοχής μας μεταφέρει στην εποχή που η Αθήνα ήταν ένα χωριό με λίγους κατοίκους, υποτυπώδη αστική τάξη και καμία υποδομή. Ο βασιλιάς Όθωνας μόλις έχει μεταφέρει την πρωτεύουσα του κράτους στην ιστορική –πλην όμως κακοπαθημένη- Αθήνα. Το τοπίο αναδίδει μια αγνότητα που σπάνια μπορεί πια να συλλάβει κανείς στον αττικό ουρανό, τον βιασμένο από τις εκπομπές δηλητηριωδών αερίων, από άξεστα θρασεία κτίρια και –προσφάτως- από κεραίες κινητής τηλεφωνίας.
Από τα πρώτα μεγάλα έργα υποδομής της χώρας ήταν το σιδηροδρομικό δίκτυο. Μέχρι την δεκαετία του 1880, είχε κατασκευαστεί μοναχά η γραμμή που συνέδεε την Αθήνα με τον Πειραιά, και για τα εννέα χιλιόμετρα αυτής της γραμμής χρειάστηκαν 12 ολόκληρα χρόνια. Γρήγορα όμως ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της πόλης. Μια όμορφη εικόνα που θυμίζει ταξίδι, φυγή, απόδραση από την μποτιλιαρισμένη καθημερινότητα. Ένα άδειο τούνελ θα μπορούσε να είναι η επιτομή της ματαιότητας, περιστοιχισμένο από μνημεία του ανθρώπου και της φύσης, δεν είναι παρά μια εικόνα ευχάριστης προσμονής.
Εικόνα διαχρονική και αιώνια. Κανένας χρονικός προσδιορισμός, καμία ιστορική αναφορά, κι όμως η εικόνα μοιάζει να έρχεται από τα βάθη του χρόνου. Η θάλασσα, τεράστια κοσμική μητέρα, ενώνει τους ανθρώπους μέσα σε μια θαλπωρή αδελφικής φιλίας.
Ο κινηματογράφος σημάδεψε τον εικοστό αιώνα. Παράξενοι τύποι που χόρευαν σκουντουφλώντας πάνω στο πανί, δράματα και έρωτες που εξελίσσονταν μπροστά στα μάτια του αποσβολωμένου θεατή και πάνω απ’ όλα, δράση, περιπέτεια, μυστήριο, διασκέδαση! Το cinema προσφέρει μια εναλλακτική πραγματικότητα για τις δυο περίπου ώρες που κρατά ένα έργο. Στην Αθήνα του ‘50 η ύπαρξη μια εναλλακτικής πραγματικότητας ήταν επιτακτική
Ο Καραγκιόζης είναι ένα πρόσωπο καθολικά αναγνωρίσιμο. Το θέατρο σκιών υπήρξε ήδη από την εποχή της τουρκοκρατίας ο ποιο διαδεδομένος τρόπος διασκέδασης για μικρούς και μεγάλους. Οι καραγκιοζοπαίχτες έστηναν το θεατράκι τους σε κάθε γειτονιά και μάζευαν όλα τα παιδιά και τους περισσότερους μεγάλους. Η γειτονιά στα μεταπολεμικά χρόνια έπαιξε το ρόλο μιας ευρύτερης οικογένειας, τα μέλη της οποίας έβρισκάν στις περισσότερες περιπτώσεις μια ζεστή αγκαλιά. Ο Καραγκιόζης ήταν το επίτιμο μέλος κάθε τέτοιας ελληνικής οικογένειας.
Βάρκες στο μόλο, αρχέγονη η σχέση του ανθρώπου με τη θάλασσα ως πλουτοπαραγωγική πηγή, μέσω διασκέδασης και δρόμος διαφυγής. Η βάρκα μπορεί να κουβαλήσει ξέγνοιαστους εκδρομείς σε μια απόμερη αμμουδιά, μπορεί να κουβαλήσει και ψυχές νεκρών ανθρώπων στον Άδη.
Άλλη μια αναγνωρίσιμη φιγούρα στους δρόμους της πόλης είναι ο λατερνατζής. Μια γλυκιά μελωδία πλημμυρίζει τα σοκάκια και τους κεντρικούς δρόμους. Ο μουσικός γυρνά τη μανιβέλα, οι νότες ξεχύνονται και τέρπουν γενναιόδωρα τα αυτιά κάθε διαβάτη. Η εικόνα αυτή μας γυρίζει πολλά χρόνια πίσω, με κλειστά μάτια μπορούμε να φανταστούμε ευθυτενείς κυρίους με ημίψηλο και παλτό να κάνουν τον περίπατο τους κρατώντας, διακριτικά, αγκαζέ μια χαριτωμένη και ντροπαλή δεσποσύνη, νεαρούς να τριγυρίζουν άσκοπα στην Πλάκα και στην αίγλη του Ζαππείου, σεβάσμιους ηλικιωμένους να κουβεντιάζουν στο Σύνταγμα.
Μια εικόνα φερμένη απ’ ευθείας από την δεκαετία του ‘70. Τσιμεντένια κλουβιά έχουν καταλάβει τους λόφους της πρωτεύουσας, οι δρόμου απλώνονται αχόρταγα και η ταχύτητα έχει αντικαταστήσει την ραθυμία των προηγούμενων δεκαετιών. Η χώρα μόλις έχει βγει απ’ το γύψο και οι κάτοικοι της τρέχουν να προλάβουν τις απαστράπτουσες εξελίξεις. Μπάλα και μηχανές, ένα νέο σύμπαν γεννάται.
Το πέταγμα της πάπιας. Ένα κατάλευκο, υδρόβιο πουλί ανοίγει τα φτερά του. Το νερό ρυτιδιάζει, η γαλήνη του διαλύεται και η ταραχή του μεταφέρεται μέσα από κύματα σε όλη του την επιφάνια. Στο επόμενο πλάνο η πάπια πετά. Μια πτήση έξω απ’ το χρόνο…
Σαν με μαγικό χαλί ταξιδεύουμε σε μακρινές αναμνήσεις μέσα από εικόνες της σύγχρονης Αθήνας. Κάτω από το νέφος και τη σκόνη της πόλης υπάρχει ακόμα μια καρδιά που χτυπά…
Άντρη-Μόνικα Κορδάκη, Εβίτα Λύκου, Μαρία Παπαδάτου, Βάνα Πέππα
Δημοσιεύτηκε στο Π@π@κι τον Μάρτιο του 2005